Από τον Οκτώβριο 2023 ο Γενικός ΕνΔΤΚ (μηνιαίες παρατηρήσεις σε ετήσια βάση) της χώρας υπερβαίνει τον αντίστοιχο ΕνΔΤΚ των χωρών της ευρωζώνης (Γράφημα 1).
Στο 3,2% διαμορφώθηκε τον Απρίλιο o πληθωρισμός στην Ελλάδα, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στοιχεία της Eurostat, παραμένοντας για 7ο συνεχόμενο μήνα πάνω από τον μέσο όρο της ευρωζώνης η οποία κινήθηκε στο 2,4% κατά μέσο όρο. Ακόμη, σε μηνιαίο επίπεδο, ο πληθωρισμός στην Ελλάδα «ανέβηκε» κατά 0,9 της μονάδας.
Παράλληλα η Ελλάδα παρουσιάζει υψηλότερο πληθωρισμό τροφίμων από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης για ένδεκα συνεχείς μήνες όπως ευκρινώς διακρίνεται από τα στοιχεία του Γραφήματος 2. Ο Απρίλιος έκλεισε με σχεδόν τριπλάσια αύξηση τιμών τροφίμων στην Ελλάδα από ότι στην υπόλοιπη Ευρωζώνη (5,3% έναντι 1,9%) με το 5,3% να αποτελεί τη 2η μεγαλύτερη αύξηση τιμών στη ζώνη του ευρώ πίσω μόνο από τη Μάλτα που βρέθηκε στο 5,9%.
Ο πληθωρισμός στα τρόφιμα, συνεχίζει να αποτελεί και μείζον κοινωνικό θέμα, υποχώρησε ελάχιστα στο ακόμη υψηλό 5,3% ετησίως τον Απρίλιο, από 5,4% τον προηγούμενο Μάρτιο. Όμως, η ζημιά σε τμήμα της παραγωγής, που προξένησε η καταστροφική πλημμύρα από την καταιγίδα Daniel, σε συνδυασμό με την ανελαστική ζήτηση και τα ανθεκτικά περιθώρια κέρδους των παραγωγών, και ακόμη περισσότερο του λιανεμπορίου, απέτρεψαν την ταχύτερη επιβράδυνση του πληθωρισμού τροφίμων. Ταυτόχρονα, θα πρέπει να τονισθεί ότι μεγάλη πληθωριστική επίδραση άσκησε και το ελαιόλαδο, το οποίο παραδοσιακά σταθμίζεται με πολύ μεγαλύτερη βαρύτητα στον ελληνικό ΕνΔΤΚ (0,9% έναντι 0,2% στην Ευρωζώνη, το 2024). Η μέση τιμή του ελαιολάδου αυξήθηκε κατά +29,4% ετησίως το 2023 και κατά +63,7% ετησίως τον Απρίλιο του 2024, προσθέτοντας 0,5 π.μ. στην ετήσια μεταβολή του ΔΤΚ (από περίπου +0,2 π.μ. το 2023) και επεξηγώντας σχεδόν το 50% της αύξησης του συνολικού πληθωρισμού τροφίμων, κατά την ίδια περίοδο.
Εναρμονισμένος δείκτης τιμών καταναλωτή (ΕνΔΤΚ) και πυρήνας πληθωρισμού Ελλάδος- Ευρωζώνης (Ιανουάριος 2022- Δεκέμβριος 2023)
Από το Γράφημα 3 εύκολα συνάγεται ότι ο πυρήνας του πληθωρισμού (δηλαδή ο πληθωρισμός χωρίς τα προϊόντα ενέργειας και τα μη επεξεργασμένα τρόφιμα) καθ’ όλη τη διάρκεια του 2023 ήταν υψηλότερος από τον Εν ΔΤΚ γεγονός που σηματοδοτεί τη διάχυση των πληθωριστικών πιέσεων σχεδόν στο σύνολο της οικονομίας και συνεπώς την αντοχή του διαχρονικά.
