Δεν είναι η πρώτη φορά που οι αμερικανικές προεδρικές εκλογές προσελκύουν το ενδιαφέρον ή τουλάχιστον την περιέργεια των Ευρωπαίων πολιτικών και πολιτών. Είναι ωστόσο μια από τις σπάνιες εκείνες συγκυρίες όπου οι βεβαιότητες για το τι θα συμβεί στην περίπτωση που επικρατήσει ο ένας ή ο άλλος υποψήφιος δεν υπερτερούν των αβεβαιοτήτων.
Στην περίπτωση του υποψηφίου του Ρεπουμπλικανικού κόμματος και πρώην προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ τα πράγματα είναι κάπως πιο ξεκάθαρα. Η πρώτη θητεία του 45ου ενοίκου του Λευκού Οίκου χαρακτηρίστηκε από απρόβλεπτη επιθετικότητα και αυξημένο προστατευτισμό. Το –μακρινό πια– 2019 η στιχομυθία μεταξύ του Τραμπ και της τότε Καγκελαρίου της Γερμανίας Άνγκελα Μέρκελ σχετικά με το πόσα αυτοκίνητα μάρκας Ford ή Chevrolet κυκλοφορούν στο Μόναχο αντικατόπτριζε την ανησυχία της Ουάσιγκτον για την απροθυμία της Ευρώπης να στηρίξει την εισαγωγή αμερικανικών αυτοκινήτων και αγροτικών προϊόντων. Με «προίκα» αυτή την προσέγγιση, όπως και την δεδομένη επιλογή περιορισμού της ευρωπαϊκής «ομπρέλας» ασφαλείας στο πλαίσιο της τραμπικής επαναδιαπραγμάτευσης των πολυμερών σχέσεων, ο πρώην πρόεδρος έχει απειλήσει να χτίσει «προστατευτικό τείχος» γύρω από τις ΗΠΑ. Αναμένεται, έτσι, να χρησιμοποιήσει τους δασμούς ως μοχλό πίεσης, για να επιτύχει βραχυπρόθεσμα πλεονεκτήματα για τις ΗΠΑ και να περιορίσει –ή ακόμα και να εγκαταλείψει– τα πολυμερή ρυθμιστικά σχήματα και τους θεσμούς που τα υπηρετούν.
Οι δασμοί και οι υψηλές αμυντικές δαπάνες είναι οι δύο βασικές οικονομικές απειλές που επισείει ο Τραμπ κατά της Ευρώπης, αν εκλεγεί πρόεδρος. Σε αυτές θα πρέπει να προστεθεί ασφαλώς και η νομισματική διάσταση. Είναι κοινό μυστικό πως ο Τραμπ θέλει να απαλλαγεί από τον Τζέρεμι Πάουελ, τον πρόεδρο της Fed, το συντομότερο δυνατόν, ούτως ώστε να πιέσει την Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ να επιταχύνει τον ρυθμό μείωσης των επιτοκίων, με απώτερο σκοπό την τόνωση της αμερικανικής οικονομίας.
Υπάρχει ασφαλώς και η ρωσο-ουκρανική σύρραξη, την οποία ο Τραμπ υπόσχεται να τερματίσει μέσα σε 24 ώρες, υπονοώντας προφανώς την απόσυρση της αφειδούς στρατιωτικής και οικονομικής στήριξης στο Κίεβο. Και παρά τις ανησυχίες όσων δικαίως επισημαίνουν τον κίνδυνο το ΝΑΤΟ να ζητά μεγαλύτερη συνεισφορά αμυντικών δαπανών για τη Βορειοατλαντική Συμμαχία, η αλήθεια είναι πως μια ευμεγέθης ομάδα κρατών –μαζί με ένα μεγάλο πια μερίδιο της γερμανικής κοινής γνώμης– καλοβλέπουν την προοπτική τερματισμού του πολέμου, προτιμώντας όλο και περισσότερο μια μερική επικράτηση της ρωσικής πλευράς από το δυσβάσταχτο ενεργειακό κόστος.
Και η Κάμαλα Χάρις; Στην περίπτωση εκλογής της νυν αντιπροέδρου των ΗΠΑ και υποψήφιας με το Δημοκρατικό Κόμμα υπάρχουν υψηλές προσδοκίες για συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Προσδοκίες που εδράζονται στην πεποίθηση πως η Χάρις θα προκρίνει την παρούσα νομισματική σταθερότητα και στο γεγονός ότι δεν έχει εκδηλώσει καμία πρόθεση για επιδείνωση των οικονομικών σχέσεων με την Ευρώπη.
Οι πιο έμπειροι ωστόσο επισημαίνουν δύο άγνωστους παράγοντες μιας ενδεχόμενης θητείας Χάρις: ο πρώτος είναι το γεγονός ότι η Χάρις δεν προτίθεται να διαφοροποιηθεί από τον νόμο Μπάιντεν για τη μείωση του πληθωρισμού (IRA), που θεωρήθηκε «πισώπλατη μαχαιριά» για τις πράσινες βιομηχανίες της ευρωπαϊκής ηπείρου. Το νομοσχέδιο, που περιλάμβανε φοροαπαλλαγές με στόχο την προσέλκυση επενδύσεων στην αμερικανική οικονομία, προβλέποντας εκτεταμένη χρηματοδότηση από την αμερικανική ομοσπονδιακή κυβέρνηση για την επόμενη δεκαετία, αποτελούσε την πλέον περίτρανη υπενθύμιση ότι στη σχέση μεταξύ των δύο πλευρών του Ατλαντικού τα οφέλη που αφορούν την εμπορική της διάσταση θα πρέπει να γέρνουν την πλάστιγγα υπέρ του Νέου Κόσμου. Για την ευρωπαϊκή οικονομία «ο νόμος IRA έχει γίνει δίκοπο μαχαίρι», εκτιμά το γερμανικό ίδρυμα Hans Böckler σε πρόσφατη μελέτη.
«Η προσέγγιση που επέλεξαν οι Αμερικανοί θέτει σε κίνδυνο τις βιομηχανίες και τις θέσεις εργασίας στην Ευρώπη, προκειμένου να ενισχυθούν οι πράσινες επενδύσεις στην Αμερική», σημειώνεται χαρακτηριστικά στη μελέτη. Και σε αυτή την κατεύθυνση πολύπειροι Γερμανοί πολιτικοί –όπως ο Γιόχαν Βάντεφουλ, αναπληρωτής επικεφαλής της κοινοβουλευτικής ομάδας των Γερμανών Χριστιανοδημοκρατών, και ο Μετίν Χάκνερβτι, εκπρόσωπος Διεθνών Σχέσεων του γερμανικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος– προειδοποιούν πως οι Ευρωπαίοι δεν πρέπει να έχουν αυταπάτες ούτε για τη Χάρις ούτε για την εμπορική πολιτική που θα υιοθετήσει. Πολλώ δε μάλλον που η ρητορική της επιλαχούσας για το προεδρικό χρίσμα των Δημοκρατικών περιστρέφεται γύρω από την ενίσχυση της εγχώριας μεσαίας τάξης, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τον μικρόκοσμο των επενδυτικών προτεραιοτήτων.
Υπάρχει και το άλλο «μαύρο κουτί» όμως. Εκείνο της εξωτερικής πολιτικής. Το στιγμιότυπο της υποδοχής των Αμερικανών αιχμαλώτων που επέστρεφαν στην πατρίδα κατόπιν συμφωνίας με τη Μόσχα, όταν η Χάρις όμνυε στη διαπραγματευτική αξία των… διαπραγματεύσεων, είναι χαρακτηριστικό της απειρίας της Καλιφορνέζας πολιτικού σε ζητήματα διεθνών σχέσεων. Και εδώ βέβαια μπορεί κανείς να διαβλέψει μια κάποια εξομάλυνση των ευρωατλαντικών σχέσεων, αν και μια πιθανή απαίτηση της Ουάσιγκτον για τη συνέχεια της δαπανηρής στήριξης στην Ουκρανία αναμένεται να εξαντλήσει την υπομονή των ευρωπαϊκών κοινωνιών. Μένει να αποδειχτεί πάντως κατά πόσον μια ενδεχόμενη κυβέρνηση Χάρις θα εξακολουθήσει να δίνει προτεραιότητα στην ανάσχεση της Ρωσίας, δεδομένου ότι, σε αντίθεση με τον Τζο Μπάιντεν, η αντιπρόεδρος των ΗΠΑ δεν διακατέχεται στην ίδια κλίμακα από την ψυχροπολεμικού χαρακτήρα νοοτροπία του 46ου προέδρου.
Υπάρχει και η κοινή συνισταμένη της Κίνας, όπου αμφότεροι οι υποψήφιοι «δίνουν τα ρέστα τους» για την ανάσχεση του σινικού δράκου. Πρόκειται όμως για μια σύμπτωση απόψεων την οποία καλούνται να πληρώσουν οι Ευρωπαίοι καταναλωτές, των οποίων οι κυβερνήσεις θα δεχτούν πιέσεις σε ακόμη ένα μέτωπο. Τέλος, η (χαλαρή ή σθεναρή) στήριξη των ΗΠΑ στο Ισραήλ θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη, γεγονός που εντείνει την διαδικασία διάλυσης σε μια σειρά αραβόφωνων κρατών, που νιώθουν ήδη μεγάλη την πίεση των μεταναστευτικών ροών από τη δοκιμαζόμενη Γάζα και τώρα από τον υπό κατάρρευση Λίβανο. Θα μπορούσε κάπου εδώ κανείς να διερωτηθεί αν θα είχε αξία –έστω και στο παρά πέντε– η συγκρότηση μιας ευρωπαϊκής στρατηγικής με στοιχειώδη ανεξαρτησία από τους σχεδιασμούς της Ουάσιγκτον. Αλλά ο χάρτης της πολιτικής γεωγραφίας των Βρυξελλών μας διδάσκει πως δεν είναι τόσο καλός καιρός για τόσο κρύα αστεία.
(Ο Βαγγέλης Δ. Μαρινάκης είναι Πολιτικός Επιστήμονας, ΜSc Δημόσιες Πολιτικές – H ανάλυση περιλαμβάνεται στο 22ο Δελτίο Διεθνών & Ευρωπαϊκών Εξελίξεων του Ινστιτούτου ENA)