Opinions

Ο Μητσοτάκης σχεδιάζει ακόμη και την ήττα του, γιατί οι υπόλοιποι δεν σχεδιάζουν τίποτα

Image of Λευτέρης Αρβανίτης Λευτέρης Αρβανίτης
Ο Μητσοτάκης σχεδιάζει ακόμη και την ήττα του, γιατί οι υπόλοιποι δεν σχεδιάζουν τίποτα
Το παράδοξο συμβαίνει τώρα, με την κυβέρνηση Μητσοτάκη να φαίνεται πως έχει εξαντλήσει τα περιθώρια ανάταξης, αλλά να μην υπάρχει επόμενος να θέσει το αίτημα της αλλαγής. Ο κόσμος που βγήκε στους δρόμους για την υπόθεση των Τεμπών εμφανίζεται ως επισπεύδων, ενώ στα κομματικά γραφεία της αντιπολίτευσης εκλιπαρούν τα θεία να …μην πάει ο πρωθυπουργός σε πρόωρες εκλογές.

Ο ανασχηματισμός της περασμένης εβδομάδας θα ήταν παντελώς αδιάφορος, αν δεν επιβεβαίωνε το σενάριο βάσης πάνω στο οποίο εργάζεται ο πρωθυπουργός, με το βλέμμα στην επόμενη ημέρα: Εκλογές σε ένα σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα, με τη Νέα Δημοκρατία να παραμένει πρώτο κόμμα και το ΠΑΣΟΚ να αποτελεί την προτιμητέα επιλογή κυβερνητικού εταίρου.

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης γνωρίζει καλά ότι αν χρειαστεί θα θυσιάσει την Πρωθυπουργία προκειμένου να σχηματιστεί κυβέρνηση - καθώς αυτός λογικά θα είναι ο βασικός όρος που θα θέσει ο Νίκος Ανδρουλάκης - και επιλέγει να δώσει το δαχτυλίδι της διαδοχής στον Κωστή Χατζηδάκη που εγγυάται πλήρως τη διατήρηση του ισχύοντος status quo και είναι και ένας άνθρωπος απολύτως ευάλωτος μετά την παρακολούθηση του από το σύστημα Predator.

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης προσπαθεί να σχεδιάσει στρατηγικά, σε μια συνθήκη ήττας, προκειμένου να επιβιώσει ένα βαθύ σύστημα οικονομικής και πολιτικής εξουσίας, που έχει να χάσει πολλά περισσότερα από την πρωθυπουργία.

Το περιθώριο αυτό του το δίνει η αντιπολίτευση, με τη φράση «άντε και έπεσε ο Μητσοτάκης, ποιος θα είναι ο επόμενος;» να ακούγεται όλο και πιο συχνά.

Η εικόνα που δίνει η αντιπολίτευση είναι πως αν εμφανιζόταν κάποιος με ένα μαγικό ραβδί μπροστά στα έδρανά της και έδινε την υπόσχεση πως για μια 20ετία θα παραμείνουν όλα ως έχουν, τότε η πλειονότητα εξ αυτών θα το δέχονταν, ακόμα και εάν αυτό σήμαινε πως ο Μητσοτάκης και η ΝΔ θα παρέμεναν στην εξουσία.

Τα σημάδια υπήρχαν … χρόνια

Για πρώτη φορά μεταπολιτευτικά παρατηρείται μια κρίση πολιτικού προσωπικού τόσο μεγάλης έκτασης στον προοδευτικό χώρο, ώστε τείνει να εξελιχθεί σε κρίση του κομματικού συστήματος. Τα σημάδια βέβαια υπήρχαν εδώ και αρκετά χρονιά.

Το 2022 στα χέρια της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ έφτασε μια έρευνα κοινής γνώμης που μεταξύ άλλων μετρούσε και εκτίμηση δημοφιλίας προσώπων. Εκεί αποτυπώνονταν πλήρως η φθορά του στελεχιακού δυναμικού του ΣΥΡΙΖΑ -με εξαίρεση τα νεότερα στελέχη και τον Ευκλείδη Τσακαλώτο- ενώ η σύγκριση ακόμη και με τους πλέον αντιδημοφιλείς υπουργούς της Νέας Δημοκρατίας ήταν κόλαφος για την τότε αξιωματική αντιπολίτευση.

