Σημαντικές αλλαγές στον τρόπο καταγραφής και παρακολούθησης της διακίνησης αλκοολούχων ποτών φέρνει νέα κοινή απόφαση του Υφυπουργού Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών και του Διοικητή της ΑΑΔΕ, η οποία δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 23 Δεκεμβρίου 2025. Με την απόφαση αυτή τροποποιείται το υφιστάμενο πλαίσιο που ίσχυε από το 2021 και αφορά το Ηλεκτρονικό Μητρώο Επιτηδευματιών Αλκοολούχων Ποτών και το Ηλεκτρονικό Σύστημα Ταυτοποίησης Αλκοολούχων.
Στόχος της ρύθμισης είναι να γίνει πιο σαφές και πιο λειτουργικό το σύστημα καταγραφής των αλκοολούχων ποτών, στο πλαίσιο εφαρμογής του νέου Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα. Μέσα από τις αλλαγές επιχειρείται να ενισχυθεί η ιχνηλασιμότητα των προϊόντων, να περιοριστούν φαινόμενα παραποίησης και παράνομης διακίνησης και να διευκολυνθούν οι έλεγχοι των αρμόδιων αρχών, χωρίς όμως να επιβαρύνεται ο κρατικός προϋπολογισμός.
Στο Ηλεκτρονικό Μητρώο υποχρεούνται να εγγραφούν όλες οι επιχειρήσεις και οι επαγγελματίες που, στο πλαίσιο της δραστηριότητάς τους, παράγουν, εισάγουν, μεταποιούν ή εμπορεύονται χονδρικά έτοιμα προς κατανάλωση αλκοολούχα ποτά. Η εγγραφή στο Μητρώο αποτελεί προϋπόθεση για τη νόμιμη δραστηριότητα των επιχειρήσεων αυτών και συνοδεύεται από την απόκτηση μοναδικού αριθμού επιτηδευματία.
Παράλληλα, οι ίδιες επιχειρήσεις υποχρεούνται να καταχωρίζουν στο Ηλεκτρονικό Σύστημα Ταυτοποίησης αναλυτικά στοιχεία για κάθε εισερχόμενη κίνηση αλκοολούχων ποτών, δηλαδή για κάθε παραγωγή, μεταποίηση, εισαγωγή από τρίτες χώρες ή παραλαβή από κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η καταχώριση γίνεται με βάση την ένδειξη παρτίδας του προϊόντος και περιλαμβάνει πληροφορίες όπως η ονομασία και η εμπορική επωνυμία, η ποσότητα, το είδος της συναλλαγής, τα παραστατικά που τη συνοδεύουν και τα στοιχεία του προμηθευτή ή του παραγωγού.
Ιδιαίτερη σημασία δίνεται και στον χρόνο καταχώρισης, καθώς οι επιχειρήσεις οφείλουν να ολοκληρώνουν την καταγραφή των στοιχείων μέσα σε πέντε εργάσιμες ημέρες από τη στιγμή που πραγματοποιείται η σχετική κίνηση και σε κάθε περίπτωση πριν από τη διάθεση των προϊόντων στην αγορά. Προβλέπεται επίσης δυνατότητα διόρθωσης λαθών, με την προϋπόθεση ότι διατηρείται το ιστορικό των αλλαγών και ότι δεν βρίσκεται σε εξέλιξη έλεγχος από τις αρμόδιες αρχές.
Τέλος, εισάγεται ρητή υποχρέωση ενημέρωσης του συστήματος σε περιπτώσεις που εντοπίζονται αλλοιώσεις ή ύποπτες ενδείξεις σε παρτίδες προϊόντων, ώστε να ενισχύεται η διαφάνεια και η προστασία της αγοράς και των καταναλωτών.




























