Δεν συνηθίζουμε στη χώρα μας να αναλύουμε τα συμβάντα του κοινωνικο-πολιτικού βίου στην ολότητά τους. Δεν αναζητούμε αυτό που, στη συστημική γλώσσα, λέγεται προσδιορισμός των «μετόχων του προβλήματος».
Ο λόγος είναι προφανής. Εάν αποκαλυφθούν περισσότεροι του ενός μέτοχοι, αυτό σημαίνει ότι το πρόβλημα παρουσιάζει μια πολυπλοκότητα, ενδεχομένως να ανήκει σ’ εκείνη την κατηγορία των δυσεπίλυτων προβλημάτων που είναι προτιμητέο να σπρώχνονται κάτω από το χαλί. Αυτά τα προβλήματα έχουν ένα κοινό σημείο: Αγγίζουν όλες τις πλευρές της διακυβέρνησης και δείχνουν ως ένοχο, συνήθως, το πολιτικό σύστημα.
Αναδεικνύονται, δηλαδή, συγκεκριμένες παθογένειες, ατέλειες αλλά, κυρίως, συνειδητές πελατειακές διαδράσεις μεταξύ πολιτικών επαγγελματιών και πολιτών-κομματικών στρατών που δημιουργούν μια συνθήκη μόνιμης και σταθερής ανομίας.
Ο κύκλος, εάν και όταν διαρρηγνύεται, τότε αυτό συμβαίνει εξ αιτίας των «παρασίτων» του θεσμικού μας οικοδομήματος από τα οποία το πελατειακό σύστημα συντήρησης της ανομίας και της παρανομίας αποσταθεροποιείται και κινδυνεύει.
Το πρόβλημα του ΟΠΕΚΕΠΕ ανήκει σ’ αυτήν ακριβώς την κατηγορία. Αξίζει να παρακολουθήσουμε τις αντιδράσεις όλων των εμπλεκόμενων, τουλάχιστον, των, μέχρι τώρα, γνωστών, διότι θα μπορούμε με μεγαλύτερη ασφάλεια να βγάλουμε, στη συνέχεια, ορισμένα συμπεράσματα.
Ξεκινάμε από την κυβέρνηση: Σε μια ακόμη προσπάθεια των φιλοκυβερνητικών στελεχών να υποβαθμίσουν το ζήτημα του ΟΠΕΚΕΠΕ, η υπόθεση παρουσιάζεται ως μια τυχαία αστοχία η οποία, προδήλως, δεν συναρτάται προς παθογένειες της διακυβέρνησης της ΝΔ- παλαιότερες είτε νεότερες. Κατ’ εξαίρεση, όταν αυτό γίνεται, οι ευθύνες παραπέμπονται σ’ ένα απροσδιόριστο και παντοδύναμο βαθύ κράτος-μπαμπούλα. Αυτό είναι υπεύθυνο. Κι αφού είναι βαθύ και δύσκολα εκριζώσιμο, η κυβέρνηση απαλλάσσεται των ευθυνών της. Το mea culpa του Πρωθυπουργού έχει επικοινωνιακή στόχευση και δεν αλλάζει κάτι ουσιώδες στη διακυβέρνησή του.
Η δεύτερη γραμμή άμυνας των κυβερνητικών είναι η απαξίωση της κατηγορίας- εάν δεν μπορούμε να αποφύγουμε το κακό, τότε πρέπει να απομειώσουμε τις συνέπειές του. Έτσι, οι μεν φερόμενοι ως δράστες αποποιούνται κάθε ευθύνη και οι «προανακριτικές» που, συνήθως, ακολουθούν, κάθε άλλο παρά φωτίζουν τις λεγόμενες ποινικές ευθύνες, παραπέμποντας στην απόφαση κάποιου δικαστηρίου, συνήθως μετά από αρκετά χρόνια. Εν τω μεταξύ, οι πολιτικές ευθύνες εξαντλούνται σε κάποια -περισσότερο ή λιγότερο- ηχηρή συγγνώμη κι όσον αφορά τις διοικητικές ευθύνες- δηλαδή, την ουσία της υπόθεσης- αυτές είναι κατά την μνημειώδη ρήση του κυβερνητικού εκπροσώπου- το «πολύ-πολύ πλημελληματικού χαρακτήρα».
