Δεν έχει προηγούμενο αυτό που συμβαίνει με την ανάγνωση-εργαλειοποίηση των συνεχιζόμενων δημοσκοπήσεων από τα συστημικά ΜΜΕ, ειδικά μετά τις Ευρωεκλογές του 2024, οπότε και η ΝΔ κατάγραψε ποσοστό 28,31%.
Αντί να ερωτάται το κυβερνόν κόμμα με ποιον θα κυβερνήσει μετά τις εκλογές του 2026 ή 2027, ερωτάται η αντιπολίτευση (που συγκεντρώνει το μισό δημοσκοπικά εκλογικό ποσοστό)!
Συγκεκριμένα, ενώ στις περισσότερες μετρήσεις της κοινής γνώμης η ΝΔ (ως προς την πρόθεση ψήφου) κινείται στο 22-25%, κανείς δεν ασχολείται με το ερώτημα «με ποιον θα κυβερνήσει η ΝΔ μετά τις εκλογές αν είναι πρώτο κόμμα;» σε περίπτωση, που δεν θα πιάσει το (άπιαστο)ποσοστό αυτοδυναμίας που κυμαίνεται από 36-38%.
Τι και αν απέχει πάνω από 10 μονάδες από τον «στόχο» της αυτοδυναμίας, η συζήτηση πηγαίνει στοχευμένα στην αντιπολίτευση.
Η ΝΔ επισήμως για να αποφύγει την κουβέντα απαντά, ότι την ενδιαφέρει μόνο η αυτοδυναμία και ότι, αν χρειαστεί θα πάει σε δεύτερες και γιατί όχι και σε τρίτες κάλπες.
Ο λόγος είναι προφανής: Το δίλημμα «Μητσοτάκης ή χάος» και ο κίνδυνος της «ακυβερνησίας» θα τεθεί εκβιαστικά προς τους πολίτες, για να πιεστούν κυρίως οι «κεντρώοι» ψηφοφόροι, που ενδιαφέρονται να έχουν κυβέρνηση(και δήθεν σταθερότητα) την επόμενη μέρα.
Για αυτό το λόγο άλλωστε και ο ΠτΔ κ. Τασούλας στο θεσμικό του ατόπημα, έθεσε το θέμα της κυβερνητικής σταθερότητας, όπως άλλωστε έχει πράξει αρκετές φορές και ο ίδιος ο Πρωθυπουργός.
Με δεδομένο όμως, ότι το ΠΑΣΟΚ αρνείται (τουλάχιστον επισήμως) την συγκυβέρνηση με τη ΝΔ μετά τις εκλογές καθοιονδήποτε τρόπο, οι κυβερνητικές εφεδρείες μοιραία στοιβάζονται στα ακροδεξιά του πολιτικού φάσματος(«Φωνή Λογικής»-«Ελληνική Λύση» και ενδεχομένως «Κόμμα Σαμαρά»).
Δηλαδή είναι πιθανό, με βάση τις μετρήσεις (ως προς την εκτίμηση ψήφου πια) να έχουμε μια κυβέρνηση «Μητσοτάκη - Βελόπουλου» ή «Μητσοτάκη - Λατινοπούλου» (ή «Μητσοτάκη - Σαμαρά») εφόσον η ΝΔ έρθει πρώτο κόμμα στις επόμενες εθνικές εκλογές.
Αλήθεια, πόσο «κυβέρνηση Φρανκενστάιν» φαντάζει ένα τέτοιο ενδεχόμενο;
Αν θέταμε π.χ. το ερώτημα στους πολίτες αν προτιμούν μια κυβέρνηση «ΠΑΣΟΚ-ΣΥΡΙΖΑ-ΚΟΜΜΑ ΤΣΙΠΡΑ και λοιπών δημοκρατικών δυνάμεων» ή μια κυβέρνηση π.χ. «Μητσοτάκη – Βελόπουλου» ποια πιστεύουμε θα ήταν η προτίμηση των πολιτών;
Και αν αυτό το ερώτημα το φοβάται η κυβέρνηση, η προοδευτική αντιπολίτευση γιατί δεν εργάζεται ήδη σε μια τέτοια προοπτική, που ενδεχομένως θα «άνοιγε δρόμους»;
Η απάντηση προσκρούει στον εγκλωβισμό στο εσωτερικό του ΠΑΣΟΚ, όπου οι μισοί ψηφοφόροι (δημοσκόπηση MRB) θέλουν συνεργασία με την Αριστερά και οι μισοί με τον Μητσοτάκη. Το ΠΑΣΟΚ για να …τα έχει καλά με όλους κρύβει το πρόβλημα «κάτω από το χαλί», ελπίζει ότι το θέμα δεν θα τεθεί στο επικείμενο συνέδριό του με σοβαρό τρόπο και επιλέγει την βολική (αλλά αδιέξοδη) «αυτόνομη πορεία». Όμως, σύντομα θα έρθει αντιμέτωπο με τα διλήμματα της ΝΔ, αλλά και την ίδια την πραγματικότητα που χρονικά στενεύει.
Φυσικά και τα υπόλοιπα κόμματα του προοδευτικού χώρου εκφωνούν την συνεργασία των προοδευτικών δυνάμεων, αλλά από πρωτοβουλίες σύνθεσης μηδέν!
Σε αυτό το σκηνικό όλοι αντιλαμβάνονται, ότι ο «παράγοντας Τσίπρας» θα διαμορφώσει εξελίξεις. Μοιραία καταγράφοντας διψήφιο ποσοστό, όπως αποτυπώνεται σε όλες τις μετρήσεις, ο πρώην Πρωθυπουργός γίνεται «game changer».
Το ΠΑΣΟΚ επιδεικνύοντας πολιτική ανασφάλεια και άγχος ήδη άρχισε τις επιθέσεις προς το εκκολαπτόμενο «κόμμα Τσίπρα» με τη μορφή μάλιστα διμέτωπου αγώνα, βάζοντας τον Αλέξη Τσίπρα στο ίδιο κάδρο με το Κυριάκο Μητσοτάκη.
Τρίζουν τα κόκκαλα του Ανδρέα Παπανδρέου!
Κερδίζει άραγε «κεντρώους» ψηφοφόρους το ΠΑΣΟΚ εμφανίζοντας τον Τσίπρα ως πολιτικό σκιάχτρο(όπως άλλωστε κάνει και ο κ.Μητσοτάκης) ή σπρώχνει τους «κεντρώους» στην original Δεξιά και στην αγκαλιά του Μητσοτάκη;
Η τακτική του ΠΑΣΟΚ εδώ και 2 χρόνια παραμένει αδικαίωτη, αλλά όπως συχνά λέγεται «αν δεν μας αρέσει η πραγματικότητα, τόσο χειρότερο για αυτήν».
Και έτσι μετά από ένα μεγάλο κύκλο καταλήγουμε στην αρχή.
Έχουμε μια κυβέρνηση που θα αναζητήσει εφεδρείες σε αλλοπρόσαλλα σχήματα (αλλά το κρύβει) και μια αντιπολίτευση που παραμένει ακίνητη και αγέλαστη.
Οι πολίτες όμως στις επόμενες και στις μεθεπόμενες εκλογές θα ψηφίσουν κυβέρνηση. Αν δεν ωριμάσει το επόμενο κυβερνητικό σχήμα με όνομα, επώνυμο και διεύθυνση και μείνει «θολό» (ακόμα και μετεκλογικά), τότε το αποτέλεσμα θα είναι ίδιο με το 2023 στην καλύτερη περίπτωση.
Συνεπώς, οφείλουμε να κατευθύνουμε τους πολίτες σε άλλους δρόμους.
Αν η σύνθεση δεν προχωράει χρειαζόμαστε ένα νέο πολιτικό σχέδιο και μια συνολική επανατοποθέτηση στο σήμερα με όρους ευρύτερης συσπείρωσης.
Χρειαζόμαστε όραμα για το μέλλον. Χρειαζόμαστε μια τομή με το παρελθόν. Χρειαζόμαστε να μελετήσουμε, να κατανοήσουμε και να αποφασίσουμε, που θα πάμε, με ποιους θα πάμε, ποιους θα αφήσουμε και σε ποιους δρόμους θα βαδίσουμε.
(Ο Διονύσης Τεμπονέρας είναι Δικηγόρος – Εργατολόγος)




























