Τις τελευταίες ημέρες άνοιξε ξανά η δημόσια συζήτηση για την αύξηση των ηλικιακών ορίων συνταξιοδότησης. Την αφορμή έδωσε η έκθεση του ΟΟΣΑ για τα συνταξιοδοτικά συστήματα. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, η Ελλάδα είναι μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ που θα σημειωθεί η μεγαλύτερη γήρανση του πληθυσμού και η μεγαλύτερη μείωση του εργατικού δυναμικού τα επόμενα 25 χρόνια. Στη χώρα μας για κάθε 1 συνταξιούχο αναλογούν 1,65 εργαζόμενοι. Η αναλογία αυτή εκτιμάται ότι θα μειωθεί στο 1 προς 1,46 το 2030 και 1 προς 1,23 έως το 2050.
Αύξηση ορίων
Σύμφωνα με το ρεπορτάζ του Dnews, είναι πολύ πιθανή η αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης με βάση αυτή τη φθίνουσα αναλογία των εργαζομένων προς τους συνταξιούχους. Έως το τέλος του 2026 η κυβέρνηση θα επανεξετάσει το όριο των 67 ετών για συνταξιοδότηση με 15 χρόνια ασφάλισης και το όριο των 62 ετών με 40 χρόνια ασφάλισης, ανάλογα με το προσδόκιμο ζωής που θα αποτυπώσει η επικαιροποιημένη μελέτη της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής.
Να σημειωθεί ότι στην Ελλάδα 6 στους 10 συνταξιούχους (1,14 εκατομμύριο άτομα) παίρνουν σύνταξη κάτω από 1.000 ευρώ. Παράλληλα, σύμφωνα με τη Eurostat, αυξάνεται ο κίνδυνος φτώχειας για τους συνταξιούχους. Το 2017 το ποσοστό των συνταξιούχων που βρισκόταν κάτω από το όριο φτώχειας ήταν 9,5% και το 2024 αυτό το ποσοστό πήγε στο 21,4%.
Η βιωσιμότητα του συστήματος
«Με βάση τις επίσημες αναλογιστικές μελέτες της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής δεν υπάρχει πρόβλημα βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος για τα επόμενα χρόνια», είπε στο Dnews o Βαγγέλης Κουμαριανός, επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Κοινωνικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και συγγραφέας του βιβλίου «Η κοινωνική ασφάλιση ως θεσμός αλληλεγγύης» (εκδόσεις Τόπος). Ωστόσο, προσθέτει ο Κουμαριανός, «οι επίσημες μελέτες απέχουν από την πραγματικότητα γιατί στηρίζονται σε πολύ αισιόδοξες εκτιμήσεις για την πορεία της ελληνικής οικονομίας».
Κατά τον Βαγγέλη Κουμαριανό, «η απαξίωση της εργασίας αποτελεί το μεγαλύτερο πρόβλημα για ένα αναδιανεμητικό ασφαλιστικό σύστημα όπως το δικό μας, στο οποίο οι συντάξεις εξαρτώνται από τις εισφορές που καταβάλλουν οι νυν εργαζόμενοι. Η απαξίωση της εργασίας έχει δύο πλευρές. Η μία πλευρά είναι οι χαμηλοί μισθοί και η άλλη είναι ο σταθερά υψηλός δείκτης της ανεργίας. Η μείωση της ανεργίας τα τελευταία χρόνια δεν επαρκεί για τη στήριξη του ασφαλιστικού συστήματος, αφού οι δουλειές που δημιουργούνται, είναι χαμηλά αμειβόμενες. Με δυο λόγια, οι χαμηλοί μισθοί υπονομεύουν τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος. Αρνητικά επενεργούν επίσης οι μειώσεις των ασφαλιστικών εισφορών και η ανασφάλιστη εργασία, ιδιαίτερα των μεταναστών».
Το δημογραφικό
Το δεύτερο μεγάλο πρόβλημα είναι η μείωση του εργατικού δυναμικού. Ο Βαγγέλης Κουμαριανός επισημαίνει ότι «η μείωση του εργατικού δυναμικού οφείλεται τόσο στη δημογραφική συρρίκνωση όσο και στη μετανάστευση προς τις χώρες του κέντρου της ΕΕ. Το φαινόμενο αυτό έχει αφορά όλες τις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, αλλά στην Ελλάδα εμφανίστηκε πιο οξυμένο. Η συνεχιζόμενη διαρροή εργαζομένων προς τα άλλα μέλη της ΕΕ αποτελεί μείζον πρόβλημα όχι μόνο για το Ασφαλιστικό, αλλά συνολικά για την οικονομία».
Αναφέρει ακόμα ότι η «πολιτική για το δημογραφικό είναι αποσπασματική κι επικοινωνιακή. Το πρωί ανησυχούμε για το δημογραφικό, το μεσημέρι ψηφίζουμε το 13ωρο και το απόγευμα παραπονιόμαστε για τις καθηγήτριες που παίρνουν γονικές άδειες».
Τα ηλικιακά όρια
Ενδιαφέρον έχει η προσέγγιση του Κουμαριανού για την αύξηση των ηλικιακών ορίων συνταξιοδότησης: «Η αύξηση των ορίων ηλικίας είναι λογική για εργαζόμενους υψηλής εξειδίκευσης και αυξημένων αμοιβών. Αλλά η ελληνική αγορά εργασίας έχει ως επί των πλείστον θέσεις χαμηλής εξειδίκευσης και περιορισμένων αμοιβών. Σε αυτές τις θέσεις η αγορά δεν επιτρέπει την παράταση του εργασιακού βίου. Η ίδια η αγορά διώχνει αυτούς τους εργαζόμενους πριν πιάσουν ακόμα και τα σημερινά ηλιακά όρια. Μια ενδεχόμενη αύξηση των ηλικιακών ορίων θα είναι επωφελής για το ασφαλιστικό σύστημα αλλά θα λειτουργήσει τιμωρητικά για τους εργαζόμενους».






