Η αναρρίχηση του Στέφανου Κασσελάκη στην προεδρία του ΣΥΡΙΖΑ επιβεβαίωσε συντριπτικά την αντίληψη για μια οξεία κρίση του στελεχιακού του δυναμικού, ενώ η διατήρηση στην προεδρία του ΠΑΣΟΚ του Νίκου Ανδρουλάκη ήρθε να επικυρώσει ότι το ζήτημα πλέον αφορά το σύνολο του προοδευτικού χώρου. Πλέον βρισκόμαστε σε ένα σημείο πρωτόγνωρο, όπου στις δημοσκοπήσεις συγκεντρώνει υψηλά ποσοστά η ιδέα μιας προοδευτικής διακυβέρνησης, χωρίς όμως να μπορεί να φανταστεί η κοινή γνώμη ποιοι και ποιες είναι αυτοί και αυτές που δυνητικά θα μπορούσαν να κυβερνήσουν.

Όλες οι κυβερνήσεις κάποια στιγμή περνούν ένα σημείο καμπής που τα περιθώρια ανάταξης του κύρους τους και των ποσοστών τους στενεύουν επικίνδυνα. Συνήθως είναι αυτή η στιγμή που ξεπροβάλλει η επόμενη κατάσταση, εμφανίζεται ο επόμενος «πρωθυπουργίσιμος» ηγέτης και οι εκλογές έρχονται ως αίτημα για αλλαγή εξουσίας.

Το παράδοξο συμβαίνει τώρα, με την κυβέρνηση Μητσοτάκη να φαίνεται πως έχει εξαντλήσει τα περιθώρια ανάταξης, αλλά να μην υπάρχει επόμενος να θέσει το αίτημα της αλλαγής. Ο κόσμος που βγήκε στους δρόμους για την υπόθεση των Τεμπών εμφανίζεται ως επισπεύδων, ενώ στα κομματικά γραφεία της αντιπολίτευσης εκλιπαρούν τα θεία να …μην πάει ο πρωθυπουργός σε πρόωρες εκλογές.

Το προφίλ του πολιτικού δυναμικού της αντιπολίτευσης

Υπάρχουν πέντε κυρίαρχα χαρακτηριστικά, που συγκροτούν το προφίλ των στελεχών της προοδευτικής αντιπολίτευσης και καθιστούν ανεδαφική οποιαδήποτε συζήτηση για την ύπαρξη ενός σχεδίου που μπορεί να οδηγήσει σε αλλαγή εξουσίας ή έστω να δημιουργήσει προϋποθέσεις για κάτι τέτοιο.

1.Η έλλειψη πάθους για την πολιτική

Η γενική εικόνα που δίνουν βουλευτές και στελέχη είναι πως η βασική τους έγνοια είναι η διατήρηση του status της ζωής τους και δεν έχουν το παραμικρό ενδιαφέρον για την πολιτική. Αυτό αποτυπώνεται τόσο στην καθημερινότητα των κόμματων, που δείχνουν να μην γνωρίζουν τι ακριβώς συμβαίνει εκεί έξω, όσο και στη μεγάλη εικόνα της έλλειψης ενός συνεκτικού αφηγήματος που να περιγράφει πώς θα ήθελαν να είναι ο κόσμος σε 5 χρόνια από τώρα και τι απαιτείται να πράξουν σε αυτή την κατεύθυνση. Από το 2016-2017 ο Κυριάκος Μητσοτάκης περιέγραφε με προσοχή ένα νέο αφήγημα για τη χώρα, στήνοντας στη βάση αυτού τις δικές του (πονεμένες και από τα μνημόνια) κοινωνικές συμμαχίες. Ίσως η τελευταία φορά που ο προοδευτικός πόλος δούλεψε πάνω σε ένα τέτοιο σχέδιο να ήταν το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης, με την ευκολία που του παρείχε βέβαια η διαιρετική τομή μνημόνιο-αντιμνημόνιο. Το συζητούσε όμως ο κόσμος στα καφενεία, τα ΚΑΠΗ και τους χώρους δουλειάς, γιατί δυνητικά αφορούσε το πως θα είναι η ζωή του στα επόμενα χρόνια.

Για να μην πάμε στα προφανή ζητήματα που αφορούν τη φορολογία ή γενικά την ανασυγκρότηση του κοινωνικού κράτους, ας εστιάσουμε μόνο στο ζήτημα των Τεμπών. Δύο χρόνια μετά την πρωτοφανή τραγωδία και με την κυβέρνηση να ασχολείται μόνο με τη συγκάλυψη των ευθυνών, κανένα κόμμα της αντιπολίτευσης δεν μπήκε στον κόπο να συγκροτήσει μια πρόταση για την ανάπτυξη και την ασφάλεια στον σιδηρόδρομο. Και όσοι καλώς βγήκαν και ψέλλισαν για επανακρατικοποίηση των τρένων, είναι βέβαιο πως στη δεύτερη ερώτηση που θα τους γίνει για το πώς θα φτάσουμε εκεί, θα κοιτούν με απορία το ταβάνι.

Το έλλειμα αυτό δεν φτιασιδώνεται. Είναι αδύνατο να προσεγγίσεις τα εκλογικά κοινά, αν δεν τους μιλήσεις για αυτό που αποτελεί για το καθένα κριτήριο ψήφου. Και όταν αυτό το έλλειμμα είναι τόσο ορατό, τότε η αίσθηση στα μεγάλα ακροατήρια είναι πως επαγγελματίες της πολιτικής δίνουν μάχη για την καρέκλα και την ποιότητα της δικής τους ζωής. Όποια και αν είναι αυτή εντέλει.

2.Η αποτελεσματική εργασία

Το πολιτικό προσωπικό της (κεντρο) - Αριστεράς το διακρίνει μάλλον μια παρατεταμένη οκνηρία. Ίσως και ως αποτέλεσμα της έλλειψης πάθους για την πολιτική. Άνθρωποι που θα όφειλαν να έχουν γυρίσει την Ελλάδα 15 φορές, να συνεδριάζουν καθημερινά, να στήνουν ομάδες εργασίας και να παράγουν προγραμματικές προτάσεις, είτε κυκλοφορούν σαν τους δανδήδες σε βαρετές θεσμικές εκδηλώσεις, είτε συσκέπτονται με τους φίλους τους που παρεμπιπτόντως είναι και συνεργάτες τους. Στην πραγματική αγορά εργασίας θα είχε προκληθεί επεισόδιο μεταξύ συναδέλφων, αν κάποιος παρουσίαζε τόσο προκλητική αδιαφορία. Έχει επικρατήσει η ψευδαίσθηση πως μια αξιοπρεπής κοινοβουλευτική και μιντιακή παρουσία βγάζει τα στελέχη και τους οργανισμούς από την υποχρέωση να παρουσιάσουν έργο. Η δουλειά που έχουν να κάνουν στο παρεμπιπτόντως και ενισχυτικά της πραγματικής τους δραστηριότητας, γίνεται κυρίαρχη και χρησιμοποιείται ως απόδειξη εργατικότητας. Αν δηλαδή δεν υπήρχαν κανάλια και κοινοβουλευτικές δραστηριότητες θα το κλείναμε το μαγαζί. Απόδειξη το καλοκαίρι του 2024, που μετά τις Ευρωεκλογές και μέχρι τον Σεπτέμβριο εξαφανίστηκαν όλοι τους.

3.Η αίσθηση της εκπροσώπησης με όρους ευθύνης

Γίνεται μεγάλη κουβέντα για το μεγάλο κενό εκπροσώπησης που εντοπίζεται στα αριστερά του κομματικού ανταγωνισμού. Συζήτηση που συνοδεύεται συνήθως από το ερώτημα εάν έχει επέλθει μια μη αναστρέψιμη συντηρητική στροφή στο εκλογικό σώμα. Στην πραγματικότητα οι έρευνες της τελευταίας τριετίας και μετά covid εποχής αποτυπώνουν μια καθαρή κυριαρχία των προοδευτικών ιδεών - ακόμη και σκληρών εννοιών όπως η παρεμβατικότητα του κράτους, ενώ περίπου 1,5 εκατομμύριο ψηφοφόροι με προοδευτικές καταβολές ψήφου παραμένουν σε μια γκρίζα ζώνη, χωρίς να μετακινούνται δεξιότερα.

Ας αντιστρέψουμε τη συζήτηση λοιπόν από τα θεωρητικά σχήματα του κενού εκπροσώπησης, για να δούμε αν το πολιτικό προσωπικό των προοδευτικών κομμάτων νιώθει την ευθύνη οποιασδήποτε κοινωνικής εκπροσώπησης. Η υπεράσπιση συγκεκριμένων συμφερόντων είναι αυτή που γεννά καθημερινή πολιτική πρακτική, πρόγραμμα και στο φινάλε συγκρούσεις και συγκλίσεις. Και η αφετηρία της τοποθέτησης, διαμεσολάβησης και εκπροσώπησης των κοινωνικών και ταξικών ομαδοποιήσεων δεν αντικαθίσταται με τρικ και επικλήσεις της υπεράσπισης της ιστορικότητας της Αριστεράς ή κομμάτων. Κοινώς κανείς δεν σε χρειάζεται για να έχει μια τίμια και ηθική αριστερή φωνή να τον εκπροσωπεί ή να κρατήσεις τη σημαία του κόμματος ψηλά.

4.Ο θαυμασμός στον αντίπαλο

Όπως έγραψε και ο επιστημονικός διευθυντής της ProRata Άγγ. Σεριάτος, ο θαυμασμός στον αντίπαλο είναι από τα κύρια χαρακτηριστικά των στελεχών του προοδευτικού χώρου. Θα πρόσθετα δίπλα στον θαυμασμό στον πολιτικό αντίπαλο, τον θαυμασμό στους μεγαλοσχήμονες γενικά του τόπου και τους οικονομικούς παράγοντες. Υπάρχουν δύο λόγοι για να τους θαυμάζεις. Ο πρώτος είναι να μην τους γνωρίζεις. Γιατί δεν μπορεί να θαυμάζεις τον Μάκη Βορίδη, π.χ. (κι όμως! Είναι από τους υπουργούς που χαίρουν θαυμασμού από τους αριστερούς πολιτικούς) αν γνωρίζεις όλη την πορεία του. Και όχι γιατί πρόκειται για έναν σκληρό ιδεολογικό αντίπαλο, αλλά γιατί έχει περάσει το 80% της μεταπολίτευσης παρέα με κάτι λούμπεν απίθανους τύπους να εκφράζουν απόψεις επικίνδυνες μεν, που προκαλούν γέλιο δε. Ούτε μπορεί να θαυμάζεις τους επιχειρηματίες που έπαιξαν στα ζαριά τον πλουτισμό τους και αντί για τον Κορυδαλλό βρέθηκαν στο Forbes. Άρα άγνοια.

Ο δεύτερος λόγος όμως -που είναι και πιο σοβαρός- για να θαυμάζεις τον αντίπαλο, έχει να κάνει με τον θαυμασμό της ζωής του αντιπάλου σου. Και εδώ σε συνδυασμό με το θόλο τοπίο της ευθύνης απέναντι σε αυτούς που εκπροσωπείς, το ζήτημα γίνεται υπαρξιακό και απαιτεί προσωπικές και δύσκολες συλλογικές αποφάσεις.

5.Ο Φόβος ότι έχουν να χάσουν πολλά

Κάπως έτσι έρχεται και ο φόβος για τα στελέχη του προοδευτικού χώρου, που ακινητοποιεί κάθε διάθεση για σύγκρουση, ρίσκο, κινητοποίηση και λήψη σημαντικών στρατηγικών αποφάσεων. Ακόμη και η συζήτηση για συγκλίσεις των προοδευτικών δυνάμεων, μια κατεξοχήν προωθητική διαδικασία, που αφορά την επόμενη μέρα, γίνεται στη βάση του φόβου ότι αν παραμείνουμε όπως είμαστε έχουμε να χάσουμε πολλά και εξ’ αυτού η βάση της κουβέντας είναι η άθροιση των διαρκώς μειούμενων ποσοστών και όχι μια προγραμματική συμφωνία.

Υπάρχει μια ιστορία, μάλλον άγνωστη, που αφορά τον Αλέξη Τσίπρα και σχετίζεται με όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά του σημερινού προοδευτικού πολιτικού προσωπικού. Πίσω στο 2014 και λίγες εβδομάδες πριν τις ευρωεκλογές ο Αλέξης Τσίπρας ενημερώνεται τυχαία από ένα μέλος του ΣΥΡΙΖΑ, ότι στη Θεσσαλονίκη έχει γίνει μια κατάληψη προσφύγων, μετά την χρεοκοπία λόγω κακοδιαχείρισης της ΜΚΟ που είχε αναλάβει τη φροντίδα τους. Το κλίμα απολύτως εχθρικό, ο ΣΥΡΙΖΑ στο στόχαστρο για το μεταναστευτικό, επιχειρηματίες γλυκοκοιτάζουν το κτίριο και στην κατάληψη δεν είναι καν μπλεγμένα μέλη του κόμματος. Ο Τσίπρας ένα απόγευμα όμως ανεβαίνει στη Θεσσαλονίκη και εμφανίζεται με τα κανάλια μπροστά στον πρώην ξενώνα οικογενειών. Στην είσοδο ενημερώνεται ότι οι ένοικοι, γυναίκες και παιδιά κυρίως, έχουν κολλήσει ψώρα -υγειονομική βόμβα έγραφαν τότε οι εφημερίδες- και εφόσον θέλει να μπει να το πράξει με δική του ευθύνη και προσεχτικά. Την επόμενη μια ώρα, ο τότε αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι - χωρίς τις κάμερες - αγκαλιά με τα πιτσιρίκια του ξενώνα και συνομιλεί με τους γονείς τους και τους αλληλέγγυους. Βγαίνοντας θα κάνει και μια δήλωση που έλεγε περίπου «είμαστε μαζί τους και μην διανοηθείτε να τους πειράξετε».

Η ιστορία δεν έχει αξία για το προφίλ του ίδιου Τσίπρα ή για το θάρρος του. Άλλωστε υπάρχουν πιο προφανείς αναφορές για αυτό που περιγράφουν και όλο το ΣΥΡΙΖΑ της περιόδου εκείνης. Αποτυπώνει όμως πως όταν σε ενδιαφέρει η πολιτική, γνωρίζεις ποιους εκπροσωπείς, δουλεύεις, δεν ψαρώνεις από τον θαυμασμό για τον αντίπαλο και πιστεύεις σε κάτι, υποχωρεί και ο φόβος για τις επιπτώσεις των κινήσεων σου. Κάπως έτσι τα μικρά – μικρά της πολιτικής, γίνονται σπουδαία και συγκροτούν το μεγάλο, ακόμη και αν δεν σου δίνουν τίποτα τη στιγμή που συμβαίνουν. Και αυτός είναι και ο τρόπος μεταξύ άλλων που οδήγησε το ΣΥΡΙΖΑ και τα στελέχη του στην κυβέρνηση ή το ΠΑΣΟΚ το ‘81.

Είναι μια κατάσταση που γυρίζει;

Τα παραπάνω με συνειδητό ή ασυνείδητο τρόπο δεν αφορούν μόνο το ΣΥΡΙΖΑ, το ΠΑΣΟΚ και τη Νέα Αριστερά που είναι τα φαβορί για μια τέτοιου τύπου κριτική, αλλά το σύνολο της Αριστεράς και του Κέντρου. Το αποτέλεσμα είναι να βρισκόμαστε εγκλωβισμένοι μεταξύ όσων πρόδωσαν την ιστορική τους αποστολή και όσων αντιλαμβάνονται με όρους προσωπικής συναισθηματικής εμπλοκής την παρουσία τους σε μια ηττημένη αριστερά της δύσης του 20ου αιώνα.

Ο πραγματικός φόβος είναι ότι τα κατεξοχήν ακροατήρια της Αριστεράς θα την απαρνηθούν όταν συνειδητοποιήσουν ότι η ένταξη τους σε αυτή ή έστω η εκχώρηση της εκπροσώπησης τους δεν τους επιτρέπει να βελτιώσουν τους πνευματικούς και υλικούς όρους της ζωής τους. Έτσι είναι επιτακτική ανάγκη πλέον για τα πολιτικά στελέχη της Αριστεράς να βρουν έναν τρόπο να διαπραγματευτούν τον τρόπο και το αποτέλεσμα της άσκησης της πολιτικής τους, με αυτούς που επηρεάζονται πραγματικά από αυτόν.

Το πρώτο βήμα είναι προφανώς να καταδείξουν ότι δεν λειτουργούν μόνο γιατί θέλουν να διατηρήσουν τις θέσεις τους. Εφόσον πιστεύουν πραγματικά ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει αποτύχει σε οικονομικό, κοινωνικό, περιβαλλοντικό, γεωπολιτικό και θεσμικό επίπεδο, τότε μια αρχή είναι να περιγραφεί η εναλλακτική. Η επικράτηση Μητσοτάκη στηρίχτηκε στο αφήγημα της διαχειριστικής ικανότητας και της μεταρρυθμιστικής διάθεσης. Σε θέματα εφαρμοσμένης πολιτικής, που στην εξαετία της διακυβέρνησης του έγιναν πράξη και στα οποία η αντιπολίτευση δεν παρουσίασε μια οργανωμένη αντιπαραθετική πρόταση.

Αυτό γίνεται μόνο με δουλειά, όσο δύσκολο είναι να το ξαναπιάσεις μετά από χρόνια και να βρεις και πάλι μια ρουτίνα ενδιαφέροντος και εργασίας. Πολλοί καλλιτέχνες λένε πως όταν στερούνται έμπνευσης, κάθονται μπροστά στα λευκά χαρτιά, χαράσσοντας λέξεις, γραμμές και νότες, μέχρι να μπουν σε μια ροή και να επανέλθει η δημιουργικότητα τους. Χωρίς εγγύηση αποτελέσματος, δεν ακούγεται δα και τόσο δύσκολο να ξεκινήσεις.

Αν όμως και αυτό φαντάζει ακατόρθωτο σήμερα, αρχικά ας ακούσουν τι έχει να πει ο κόσμος και ας τον γνωρίσουν. Το Die Linke που διαβάζουμε καθημερινά πως πέτυχε γιατί ακολούθησε ένα μείγμα παραδοσιακής και digital καμπάνιας, πήγε πόρτα – πόρτα σε 600.000 σπίτια για να ακούσει τους δυνητικούς ψηφοφόρους του και να καταλάβουν ποια θέματα αποτελούν κριτήριο ψήφου. Μια τέτοια διαδικασία, σε συνδυασμό με κάποιες έρευνες θα δώσουν τα περιεχόμενα τουλάχιστον για τη δουλειά που θα ακολουθήσει.

Χρόνος υπάρχει, ειδικά σε συνθήκη μεγάλης και γρήγορης μεταβλητότητας της ψήφου όπως η σημερινή. Η δημοσκοπική άνοδος της Ζωής Κωνσταντοπούλου, αποδεικνύει αυτό που φαινόταν εδώ και περισσότερο από ένα χρόνο. Ένα εκλογικό ακροατήριο ικανό να ανατρέψει το σημερινό status quo, με το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της συγγενούς με το χώρο πολιτικής ταύτισης, που δεν εκφράζει τεράστιες απαιτήσεις, αλλά αναζητά άμεσα την εκπροσώπηση του. Η Κωνσταντοπούλου κερδίζει -μάλλον συγκυριακά και πρόσκαιρα – εξαιτίας του πάθους με το οποίο καταπιάνεται με την πολιτική, ενώ παράλληλα δείχνει όσα λέει να τα πιστεύει.

Οποιαδήποτε συζήτηση για συγκλίσεις και αν γίνει και οποιοδήποτε σενάριο φαντάζει πετυχημένο από το εξωτερικό και υιοθετηθεί , είτε λέγεται λαϊκό μέτωπο, είτε «κάντο όπως το Di Linke» είναι καταδικασμένο να αποτύχει αν δεν συνοδεύεται από μια καθαρή, συγκροτημένη και μεροληπτική πρόταση πολιτικής, που θα την παρουσιάζουν πρόσωπα με διάθεση να ρισκάρουν ακόμη και αν ηττηθούν ολοκληρωτικά.

Κλείνω με το εξής. Το μεγαλύτερο τμήμα του πολιτικού προσωπικού του, ας πούμε, προοδευτικού πόλου δεν είναι ούτε ανίκανο, ούτε απαρτίζεται από ιδιοτελείς ανθρώπους. Η ζωή τα έφερε έτσι και το εννοώ. Μια αλληλουχία γεγονότων και πολιτικών επιλογών που τα καθόρισε σε πολλές περιπτώσεις η λεπτομέρεια των συμβάντων ή το τυχαίο σμπαράλιασε το αναμενόμενο και έφερε το απρόβλεπτο. Τα περιθώρια ανάταξης, rebranding που είναι και της μόδας, των προσώπων και των φορέων και εν τέλει ανατροπής μιας κατάστασης, όχι απλά δεν έχουν εξαντληθεί, αλλά οι συνθήκες είναι μάλλον ευνοϊκές. Η ιστορία είναι γεμάτη τέτοια παραδείγματα, με τελευταίο για να μην πάμε μακριά, την ανασυγκρότηση της Νέας Δημοκρατίας το 2016. Αλλά η διαδικασία αυτή απαιτεί μέθοδο και λήψη αποφάσεων υπαρξιακού χαρακτήρα.

(Ο Λευτέρης Αρβανίτης είναι δημοσιογράφος)