Opinions

Κώστας Μελάς: Πολιτικές εξελίξεις μετά τις ευρωεκλογές

Κώστας Μελάς Κώστας Μελάς
Κώστας Μελάς: Πολιτικές εξελίξεις μετά τις ευρωεκλογές
O επόμενος (ή επόμενη) Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αφού διοριστεί από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, θα πρέπει να συγκεντρώσει την απόλυτη πλειοψηφία των ψήφων του Κοινοβουλίου (361 από τους 720).

Στην Ευρώπη ψηφίζουμε μέχρι και την Κυριακή για την ανανέωση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Σε πολλές χώρες, ξεκινώντας από την Ελλάδα, οι εκλογές βιώνονται ως εθνικές, γεγονός που ουσιαστικά δεν επιτρέπει στους ευρωπαίους πολίτες να έχουν αντίληψη για την ευρύτερη ευρωπαϊκή εικόνα.

Αμέσως μόλις κλείσουν οι κάλπες, θα κάνει την εμφάνισή του το γνωστό πρόβλημα που ακούει στην επιλογή των προσώπων που θα στελεχώσουν τις βασικές θέσεις των ευρωπαϊκών θεσμών: οι ηγέτες των 27 κρατών μελών και οι νεοεκλεγέντες ευρωπαίοι βουλευτές θα πρέπει να ασχοληθούν με το δύσκολο έργο να επιλέξουν το νέο Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αλλά και τους επιτρόπους που θα τον (ην) πλαισιώσουν, συμπεριλαμβανομένου του Ύπατου Εκπροσώπου για την Εξωτερική Πολιτική και την Πολιτική Ασφάλειας.

Πώς θα γίνουν οι διαπραγματεύσεις για αυτές τις νέες θέσεις; Τι μπορούμε να περιμένουμε; Και ποιες είναι οι θέσεις των διαφόρων ευρωπαϊκών χωρών σχετικά με τις τεράστιες προκλήσεις που θα πρέπει να αντιμετωπίσει η Ευρωπαϊκή Ένωση μετά την ψηφοφορία;

Στnν Ευρώπη θα ψηφίζουμε μέχρι και την Κυριακή, αλλά χάρη στις κάλπες και το γεγονός ότι το εκλογικό σύστημα είναι παντού αναλογικό με αρκετά χαμηλά όρια (που επιφυλάσσει πολύ λιγότερες εκπλήξεις από τα πλειοψηφικά συστήματα) μπορούμε ήδη να έχουμε μια ιδέα για το τι θα μπορούσε να είναι που αποτελείται από το επόμενο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (ΕΚ).

Αυτό είναι σημαντικό γιατί ο επόμενος (ή επόμενη) Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αφού διοριστεί από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, θα πρέπει να συγκεντρώσει την απόλυτη πλειοψηφία των ψήφων του Κοινοβουλίου (361 από τους 720). Με βάση τις προβλέψεις μπορούμε λοιπόν να αναλογιστούμε τις πιθανές νέες πλειοψηφίες που θα μπορούσαν να προκύψουν και να υποστηρίξουν την υποψηφιότητά τους.

Από τις πρώτες άμεσες εκλογές το 1979, και ειδικά όταν το Κοινοβούλιο απέκτησε μεγαλύτερες αρμοδιότητες και εξουσία λήψης αποφάσεων από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, ένας «μεγάλος συνασπισμός» του κέντρου μεταξύ των σοσιαλιστών (S&D) και των λαϊκών (ΕΛΚ) ανέκαθεν επικράτησε στο Ε.Κ. Αυτή η πλειοψηφία, πρέπει να πούμε, δεν υπάρχει στα χαρτιά: το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δεν συνδέεται με μια «κυβέρνηση της Ένωσης» με μια σχέση εμπιστοσύνης όπως αυτή που υπάρχει στις εθνικές κοινοβουλευτικές δημοκρατίες. Ωστόσο, απαιτείται πλειοψηφία (όπως αναφέρθηκε) τόσο για την εκλογή της νέας Επιτροπής όσο και για να αποτραπεί η συνεχής επιβράδυνση του κοινοβουλευτικού έργου με εξαντλητικές διαπραγματεύσεις και διασταυρούμενα βέτο. Αν και ασταθής και αποσπασματικός, ο μεγάλος συνασπισμός του κέντρου άντεξε μέχρι πριν από πέντε χρόνια, όταν η φθίνουσα ψήφος υπέρ των S&D και του ΕΛΚ κατέστησε απαραίτητη τη συμπερίληψη και των φιλελεύθερων (Ανανέωση της Ευρώπης) στην πλειοψηφία σε μόνιμη βάση.

Σήμερα οι δημοσκοπήσεις προβλέπουν ότι αυτή η κεντρική πλειοψηφία θα συνεχίσει να συρρικνώνεται και ότι οι χαμένες ψήφοι θα ρέουν προς την άκρα δεξιά πτέρυγα του συνασπισμού και συγκεκριμένα στους δύο σχηματισμούς : το ECR –Συντηρητικοί Μεταρρυθμιστές- και το ID –Ταυτότητα και Δημοκρατία- αλλά και προς μια ολοένα και μεγαλύτερη μερίδα βουλευτών που δεν ανήκουν σε κάποιο σχηματισμό, ή βουλευτές που περιμένουν να βρουν τη δική τους πιθανή θέση.

Υπάρχει μεγάλη πιθανότητα οι δύο ακροδεξιοί σχηματισμοί - ECR και ID- μαζί με τους ψήφους του κόμματος του Όρμπαν αλλά και με την προσχώρηση διαφόρων μεμονωμένων βουλευτών ουσιαστικά να αποτελούν τον πρώτο σχηματισμό σε έδρες στο νέο κοινοβούλιο κάτι που τους καθιστά σοβαρούς παίκτες όχι μόνο στην επιβολή των απόψεών τους σε διάφορα ψηφίσματα και αποφάσεις , αλλά και στο να θέσουν θέμα της συμμετοχής τους στη διακυβέρνηση της ΕΕ . Είναι γνωστά τα σενάρια που αναπτύχθηκαν μετά την προσέγγιση της πρωθυπουργού της Ιταλίας Μελόνι και της νυν προέδρου της Επιτροπής Φον ντερ Λάιεν.

Παρά αυτές τις αλλαγές, και αποκλείοντας τυχόν εκπλήξεις στις κάλπες, η συμμαχία μεταξύ ομάδων ικανών να ξεπεράσει την απόλυτη πλειοψηφία των 361 ψήφων θα πρέπει να είναι και πάλι ο μεγάλος συνασπισμός του κέντρου (που δίνεται από τις κάλπες στις 389 έδρες). Ένας κεντροαριστερός συνασπισμός συμπεριλαμβανομένων των σοσιαλιστών, των πρασίνων και της αριστεράς (GUE/NGL) θα σταματούσε στις 215 ψήφους, ενώ ένας δεξιός συνασπισμός με ΕΛΚ, ECR και ID θα έφτανε τις 315.

Ωστόσο, τα πράγματα είναι αρκετά περίπλοκα γιατί στη σημερινή συγκυρία ο παραδοσιακός «νικητής» συνασπισμός εμφανίζεται όλο και πιο αμφιλεγόμενος και ασταθής. Δεν είναι τυχαίο ότι στο συνέδριο του ΕΛΚ τον Μάρτιο του 2024 που επέλεξε την Πρόεδρο της Κομισιόν Φον ντερ Λάιεν ως κύριο υποψήφιο, τα «όχι» αντιπροσώπευαν σχεδόν το 18%. Όχι ακριβώς ομόφωνη υποστήριξη.

Εφαρμόζοντας τον μεγάλο συνασπισμό, ένα ποσοστό εξέγερσης 18% θα σήμαινε απώλεια 70 βουλευτών έναντι 319 ψήφων, πολύ λιγότερο από την απαραίτητη πλειοψηφία. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο όποιος οριστεί Πρόεδρος της Επιτροπής από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο θα χρειαστεί επίσης να κάνει διάλογο με άλλες πολιτικές ομάδες στο Κοινοβούλιο, με την ελπίδα να συγκεντρώσει περισσότερες ψήφους και να μην χάσει πάρα πολλούς από τους βουλευτές του «μεγάλου συνασπισμού». Από την άλλη, την περασμένη φορά η ίδια η Von der Leyen όχι μόνο δεν ήταν η υποψήφια που επέλεξε το ΕΛΚ αλλά εξελέγη και χάρη στις ψήφους του ιταλικού M5S – κίνημα πέντε αστέρων, που σήμερα βρίσκεται, υπό την ηγεσία του Κόντι πιο κοντά στην κεντροαριστερά..

