Σε μια περίοδο που η Ελλάδα παραμένει στην κορυφή του παγκόσμιου τουριστικού χάρτη, τα νησιά της - τα οποία υποδέχονται σχεδόν τους μισούς από τους ξένους επισκέπτες της χώρας- καλούνται να αντιμετωπίσουν τη μεγαλύτερη ίσως πρόκληση της επόμενης δεκαετίας: τη διατήρηση της ελκυστικότητάς τους μέσα από σύγχρονες, ανθεκτικές και βιώσιμες υποδομές.
Σύμφωνα με τη νέα μελέτη της Διεύθυνσης Οικονομικής Ανάλυσης της Εθνικής Τράπεζας, οι επενδυτικές ανάγκες των νησιών υπολογίζονται σε 35 δισ. ευρώ έως το 2035, με στόχο την αναβάθμιση κρίσιμων τομέων όπως οι μεταφορές, η ενέργεια, η ύδρευση και η διαχείριση αποβλήτων. Η πρόκληση, όπως σημειώνεται, δεν αφορά μόνο την εξεύρεση των απαιτούμενων κεφαλαίων, αλλά και τη δημιουργία ενός αποτελεσματικού πλαισίου διακυβέρνησης, ικανού να συντονίζει προτεραιότητες, να κατευθύνει πόρους και να μετατρέπει τη χρηματοδότηση σε ολοκληρωμένα έργα.
Τα ελληνικά νησιά, που αποτελούν κατεξοχήν τουριστικούς προορισμούς, έχουν διπλασιάσει τις αφίξεις τα τελευταία 15 χρόνια, φτάνοντας τα 16 εκατομμύρια επισκέπτες το 2024. Η χώρα καλύπτει πλέον το 11% του παγκόσμιου νησιωτικού τουρισμού, ενώ επτά ελληνικά νησιά βρίσκονται στη λίστα των 30 πιο δημοφιλών προορισμών παγκοσμίως - στο ίδιο επίπεδο με εμβληματικά νησιά όπως το Μπαλί και η Χαβάη.
Πίσω όμως από αυτή τη δυναμική, αναδεικνύονται έντονες πιέσεις στις υποδομές. Κατά τους θερινούς μήνες, η τουριστική πυκνότητα στα νησιά φθάνει τους 33 επισκέπτες ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο ημερησίως – έναντι μόλις 2-3 στην υπόλοιπη Ελλάδα. Παρ’ όλα αυτά, οι επενδύσεις σε υποδομές την τελευταία 20ετία παραμένουν στα ίδια επίπεδα με εκείνες της ενδοχώρας, παρά τις πολλαπλάσιες ανάγκες.
Η μελέτη της ΕΤΕ εκτιμά ότι, για να ανταποκριθούν οι νησιωτικές οικονομίες στις αυξανόμενες απαιτήσεις, απαιτούνται επιπλέον 1 δισ. ευρώ ετησίως για την κάλυψη της εποχικής αύξησης του πληθυσμού και ακόμη 0,5 δισ. ευρώ για την αντιμετώπιση του πρόσθετου κόστους λόγω νησιωτικότητας. Έτσι, το συνολικό επενδυτικό κενό ανέρχεται σε 3,5 δισ. ευρώ ετησίως ή 35 δισ. ευρώ στη δεκαετία.
Η έκθεση υπογραμμίζει ότι η διεθνής συγκυρία δημιουργεί ευκαιρίες: η αυξανόμενη ζήτηση από αγορές υψηλής δαπάνης, όπως οι ΗΠΑ και η Ασία, αλλά και η τάση για ταξίδια εκτός αιχμής, προσφέρουν περιθώρια μετάβασης προς ένα μοντέλο βιώσιμης ανάπτυξης. Εφόσον τα ελληνικά νησιά εκμεταλλευτούν αυτές τις τάσεις, μπορούν να αυξήσουν τη μέση δαπάνη ανά τουρίστα κατά 15% έως το 2035 και να μειώσουν τη συγκέντρωση αφίξεων στους μήνες Ιούλιο – Αύγουστο.
Η δημιουργία ενός σταθερού και προβλέψιμου χρηματοδοτικού μείγματος αποτελεί βασική προτεραιότητα. Ήδη, οι ίδιοι πόροι των νησιών - περίπου 0,4 δισ. ευρώ ετησίως από τέλη διαμονής και κρουαζιέρας- μπορούν να συμβάλουν καθοριστικά, υπό την προϋπόθεση της θεσμοθέτησης της πλήρους ανταποδοτικότητας, ώστε τα έσοδα να επιστρέφουν στις τοπικές κοινωνίες. Παράλληλα, η μελέτη προτείνει την ενεργοποίηση Συμπράξεων Δημόσιου και Ιδιωτικού Τομέα, καθώς και τη μόχλευση ευρωπαϊκών εργαλείων, όπως το Ταμείο Ανάκαμψης και το ΕΣΠΑ, με τη στήριξη δανείων της ΕΤΕπ.
Η μεγαλύτερη όμως πρόκληση, σύμφωνα με την ΕΤΕ, παραμένει θεσμική. Ο κατακερματισμός αρμοδιοτήτων μεταξύ υπουργείων, περιφερειών και δήμων καθυστερεί την ωρίμανση έργων, ενώ το 75% των νησιωτικών δήμων δεν διαθέτει τεχνικές υπηρεσίες. Για να ξεπεραστεί αυτή η αδυναμία, η μελέτη εισηγείται τη σύσταση μιας Εθνικής Αρχής Υποδομών Νησιών, που θα αναλάβει τον στρατηγικό σχεδιασμό, τη χρηματοδότηση και την υλοποίηση των έργων.
Η νέα αυτή αρχή, υποστηρίζουν οι αναλυτές, θα πρέπει να πλαισιωθεί από το επικείμενο Ειδικό Χωροταξικό Πλαίσιο για τον Τουρισμό και από έναν μηχανισμό τεχνικής υποστήριξης και παρακολούθησης, με δείκτες απόδοσης και διαδημοτικά clusters μηχανικών. Παρόμοια μοντέλα στις Βαλεαρίδες και τις Αζόρες έχουν αποδείξει ότι η ενσωμάτωση αυτών των θεσμικών πυλώνων αυξάνει την αποτελεσματικότητα και επιταχύνει την υλοποίηση έργων.
Η μελέτη καταλήγει ότι οι επενδύσεις στις υποδομές θα καθορίσουν την πορεία του ελληνικού τουρισμού την επόμενη δεκαετία. Εφόσον υλοποιηθεί η αναγκαία στροφή στρατηγικής, οι τουριστικές εισπράξεις θα μπορούσαν να αυξηθούν κατά 45% –περίπου 5 δισ. ευρώ– με το ΑΕΠ των νησιών να ενισχυθεί από 24 δισ. ευρώ σε 30 δισ. ευρώ.
Η Ελλάδα, σημειώνει η ΕΤΕ, έχει πλέον την ευκαιρία να μετατρέψει την επιτυχία της σε διατηρήσιμο πλεονέκτημα. Το πραγματικό διακύβευμα της επόμενης δεκαετίας δεν είναι ο αριθμός των αφίξεων, αλλά η ικανότητα των νησιών να διαχειριστούν τη ζήτηση με όρους βιωσιμότητας, μετατρέποντας τον τουρισμό από πρόκληση σε κινητήριο δύναμη ανάπτυξης.




























