Με απόφασή του, το Συμβούλιο της Επικρατείας επιβεβαίωσε ότι η αμετάκλητη αθώωση σε ποινική δίκη δεν δεσμεύει τα διοικητικά δικαστήρια ως προς την επιβολή δασμών και φόρων, διατηρώντας σαφή διαχωρισμό ανάμεσα στη διοικητική και την ποινική δικαιοσύνη.
Η υπόθεση αφορούσε εταιρεία και τον νόμιμο εκπρόσωπό της, εις βάρος των οποίων οι τελωνειακές αρχές είχαν καταλογίσει δασμούς και φόρους για υπόθεση λαθρεμπορίας. Αν και το ποινικό δικαστήριο απάλλαξε τον εκπρόσωπο από τις κατηγορίες, το διοικητικό δικαστήριο έκρινε ότι η αθωωτική αυτή απόφαση δεν αίρει τις φορολογικές επιβαρύνσεις.
Κατά της απόφασης αυτής υποβλήθηκε αίτηση αναίρεσης, με τον βασικό ισχυρισμό ότι η ποινική απαλλαγή θα έπρεπε να έχει δεσμευτική ισχύ και στη διοικητική διαδικασία, καθώς φερόταν να ανατρέπει την αιτιολογία της τελωνειακής πράξης. Το Συμβούλιο της Επικρατείας, ωστόσο, απέρριψε την αίτηση, κάνοντας δεκτό ότι η δεσμευτικότητα ποινικών αποφάσεων περιορίζεται αποκλειστικά στις περιπτώσεις διοικητικών κυρώσεων, όπως τα πολλαπλά τέλη, και δεν επεκτείνεται στην επιβολή δασμών και φόρων. Οι τελευταίοι βασίζονται σε αντικειμενικά δεδομένα και όχι σε υποκειμενικά στοιχεία υπαιτιότητας.
Παράλληλα, το ανώτατο διοικητικό δικαστήριο απέρριψε και τον δεύτερο ισχυρισμό περί παραβίασης του τεκμηρίου αθωότητας και της αρχής «ne bis in idem», επαναλαμβάνοντας ότι η ύπαρξη φορολογικής υποχρέωσης μπορεί να διαπιστωθεί ανεξάρτητα από την ποινική ενοχή. Με την απόφαση αυτή, το ΣτΕ παγίωσε την αρχή ότι οι δασμολογικές και φορολογικές υποχρεώσεις κρίνονται με βάση τη δική τους αυτοτελή διοικητική διαδικασία και δεν συναρτώνται απαραίτητα με την έκβαση της ποινικής δίκης.
Ακολουθούν δύο παραδείγματα που αποτυπώνουν στην πράξη τη νομολογιακή αρχή που επιβεβαίωσε το Συμβούλιο της Επικρατείας:
-Μια επιχείρηση εισήγαγε προϊόντα από χώρα εκτός Ε.Ε., τα οποία δηλώθηκαν στο τελωνείο με σημαντικά χαμηλότερες τιμές από τις πραγματικές. Το τελωνείο, μετά από έλεγχο, καταλόγισε δασμούς και ΦΠΑ στη βάση της τεκμαρτής αγοραίας αξίας. Αν και ο νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας απαλλάχθηκε ποινικά από την κατηγορία της λαθρεμπορίας λόγω αμφιβολιών, το διοικητικό δικαστήριο επικύρωσε τον καταλογισμό, κρίνοντας ότι η επιβολή των φόρων στηριζόταν σε αντικειμενικά τελωνειακά δεδομένα, ανεξάρτητα από την ποινική υπαιτιότητα.
-Μια εταιρεία κατηγορήθηκε για παράνομη εισαγωγή υφασμάτων με καταστρατήγηση των ποσοστώσεων προέλευσης. Ποινικά, το Δικαστήριο την αθώωσε, κρίνοντας ότι δεν υπήρχαν αποδείξεις δόλου. Παρ’ όλα αυτά, οι τελωνειακές αρχές προχώρησαν σε καταλογισμό δασμών, καθώς το εμπόρευμα δεν συνοδευόταν από τα νόμιμα πιστοποιητικά. Το διοικητικό δικαστήριο έκρινε πως η αθώωση δεν αναιρεί την τελωνειακή υποχρέωση, αφού η επιβολή των δασμών βασίστηκε στην έλλειψη απαιτούμενων εγγράφων και όχι σε πρόθεση εξαπάτησης. Το ΣτΕ επιβεβαίωσε την κρίση αυτή.






