Για τον επόμενο Πρόεδρο της Επιτροπής, ακόμη και ενώπιον του Κοινοβουλίου, θα χρειαστεί να ξεπεραστεί το εμπόδιο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Οι ηγέτες των 27 χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα συναντηθούν ανεπίσημα στις 17 Ιουνίου και στη συνέχεια επίσημα στις 27-28 Ιουνίου, για να ξεκινήσουν διαπραγματεύσεις για το όνομα του Προέδρου και των 26 Επιτρόπων.

Για τον διορισμό του Προέδρου της Επιτροπής απαιτείται ειδική πλειοψηφία, την ίδια που χρησιμοποιεί το Συμβούλιο της ΕΕ στη συνήθη νομοθετική διαδικασία: δηλαδή τη σύμφωνη γνώμη τουλάχιστον του 55% των ευρωπαϊκών χωρών (άρα τουλάχιστον 15 από 27) που αντιπροσωπεύουν τουλάχιστον το 65% των πολιτών της Ένωσης.

Με την πρώτη ματιά, οι συντηρητικοί ηγέτες που ανήκουν στο ΕΛΚ φαίνεται να έχουν ένα σαφές πλεονέκτημα: 12 στους 27 αρχηγούς κρατών και κυβερνήσεων προέρχονται από κόμματα που ανήκουν στο ΕΛΚ, σε σύγκριση με 5 από τους σοσιαλιστές του S&D και άλλους 5 από οι φιλελεύθεροι της Renew Europe. Το κόμμα της Ιταλίδας πρωθυπουργού Giorgia Meloni ανήκει στην ομάδα ECR, όπως και αυτό του Τσέχου πρωθυπουργού Petr Fiala.

Ωστόσο, η απαιτούμενη διπλή πλειοψηφία περιπλέκει αυτούς τους υπολογισμούς. Παρά το γεγονός ότι οι σοσιαλιστές και οι φιλελεύθεροι, μαζί, μετρούν μόνο 10 ψήφους έναντι των 12 του ΕΛΚ, αντιπροσωπεύουν έως και το 55% των κατοίκων της Ένωσης, έναντι 27% του ΕΛΚ. Και πάλι, θα χρειαστούν λοιπόν επίπονες διαπραγματεύσεις για να βρεθεί ένα όνομα που θα απευθύνεται σε όλους τους ηγέτες που αποτελούν μέρος του παραδοσιακού «μεγάλου συνασπισμού». Από την άλλη πλευρά, αυτές οι τρεις ομάδες χωρών συγκεντρώνουν 22 ηγέτες που αντιπροσωπεύουν το 82% του ευρωπαϊκού πληθυσμού.

Τον περασμένο Απρίλιο, το Ευρωβαρόμετρο ρώτησε τους πολίτες των 27 χωρών μελών πόσο συμφωνούν με τη δήλωση: «Η χώρα μου θα ήταν καλύτερα εκτός ΕΕ». Το ποσοστό όσων απάντησαν «συμφωνώ αρκετά» ή «συμφωνώ απόλυτα» μας δίνει ένα μέτρο των συναισθημάτων ευρωσκεπτικισμού ή εχθρότητας προς την Ευρωπαϊκή Ένωση στα διάφορα κράτη μέλη.

Προκύπτει μια πολύ σαφής εικόνα, στην οποία οι χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης και εκείνες της πιο πρόσφατης εισόδου τείνουν να είναι πολύ λιγότερο θετικές προς την Ένωση από αυτές της Δυτικής και Βόρειας Ευρώπης. Ωστόσο, η Ιταλία, η ιδρυτική χώρα της ΕΕ και που σήμερα βρίσκεται στη δεύτερη θέση για τον ευρωσκεπτικισμό, πίσω μόνο από την Πολωνία, αποτελεί εξαίρεση. Έκπληξη από τη θετική πλευρά, ωστόσο, είναι η Ελλάδα που μόλις πριν από δέκα χρόνια βρισκόταν στο χείλος του «Grexit» και οι χώρες της Βαλτικής των οποίων η αντίληψη για την ΕΕ επηρεάζεται έντονα από την παρουσία της Ρωσίας στα σύνορά τους.

Όπως και να έχει, η επόμενη Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα πρέπει σίγουρα να λάβει υπόψη της την αξιοσημείωτη εξάπλωση των λιγότερο θετικών συναισθημάτων προς την ΕΕ σε τρεις από τις έξι ιδρυτικές χώρες: Ιταλία, Γαλλία και Βέλγιο.

(Ο Κώστας Μελάς είναι καθηγητής Χρηματοοικονομικών και Τραπεζικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο)