Δεν είχαν περάσει τρεις μήνες από την ρωσική εισβολή. Ήταν Μάιος του 2022. Ο Χένρι Κίσινγκερ, καλεσμένος στο Νταβός, μιλούσε εξ αποστάσεως για τον πόλεμο και την έκβασή του. Το ακροατήριο τον άκουγε παγωμένο. Προπάντων- είχε πει- δεν πρέπει να αποξενωθεί η Ρωσία από την Ευρώπη. Δεν πρέπει να την ρίξουμε στην αγκαλιά της Κίνας. Και η Ουκρανία; Η μόνη λύση, κατά την γνώμη του, ήταν να αποδεχθεί ότι πρέπει να παραχωρήσει έδαφος για να εξασφαλίσει ειρήνη.
Οι αντιδράσεις ήταν σφοδρές. Ο Ζελένσκι τον κατηγόρησε πως μπέρδεψε το Νταβός με το Μόναχο και το 2022 με το 1938. Αν οι γονείς του είχαν σκεφτεί με τέτοια λογική, του είπε, δεν θα είχαν δραπετεύσει από την Γερμανία του Χίτλερ στην Νέα Υόρκη. Θα είχαν πεθάνει στα κρεματόρια. Άλλοι χρησιμοποίησαν βιαιότερη γλώσσα. Ο ίδιος ο Κίσινγκερ είχε υπερασπιστεί την άποψή του. Υπάρχουν, είχε πει, τρία πιθανά σενάρια για το τέλος αυτού του πολέμου. Το ένα είναι να αναγνωριστεί στην Ρωσία το δικαίωμα να κρατήσει τα εδάφη που είχε κερδίσει με τα όπλα. Το δεύτερο, να ενισχυθεί η Ουκρανία ώστε να ανακαταλάβει την Κριμαία και τα άλλα εδάφη που είχε χάσει στον προηγούμενο γύρο του πολέμου, το 2014. Και το τρίτο ήταν να επιστρέψουν τα πράγματα στο status quo ante, δηλαδή στα σύνορα του 2014.
Το πρώτο, έλεγε, θα ήταν απαράδεκτο. Θα δικαίωνε την εισβολή και θα δημιουργούσε θανάσιμο κίνδυνο για την Ευρώπη. Το δεύτερο θα έσερνε την Δύση σε έναν πόλεμο εναντίον της ίδιας της Ρωσίας, τον οποίο έπρεπε πάση θυσία να αποφύγει. Το τρίτο, αντίθετα, θα πάγωνε τις συγκρούσεις, δίνοντας χώρο στην Ουκρανία να ανασυγκροτηθεί και να αναπτύξει ισχυρή αποτρεπτική δύναμη. Δίνοντας, επίσης, χρόνο στην Ευρώπη να διαπραγματευτεί ξανά μια αναγκαία ένταξη της Ρωσίας σε ένα νέο ευρωπαϊκό σύστημα ασφαλείας.
Να, λοιπόν, που εκείνη η συζήτηση που είχε αναστατώσει τότε το Νταβός επιστρέφει τώρα, με ακόμη μεγαλύτερο πάθος. Η παραχώρηση εδαφών είναι η κυρίαρχη ιδέα των συζητήσεων στην Αλάσκα, την Ουάσιγκτον, την Ευρώπη. Μόνο που τώρα δεν την υποστηρίζει θεωρητικά ένας υπέργηρος σοφός της διπλωματίας, την επιβάλει στο πεδίο ο ίδιος ο Πρόεδρος των ΗΠΑ.
Είναι, λοιπόν, ο Τραμπ ένας μαθητής του Κίσινγκερ; Κάνει, με βίαιο και άξεστο τρόπο ίσως, την μεγάλη στροφή από την «ιδεολογική» στην «ρεαλιστική» σχολή της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής; Κάνει με τον Πούτιν ό,τι έκανε, στον καιρό του Κίσινγκερ, ο Νίξον με το ταξίδι στην Κίνα του Μάο και τις συμφωνίες ελέγχου των εξοπλισμών με την Σοβιετική Ένωση του Μπρέζνιεφ;
Ο ίδιος ο Κίσινγκερ έφυγε από τον κόσμο αυτόν, αφού είχε συμπληρώσει τα εκατό μα πριν ζήσει την δευτέρα παρουσία, πολύ διαφορετική από την πρώτη, του Ντόναλντ Τραμπ. Κανείς δεν ξέρει τι θα έλεγε σήμερα για όλα αυτά. Ο κυνισμός του σημερινού Λευκού Οίκου δεν θα τον ενοχλούσε, υποθέτω- ήταν πάντα συστατικό του ρεαλισμού του. Εκείνη η φράση του, το καλοκαίρι του 1974, πως «δεν υπάρχει κάποιος αμερικανικός λόγος για τον οποίο οι Τούρκοι δεν πρέπει να έχουν το ένα τρίτο της Κύπρου» (Παπαχελάς, «Ένα σκοτεινό δωμάτιο») θα μας το θυμίζει πάντα.
Θα μας θυμίζει, επίσης, πόσο αρνητικός και επικίνδυνος για τα συμφέροντα μιας χώρας σαν την Ελλάδα μπορεί να αποδειχθεί αυτός ο «ρεαλισμός», αν οδηγεί στην αναβίωση της εποχής των Μεγάλων Δυνάμεων. Που στην αντίληψη του Τραμπ μοιάζει περισσότερο με τον μοντέρνο κόσμο του real estate ή, έστω, με εκείνον του 19ου αιώνα, την εποχή της «Ιεράς Συμμαχίας», που είχε συγκροτηθεί για να προστατεύσει τις αυταρχικές κυβερνήσεις της Ευρώπης από τις επικίνδυνες, φιλελεύθερες ή επαναστατικές ιδέες της γαλλικής επανάστασης.
Αλλά ο Τραμπ, πρώτον, φαίνεται να προσφέρει στον Πούτιν αυτό που ο Κίσινγκερ είχε απορρίψει κατηγορηματικά. Το δικαίωμα να κρατήσει κάποια (ή μήπως όλα;) τα εδάφη που κατέκτησε με τα όπλα. Και του δίνει επιπλέον χρόνο, βγάζοντας την εκεχειρία από το τραπέζι των διαπραγματεύσεων, να εντείνει τις επιθέσεις και να μεγιστοποιήσει τα εδαφικά του κέρδη. Ποια λογική, ποιος «ρεαλισμός» θα δικαιολογούσε την στάση του;
Και, δεύτερον, συνόδευσε την διπλωματική του υπέρ-δραστηριότητα με μια φράση που ακόμη και ο κυνισμός του Κίσινγκερ θα έβρισκε επικίνδυνη. «Είναι ένας πόλεμος που δεν έπρεπε να ξεκινήσει», είπε σε μια συνέντευξη στο Fox, την περασμένη Δευτέρα. Δεν έπρεπε να ξεκινήσει, εννοείται, όχι επειδή ο Πούτιν δεν έπρεπε ποτέ να έχει επιτεθεί σε μια ανεξάρτητη, κυρίαρχη χώρα. Μα επειδή η Ουκρανία δεν έπρεπε να του έχει αντισταθεί. «Δεν τα βάζεις με μια χώρα που είναι δέκα φορές μεγαλύτερη από σένα».
Η άποψη δεν είναι νέα και δεν την διατυπώνει πρώτη φορά. Αλλά η επανάληψή της, την συγκεκριμένη στιγμή, αφού έχει χειροκροτήσει τον Πούτιν στο κόκκινο χαλί κι έχει συζητήσει με τον Ζελένσκι και του Ευρωπαίους, της δίνει άλλη βαρύτητα. Ιδίως αν την διαβάζει κανείς κάπου στην Ελλάδα.
Η Ρωσία είναι, πράγματι, όχι δέκα αλλά 28 φορές μεγαλύτερη σε έκταση και τέσσερις φορές μεγαλύτερη σε πληθυσμό από την Ουκρανία. Αλλά και η Τουρκία είναι έξι φορές μεγαλύτερη σε έκταση και σχεδόν 9 φορές μεγαλύτερη σε πληθυσμό από την Ελλάδα. Οι ευτυχείς οπαδοί του Τραμπ παρ’ ημίν θα έπρεπε να ξανασκεφτούν τι σημαίνει να ζεις σ’ έναν κόσμο όπου δεν υπάρχει άλλος κανόνας στις διεθνείς σχέσεις πάρα μόνον η ισχύς και όπου «δεν τα βάζεις ποτέ με μεγαλύτερους». Ό,τι κι αν σου ζητάνε. Και οι ευρωσκεπτικιστές, που αναθάρρησαν, θα έπρεπε να ξανασκεφτούν την σχέση μας με την Ευρώπη που, αδύναμη και ασυντόνιστη έστω, με τους ηγέτες της να σπεύδουν στην Ουάσιγκτον μασκαρεμένοι σε αυλοκόλακες για να διασώσουν ό,τι διασώζεται, δεν παύει να είναι η μοναδική δύναμη αντίστασης σε αυτό το «όπισθεν ολοταχώς». Την επιστροφή στον 19ο αιώνα.
(Ο Παύλος Τσίμας είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας- Το άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από την εφημερίδα «Νέα Σαββατοκύριακο»)
