Ο στρατηγικός σκοπός εδώ είναι ένας: Οι εκπρόσωποι του πολιτικού συστήματος, παρά τα περί του αντιθέτου λεγόμενα, πρέπει να προστατευθούν από τέτοιου τύπου ολιγωρίες, παραλείψεις η εμπρόθετες ενέργειες.
Ακολουθούν οι σύμβουλοι των υπουργών. Μετακλητοί υπάλληλοι, που ήδη αριθμούν ένα μικρό στρατό, απολύτως εξαρτημένοι από το πολιτικό πρόσωπο που τους έχει προσλάβει αναλαμβάνουν να κάνουν είτε τη δουλειά του ταχυδρόμου είτε τη βρώμικη δουλειά του διαμεσολαβητή, για λογαριασμό του υπουργού. Παρ’ όλον ότι ο υπαλληλικός κώδικας ισχύει, στα χαρτιά, και γι’ αυτούς, στην πράξη περνούν κάτω απ’ τα ραντάρ. Εάν, όμως, εντρυφήσει κανείς στα μέχρι τούδε γνωστά, ο ρόλος τους δεν έχει να κάνει με την δημιουργία κλίματος εμπιστοσύνης, που συνήθως αναφέρεται ως δικαιολογία για το σώμα αυτό των πραιτωριανών, αλλά στην ικανότητά τους να συντηρούν και αναπαράγουν συγκεκριμένες πελατειακές διαδράσεις μεταξύ των πολιτικών που τους έχουν προσλάβει και των ωφελούμενων ψηφοφόρων τους.
Στην τρίτη ομάδα των εμπλεκομένων συναντάμε την πάγια διοικητική ιεραρχία, δηλαδή, τους Γενικούς Διευθυντές η τους Διευθυντές. Αυτοί που έχουν καθήκον τήρησης της νομιμότητας, συχνά, ακολουθούν μια παθητική στάση, εκφράζοντας τις επιφυλάξεις τους σε εισηγήσεις ή αποφάσεις των Υπουργών. Μην σας διαφεύγει, όμως, ότι εδώ και δεκαπέντε χρόνια, δεν γίνονταν κρίσεις για την επιλογή προϊσταμένων στο Δημόσιο και οι περισσότεροι από τους ασκούντες χρέη προϊσταμένων, σήμερα, δεν είναι παρά «δοτοί»- κι αυτό δικαιολογεί τις ήπιες έως ανύπαρκτες αντιδράσεις τους.
Ειδικότερη αναφορά πρέπει να γίνει στις διοικήσεις των νομικών προσώπων- μέχρι πρό τινος διορίζονταν σ’ αυτές τις θέσεις κομματικά στελέχη. Σήμερα επιχειρείται μια αξιοκρατική επιλογή τους αλλά, στη συγκεκριμένη περίπτωση του ΟΠΕΚΕΠΕ και στις αλλεπάλληλες ηγεσίες του, το κριτήριο ήταν, δίχως άλλο, ο βαθμός πρόσδεσής τους στο κομματικό σκάφος.
Δεν πρέπει να παραλείψουμε στην ομάδα των μετόχων που οργανώνουν, εφαρμόζουν και παρακολουθούν την αδιατάρακτη ανάπτυξη του πελατειακού κράτους, τους προέδρους των κοινοτήτων ου μην αλλά και των Δημάρχων, που μη μπορώντας να «αντισταθούν» (κατά την κοινή επωδό) στις πιέσεις των συμπολιτών τους μετατρέπονται κι αυτοί σε θύτες της νομιμότητας.
Οι τεχνικοί σύμβουλοι και οι ιδιοκτήτες μελετητικών γραφείων και εταιριών συμβούλων που τους μισθώνουν έχουν ελάχιστο ενδιαφέρον να αποκαλύψουν καταστάσεις και πελατειακές συμφύσεις με τις οποίες μπορεί να έρθουν αντιμέτωποι. Η οικονομική και εργασιακή επιβίωσή τους οδηγεί στη συγκάλυψη όσων βλέπουν και αντιλαμβάνονται. Ας υποσημειωθεί, εδώ, ότι ένας από τους πομφόλυγες των προηγούμενων δεκαετιών ήταν ο μετασχηματισμός του ιδιωτικού τομέα σε Μεσσία που θα μας απελευθέρωνε από τα δεσμά του κρατισμού και της γραφειοκρατίας.
Κι ενώ, μέχρις εδώ, διαπιστώνουμε το κοινό νήμα που συνδέει πολιτικά και διοικητικά στελέχη στην άσκηση της πελατειακής διακυβέρνησης, υπάρχουν κι άλλοι μέτοχοι, στον αντίποδα όσων αναφέραμε. Ο ευρωπαίος εισαγγελέας είναι ο πιο σημαντικός. Μια διωκτική αρχή με μεγάλο βαθμό ανεξαρτησίας η οποία ήρθε ως απάντηση μιας πανταχόθεν βαλλόμενης Ευρωπαϊκής Ένωσης σε μια περίοδο που σκάνδαλα μικρά και μεγάλα διαδέχονταν το ένα το άλλο με μια κανονικότητα. Είναι από τις λίγες φορές που αισθάνεται κανείς ότι ο ευρωπαϊκές αρχές διακυβέρνησης παραμένουν ακμαίες και, στη μάχη με το σκληρό πελατειακό κράτος, θα υπερισχύσουν.
Μόνη, ωστόσο, η ευρωπαϊκή εισαγγελία δεν μπορεί να προκαλέσει τα προσδοκώμενα αποτελέσματα. Χρειάζεται είτε μια ομάδα αφοσιωμένων μεταρρυθμιστών είτε κι ένα μόνο φυσικό πρόσωπο, το οποίο να μην υποκύπτει σε πιέσεις και να χρησιμοποιεί όλες τις δυνατότητες που το ισχύον σύστημα δίνει, προκειμένου να υπεραμυνθεί της νομιμότητας. Ένα τέτοιο πρόσωπο είναι η κ. Τυχεροπούλου, Διευθύντρια εσωτερικού ελέγχου που ανακαλύπτει την εξυφαινόμενη απάτη και δεν διστάζει να αποκαλύψει τους φυσικούς και ηθικούς αυτουργούς της. Το τίμημα υπεράσπισης της νομιμότητας είναι βαρύ: Μέχρι και σήμερα οι διοικήσεις του ΟΠΕΚΕΠΕ, έχουν κινήσει, τρεις φορές, πειθαρχικές διαδικασίες σε βάρος της, ενώ έχει κατατεθεί και μήνυση εναντίον της για υπεξαίρεση εγγράφων.
Ο ΟΠΕΚΕΠΕ είναι μια από τις πολλές περιπτώσεις καταλήστευσης του δημοσίου χρήματος και καταρράκωσης των κανόνων ισότιμης και αξιοπρεπούς συμβίωσης. Αποκαλύφθηκε χέρι στις επίμονες και συστηματικές προσπάθειες των διωκτικών αρχών, πλην όμως είναι κοινός τόπος ότι υπάρχει σωρεία αντίστοιχων περιπτώσεων που δεν βλέπουν το φως της δημοσιότητας.
Το μεγαλύτερο κέρδος απ’ αυτή την υπόθεση δεν θα είναι η αποκάλυψη των απατεώνων και η επιστροφή των κλεμμένων αλλά η παρακαταθήκη που αφήνει σε πολλούς αγωνιστές της νομιμότητας και πολέμιους του πελατειασμού ότι μπορεί οι αγώνες τους να μην είναι μάταιοι.
(Ο Παναγιώτης Καρκατσούλης είναι εμπειρογνώμονας δημόσιας διοίκησης, π.βουλευτής



