Οι πληθωριστικές πιέσεις στα αγαθά οφείλονται στη διατήρηση του υψηλού περιθωρίου κέρδους των εταιριών (ειδικά στη λιανική αγορά καταναλωτικών αγαθών και ειδικότερα των τροφίμων) και στη μη σωστή προσαρμογή τους στην υποχώρηση των τιμών αρκετών πρώτων υλών, καθώς και άλλων εισαγόμενων παραγωγικών εισροών, κατά το 2023 και τους πρώτους μήνες του 2024. Αυτό όμως δε συνέβη στην Ελλάδα, λόγω ισχυρής ζήτησης καθώς και χρόνιων διαρθρωτικών αγκυλώσεων της ελληνικής αγοράς αλλά και των πρακτικών τιμολόγησης των διεθνών αλυσίδων διάθεσης μεταποιημένων προϊόντων και πρώτων υλών. Παρότι αυτή η επίδραση από το λεγόμενο «πληθωρισμό κέρδους» δείχνει πλέον να υποχωρεί, στο σύνολο του επιχειρηματικού τομέα, από το 2ο εξάμηνο του 2023, όπως αποτυπώνεται και στις τάσεις εξομάλυνσης της εταιρικής κερδοφορίας (το ακαθάριστο λειτουργικό πλεόνασμα του εταιρικού τομέα αρχίζει να μειώνεται ως ποσοστό στο ΑΕΠ μετά την κορύφωσή του κατά το 2022), εντούτοις εξακολουθεί να προκαλεί αυξήσεις στις τιμές των προϊόντων και να δημιουργεί οικονομική ασφυξία στα ελληνικά νοικοκυριά.
Ο Έλληνας πρωθυπουργός, τρεις εβδομάδες πριν από τις ευρωεκλογές, με τη γενικευμένη ακρίβεια να συνθλίβει νοικοκυριά και επιχειρήσεις, εμμέσως πλην σαφώς αναγνωρίζει την αναποτελεσματικότητα των «μέτρων Σκρέκα» και ψάχνει… σανίδα σωτηρίας στις Βρυξέλλες προκειμένου να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα που ταλανίζει τους πολίτες παρά τα όποια κυβερνητικά μέτρα. Αφού απέρριψε τον μηδενισμό ή τη μείωση του ΦΠΑ σε βασικά είδη και τα τρόφιμα όπως έκαναν άλλα ευρωπαϊκά κράτη-μέλη στράφηκε στην Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν παραπονούμενος για τις «αδικαιολόγητα υψηλές τιμές στις οποίες πωλούνται επώνυμα βασικά καταναλωτικά προϊόντα πολυεθνικών επιχειρήσεων σε σχέση με άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης».
Η απέλπιδα προσπάθεια, εν όψη ευρωεκλογών, της κυβέρνησης να βρει έναν τρόπο προκειμένου να δικαιολογήσει τις υψηλότερες τιμές που διάφορες πολυεθνικές επιχειρήσεις πωλούν τα προϊόντα τους στην Ελλάδα σε σχέση με άλλες Ευρωπαϊκές χώρες, την οδήγησε για ακόμη μια φορά στο χιλιοειπωμένο επιχείρημα ότι για το συμβάν αυτό την ευθύνη έχουν παράγοντες που δεν έχουν σχέση με την ίδια και την πολιτική της, αλλά τα κενά που υπάρχουν στο ευρωπαϊκό θεσμικό πλαίσιο που διέπει αυτά τα θέματα. Μάλιστα συγκεκριμενοποίησε διαμέσου του Υπουργού Επικρατείας ότι το πρόβλημα προέρχεται από την πρακτική που κατά κόρον εφαρμόζουν οι πολυεθνικές γνωστή ως territorial supply constraints. Οι εδαφικοί περιορισμοί εφοδιασμού είναι πρακτικές που χρησιμοποιούνται από πολυεθνικούς εταιρείες και εμποδίζουν τους λιανοπωλητές και τους χονδρεμπόρους να αγοράζουν προϊόντα σε μια χώρα της ΕΕ διαφορετική από την έδρα που βρίσκονται εγκαταστημένες ή την έδρα όπου λειτουργούν.
Ενώ η πρακτική αυτή δυνητικά μπορεί να εφαρμοστεί σε όλες τις χώρες της ΕΕ εφαρμόζεται με έντονο τρόπο στην Ελλάδα. Γιατί; Η απάντηση είναι απλή: οι πολυεθνικές εφαρμόζουν πρακτικές διακρίσεων, σε αγορές, όπως η ελληνική, με διάφορες δικαιολογίες, ενώ στην πραγματικότητα «το κάνουν γιατί μπορούν». Αυτό ευθέως αφορά στην αδυναμία(;) ή στη μη θέληση (;) της κυβέρνησης να προσπαθήσει να ελέγξει το πρόβλημα όσο μπορεί. Και σίγουρα μπορεί αρκετά. Απλά απουσιάζει η θέληση λόγω του ακραίου ιδεολογικού προσανατολισμού της, καθιστώντας την χώρα μας μπανανία των πολυεθνικών.
(Ο Κώστας Μελάς είναι καθηγητής Χρηματοοικονομικών και Τραπεζικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο)