Πραγματοποιήθηκε σε καλό κλίμα η επίσκεψη του Τούρκου Υπουργού των Εξωτερικών κ, Φιντάν, στην Αθήνα. Και οι δυο υπουργοί προσπάθησαν να κρατήσουν τις συζητήσεις και τις δηλώσεις που ακολούθησαν σε ένα πολιτισμένο κι ευπρεπές κλίμα, που επιτρέπει τη διατήρηση του, που επιτρέπει τη συνέχεια των συζητήσεων και στον μέλλοντα χρόνο, χωρίς επανέναρξη των υπερπτήσεων και των παραβιάσεων εκ μέρους της Τουρκίας. Αυτό φανερώνει την πρόθεση της Τουρκίας να απαλύνει τη συμπεριφορά της και να εξομαλύνει τις σχέσεις της με την Αθήνα για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Ακόμα και η αποφυγή από το στόμα του κ. Φιντάν της χρήσης του όρου «τουρκικός» αναφερόμενος στη μουσουλμανική μειονότητα και η αντικατάσταση του με τον όρο «ομογενής» αποτελεί ένδειξη της προσπάθειας που κατέβαλε για αποφυγή ερεθισμών. Εξάλλου η αναφορά του στην προοπτική εξομάλυνσης των σχέσεων, ώστε οι δυο γείτονες να ζουν ειρηνικά, ως καλοί γείτονες, αποτελεί την κορωνίδα των δηλώσεων του, που αποτελεί και έναν καλό οιωνό για το μέλλον των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Και ο κ. Γεραπετρίτης στην ομιλία του, στη διάρκεια των δηλώσεων που ακολούθησε των συνομιλιών, ήταν εξαιρετικά συναινετικός, αν και περισσότερο ειλικρινής, καθώς τόνισε την αδυναμία εξεύρεσης λύσης για την έναρξη διαπραγματεύσεων για τη μόνη διαφορά των δυο χωρών που η Ελλάδα αποδέχεται και δέχεται να διαπραγματευθεί με την Τουρκία, δηλ. τη διαφορά για την οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ.
Αυτά είναι τα θετικά της συνάντησης. Στα αρνητικά της θα μπορούσαμε να επισημάνουμε την απουσία προόδου στην ουσία των συζητήσεων. Οι δυο πλευρές εμμένουν σταθερά στις θέσεις του, η Ελλάδα για τη μοναδική διαφορά, η Τουρκία για μια «ολιστική προσέγγιση», δηλ. για μια συμπερίληψη στις διαπραγματεύσεις και άλλων θεμάτων, όπως το θέμα του εύρους της αιγιαλίτιδας, ή το θέμα της αποστρατιωτικοποίησης σε συνδυασμό με το νεότευκτο τουρκικό επιχείρημα ότι αυτή συνδέεται με την κυριαρχία, ή το θέμα της μειονότητας, κλπ.
Μάλιστα ο κ. Φιντάν ισχυρίστηκε ότι οι διεκδικήσεις ή οι αιτιάσεις αυτές αποτελούν στοιχεία συνδεδεμένα με τη διαφορά για την υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ και δεν είναι δυνατόν να αποκοπούν. Στην πρόταση της ελληνικής πλευράς που, από πληροφορίες μου έγινε από το κ. Γεραπετρίτη, να εξεταστεί χωριστά το θέμα της υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ από τις άλλες διαφορές, ο κ. Φιντάν επιφυλάχθηκε να απαντήσει. Κι όμως αυτό θα μπορούσε να λύσει τον γόρδιο δεσμό του αδιεξόδου των διαπραγματεύσεων.
Τα αποτελέσματα, λοιπόν, της συνάντησης θα μπορούσαν να θεωρηθούν ήκιστα ικανοποιητικά. Πολλοί μάλιστα σχολιαστές θεωρούν ότι δεν υπήρχε λόγος να πραγματοποιηθεί, καθώς τα αποτελέσματα της θα ήταν πενιχρά. Κι ότι οι ελληνική κυβέρνηση διέκρινε ένα παράθυρο ευκαιρίας εκεί που δεν υπήρχαν παρά οι παράλογες αξιώσεις της γείτονος για ολιστική προσέγγιση των λεγόμενων διαφορών.
Η αλήθεια, πάντως, είναι διαφορετική. Η ελληνική κυβέρνηση διέκρινε αυτό το παράθυρο ευκαιρίας από τις δηλώσεις του Προέδρου, κ. Ερντογάν, στη Νέα Υόρκη, όταν ενώπιον της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, δήλωνε ότι είναι ώριμες οι δυο χώρες να εξετάσουν τη διαφορά για υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ. Πράγμα που οδήγησε την Ελλάδα να πιστέψει ότι η Τουρκία εγκατέλειπε τις υπερβολικές αξιώσεις και προσαρμοζόταν σε μια ρεαλιστική προσέγγιση. Κάτι που ο κ. Ερντογάν εγκατέλειψε με την επιστροφή του στην Άγκυρα, και την αναθεώρηση της πρότασης, που αυτήν τη φορά περιείχε το αίτημα της ολιστικής προσέγγισης.
Μου θυμίζει αυτή η στάση μια αντίστοιχη συμπεριφορά της Τουρκίας από το μακρύ παρελθόν, όταν στη συνάντηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή με τον Ντεμιρέλ, το 1975, συμφωνήθηκε η παραπομπή της διαφοράς της υφαλοκρηπίδας στο διεθνές Δικαστήριο Δικαιοσύνης, για να ακολουθήσει μια μεταστροφή του κ. Ντεμιρέλ, με την επιστροφή του στην Άγκυρα, κάτω από τις πιέσεις της αντιπολίτευσης.
Σε γενικές γραμμές η συνάντηση των δυο υπουργών δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως αποτυχία.
Πρώτον, γιατί κάθε συνάντηση με τους Τούρκους αποτελεί μια επιβεβαίωση της επανέναρξης των επαφών και, συνεπώς, της καλής επικοινωνίας των δυο χωρών ανάμεσα τους.
Δεύτερον, η συνάντηση διεξήχθη σε καλό κλίμα, πράγμα που κατά κάποιο τρόπο παγιώνει την ειρηνική περίοδο που έχει εγκατασταθεί στο Αιγαίο.
Τρίτον, αν ευσταθεί η πληροφόρηση μου για την πρόταση του Έλληνα Υπουργού των Εξωτερικών για την αποκόλληση της διαφοράς για την υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ από τις υπόλοιπες «διαφορές» που επικαλείται η Τουρκία, τότε η επιφύλαξη του Τούρκου ομολόγου του, μπορεί να μεταβληθεί σε αποδοχή της στο μέλλον. Κάτι που θα διευκολύνει τα μέγιστα την προσέγγιση των δυο κρατών για μια μονιμότερη ειρήνευση στην περιοχή, και την πραγματική αποκατάσταση της εμπιστοσύνης ανάμεσα στους δυο λαούς.
(Ο Χρήστος Ροζάκης είναι καθηγητής, πρώην υφυπουργός Εξωτερικών. Το άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από το Κ-Report)