Σημαντική μετατόπιση στην ευρωπαϊκή φορολογική ατζέντα, αλλά με ελάχιστη πρόοδο στην υλοποίηση των σχετικών συστάσεων, καταγράφει νέα μελέτη της δεξαμενής σκέψης Bruegel, η οποία εξετάζει την περίοδο 2011-2025 στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου.
Η έκθεση συγκεντρώνει και ταξινομεί εκατοντάδες φορολογικές συστάσεις ανά εργαλείο και στόχο πολιτικής, αποκαλύπτοντας ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει προσανατολίσει εκ νέου τις προτεραιότητές της, χωρίς ωστόσο αυτό να συνοδεύεται από ουσιαστική εφαρμογή στα κράτη-μέλη.
Σύμφωνα με το Bruegel, η αρχική έμφαση της Επιτροπής στη μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης στην εργασία και τις μεταρρυθμίσεις στην κατανάλωση έχει υποχωρήσει, δίνοντας χώρο σε συστάσεις που επικεντρώνονται στη φορολογία κεφαλαίου, τη βελτίωση της φορολογικής διοίκησης και την ενίσχυση της περιβαλλοντικής φορολογίας. Η στροφή αυτή αντανακλά τις ολοένα ισχυρότερες πολιτικές πιέσεις για αντιμετώπιση της φοροαποφυγής πολυεθνικών εταιρειών, καθώς και τις κλιματικές δεσμεύσεις της ΕΕ στο πλαίσιο της Πράσινης Συμφωνίας.
Αντίστοιχη μεταβολή καταγράφεται και στους στόχους πολιτικής που αναδεικνύονται στις φορολογικές συστάσεις: από την κυριαρχία της ανάπτυξης και της δημοσιονομικής βιωσιμότητας στις αρχές της δεκαετίας, η έμφαση έχει μετατοπιστεί στην περιβαλλοντική μετάβαση και την πάταξη της φοροαποφυγής. Παρ’ όλα αυτά, η μελέτη εντοπίζει τα τελευταία δύο χρόνια μια επαναφορά της ανάπτυξης ως προτεραιότητας, εξέλιξη που αποδίδεται στις αυξανόμενες ανησυχίες για την ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής οικονομίας.
Παρά την αναδιάταξη των προτεραιοτήτων, το Bruegel σημειώνει ότι αυτή δεν προκύπτει από επιτυχημένη εφαρμογή προηγούμενων συστάσεων, αλλά από τη μεταβολή της πολιτικής ατζέντας της ίδιας της Επιτροπής. Λιγότερο από το 15% των φορολογικών συστάσεων έχει εφαρμοστεί πλήρως ή ουσιαστικά, ενώ η πλειονότητα παρουσιάζει μόνο «μερική» ή «περιορισμένη» πρόοδο. Σε μια ανομοιογενή εικόνα, χώρες όπως η Γαλλία και η Ελλάδα εμφανίζουν σχετικά καλύτερα ποσοστά υλοποίησης, ενώ άλλες, μεταξύ των οποίων η Γερμανία και η Ιταλία, κινούνται ιδιαίτερα χαμηλά.
Η έκθεση αποδίδει το χαμηλό επίπεδο εφαρμογής και στις διαρθρωτικές δυσκολίες του ευρωπαϊκού πλαισίου, υπενθυμίζοντας ότι η φορολογία αποτελεί πρωτίστως εθνική αρμοδιότητα και ότι οι φορολογικές πρωτοβουλίες σε επίπεδο ΕΕ απαιτούν ομοφωνία, γεγονός που περιορίζει καθοριστικά την επιρροή της Επιτροπής. Επισημαίνει επίσης ότι πολλές συστάσεις είναι υπερβολικά γενικόλογες για να λειτουργήσουν ως αποτελεσματικός οδηγός μεταρρυθμίσεων.
Το Bruegel καταλήγει ότι η βελτίωση της αποτελεσματικότητας απαιτεί σαφέστερη ιεράρχηση προτεραιοτήτων, πιο συγκεκριμένη διατύπωση συστάσεων, ισχυρότερη εθνική δέσμευση και μεγαλύτερη προσαρμογή στις ιδιαιτερότητες κάθε χώρας. Χωρίς αυτές τις αλλαγές, τονίζει, η απόσταση ανάμεσα στους ευρωπαϊκούς στόχους και την πραγματική εφαρμογή των φορολογικών μεταρρυθμίσεων κινδυνεύει να διευρυνθεί ακόμη περισσότερο.




























