Οι μεγάλες δυνάμεις παλεύουν επι δεκαετίες - αν όχι αιώνες - να εδραιώσουν την επιρροή τους στη Συρία.
Τα τελευταία 13 χρόνια που η χώρα μαστίζεται από εμφύλιο πόλεμο, Ρωσία, Ιράν και Χεζμπολάχ υποστηρίζουν το βάρβαρο καθεστώς Άσαντ, ενώ Τουρκία και ΗΠΑ χρηματοδοτούν και εξοπλίζουν διάφορες αντάρτικες ομάδες, μεταξύ των οποίων και ακραίους τζιχαντιστές.
Λίγο μετά την φυγάδευση Άσαντ στη Μόσχα, ο επικεφαλής της Χαγιάτ Ταχρίρ αλ-Σαμ (HTS) μίλησε την Κυριακή για «μια νέα ιστορία» που «γράφεται σε ολόκληρη την περιοχή». Ο Τζολάνι - που αποτελεί αναμφισβήτητα το πρόσωπο της εξέγερσης - υποστήριξε πως με σκληρή δουλειά η Συρία θα γίνει «φάρος για το ισλαμικό έθνος».
Αναλυτές προειδοποιούν τώρα πως οποιαδήποτε ουσιαστικά σταθερή μετάβαση θα πρέπει να βρει τρόπους να «φιλοξενήσει» όλες τις δυνάμεις της αντιπολίτευσης, καθώς και τους πρώην υποστηρικτές του Άσαντ.
Σήμερα ωστόσο ο Τζολάνι υποστήριξε πως οι αντάρτες θα δώσουν στη δημοσιότητα έναν κατάλογο πρώην ανώτερων αξιωματούχων «που εμπλέκονται στον βασανισμό του συριακού λαού». «Θα προσφέρουμε αμοιβές σε όποιον δώσει πληροφορίες για ανώτερους αξιωματικούς του στρατού και της ασφάλειας που εμπλέκονται σε εγκλήματα πολέμου», ανέφερε χαρακτηριστικά σε δήλωσή του στο Telegram.
Μετά τον πρώτο «ενθουσιασμό» για την πτώση ενός «ισόβιου» αιμοσταγή ηγέτη που χρησιμοποίησε μέχρι και χημικά όπλα ενάντια στον λαό του, αυτό που μένει είναι προβληματισμός και ανησυχία. Ήταν η Κυριακή η αρχή της «απελευθέρωσης» και της ανοικοδόμησης ή το προοίμιο για περισσότερη βία.
Θα μπορούσε κανείς με σχετική σιγουριά να πει πως ακόμη κι αν οι αντίπαλες ομάδες συμφερόντων στο εσωτερικό της Συρίας συμβιβάζονταν για μια κυβέρνηση «αντάξια του λαού της χώρας», κανένας από τους μεγάλους παίχτες δεν θα άφηνε αμαχητί την Συρία.
Οι βομβαρδισμοί των τελευταίων ημερών από Ηνωμένες Πολιτείες, Ισραήλ, Τουρκία, που ακολούθησαν το ρωσικό σφυροκόπημα λίγο πριν το οριστικό τέλος του Άσαντ, το επιβεβαιώνουν.
Η νέα πίστα μάχης του Ισραήλ
Την ώρα που γράφεται αυτό το κείμενο το Reuters μεταδίδει πως ισραηλινά στρατεύματα έχουν φτάσει στην Κατάνα - έξι μίλια από την νεκρή ζώνη που χωρίζει τα κατεχόμενα από το Ισραήλ Υψίπεδα του Γκολάν από την επικράτεια της Συρίας.
Το Ισραήλ έχει διεξάγει τρεις πολέμους με τη Συρία και έχει εμπλακεί σε ακόμη περισσότερες ένοπλες συγκρούσεις. Κατέλαβε το Γκολάν στα τελευταία στάδια του Πολέμου των Έξι Ημερών το 1967 και προσάρτησε μονομερώς τα δύο τρίτα της περιοχής το 1981.
Η κίνηση αυτή δεν αναγνωρίστηκε διεθνώς, ωστόσο ο Τραμπ φρόντισε να το κάνει μονομερώς στην πρώτη θητεία του.
Μιλώντας σε συνέντευξη Τύπου τη Δευτέρα, ο Ισραηλινός ΥΠΕΞ Γκίντεον Σάαρ δήλωσε ότι IDF έκαναν ένα «πολύ περιορισμένο και προσωρινό βήμα» στα Υψίπεδα του Γκόλαν αποκλειστικά για «λόγους ασφαλείας», ενώ τόνισε πως το Ισραήλ δεν ενδιαφέρεται να αναμειχθεί στις εσωτερικές υποθέσεις της Συρίας παρά μόνο για την υπεράσπιση των πολιτών του.
Αυτή ήταν η πρώτη είσοδος ισραηλινών στρατευμάτων στην περιοχή εδώ και 50 χρόνια.
Σε μόλις 48 ώρες από την πτώση του Άσαντ, οι ισραηλινές ένοπλες δυνάμεις κατέστρεψαν παράλληλα «τις κυριότερες στρατιωτικές εγκαταστάσεις στη Συρία» - μεταξύ των οποίων αεροδρόμια, ραντάρ, αποθήκες όπλων και πυρομαχικών, κέντρα έρευνας του στρατού - σε μια «προσπάθεια» να μην πέσει ο οπλισμός και ιδίως τα χημικά όπλα του Άσαντ στους ισλαμιστές.
Μέχρι σήμερα το Τελ Αβίβ προέβαλε τις επιχειρήσεις του κατά της Χαμάς και της Χεζμπολάχ ως καθοριστικές για την ανατροπή της κυβέρνησης Άσαντ. Τίποτα δεν προεξοφλεί πως μια νέα κυβέρνηση ισλαμιστών θα ευχαριστούσε περισσότερο τον Νετανιάχου.
Το διπλό στοίχημα του Ερντογάν
Όπως διαβάζουμε στο New York Times, η Τουρκία φαίνεται να είναι επί του παρόντος η ξένη δύναμη με τη μεγαλύτερη πρόσβαση και επιρροή στις ένοπλες ομάδες που ηγούνται της εξέγερσης στη Συρία.
Με δεδομένο πως η Άγκυρα έχει δύο κύριες ανησυχίες - τους Κούρδους και τους πρόσφυγες - δεν αποκλείεται στο εγγύς μέλλον να «κερδίσει» περισσότερες επιθέσεις κατά των Κούρδων της Συρίας, αλλά και επιστροφή των προσφύγων που βρίσκονται σήμερα στην τουρκική επικράτεια.
Στην ανατολική Συρία ζει ένας σημαντικός αριθμός Κούδων, τους οποίους η τουρκική κυβέρνηση θεωρεί συμμάχους των αυτονομιστικών ομάδων που δρουν στην χώρα. Την ίδια ώρα η Τουρκία φιλοξενεί σχεδόν τέσσερα εκατομμύρια Σύρους πρόσφυγες που διέφυγαν από τις διώξεις της κυβέρνησης Άσαντ και τους οποίους ο Ερνογάν θα ήθελε να δει να επιστρέφουν.
Η Άγκυρα έχει υποστηρίξει μια σειρά από διαφορετικές ομάδες ανταρτών που κατέχουν εδάφη κατά μήκος των συροτουρκικών συνόρων. Μία από αυτές τις ομάδες είναι και η HTS που ηγήθηκε της επίθεσης και ανέτρεψε τον Άσαντ - έχοντας προφανώς επωφεληθεί από τη στρατιωτική παρουσία της Τουρκίας στην περιοχή.
Ωστόσο, οι στενότεροι δεσμοί της Άγκυρας είναι με τον Συριακό Εθνικό Στρατό (SNA), οργάνωση - ομπρέλα που λειτούργησε σχεδόν ως πληρεξούσια της Άγκυρας.
Στο παρελθόν η ηγεσία της δήλωσε ότι έλαβε χρηματοδότηση και όπλα από την Άγκυρα, με αντάλλαγμα να απωθήσει τους Κούρδους της Συρίας από τα σύνορα.
Μόλις τις τελευταίες ημέρες, καθώς οι αντάρτες υπό την ηγεσία της Χαγιάτ Ταχρίρ αλ Σαμ έθεσαν υπό τον έλεγχό τους την πρωτεύουσα Δαμασκό, οι μάχες αναζωπυρώθηκαν μεταξύ του Συριακού Εθνικού Στρατού και των Κούρδων στη βορειοανατολική Συρία, με επίκεντρο τη Μανμπίτζ, μια πόλη που έλεγχαν μέχρι πρόσφατα οι δεύτεροι.
Η «παράδοξη» μάχη των ΗΠΑ κατά της τρομοκρατίας
Την Κυριακή - κι ενώ ο Άσαντ εγκατέλειπε την χώρα - οι Ηνωμένες Πολιτείες βομβάρδισαν μαχητές του ISIS, σε μια «αντιτρομοκρατική προσπάθεια» που, σύμφωνα με αξιωματούχους, δεν είχε καμία σχέση με την πτώση της Δαμασκού.
«Δεν πρέπει να υπάρχει αμφιβολία: δεν θα αφήσουμε το Ισλαμικό Κράτος να ανασυσταθεί και να εκμεταλλευτεί την τρέχουσα κατάσταση στη Συρία», δήλωσε ο στρατηγός Έρικ Κουρίλα σε ανακοίνωση της Centcom [της αμερικανικής στρατιωτικής διοίκησης για τη Μέση Ανατολή].
Σύμφωνα με το αμερικανικό αφήγημα, βασικό ζητούμενο των ΗΠΑ τώρα στη Συρία είναι η ήττα του Ισλαμικού Κράτους το οποίο διατηρεί παρουσία στο βορειοανατολικό και κεντρικό τμήμα της χώρας. «Παραδόξως» οι τζιχαντιστές της HTS - γνωστής στο παρελθόν ως Μέτωπο Αλ Νούσρα - δεν τους προβληματίζουν εξίσου.
Το 2019 ο Τραμπ απέσυρε τις περισσότερες αμερικανικές δυνάμεις από τη Συρία, αλλά περίπου 1.000 στρατιώτες ειδικών επιχειρήσεων των ΗΠΑ παραμένουν και συνεργάζονται στενά με τα συριακά κουρδικά στρατεύματα που εκπαιδεύονται από τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν όμως και τεράστια συμφέροντα από τον ενδεχόμενο διωγμό της Ρωσίας από τις ναυτικές εγκαταστάσεις της στην Ταρτούς - το μοναδικό λιμάνι της Μεσογείου για την επισκευή και την υποστήριξη ρωσικών πολεμικών πλοίων.
Εν μέσω του νέου ψυχρού πολέμου Ρωσίας - Δύσης, το ενδεχόμενο η Μόσχα να χάσει οριστικά την πρόσβαση στη Συρία θα μπορούσε να αποτελέσει τεράστιο στρατηγικό πλεονέκτημα για τις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά και μια ενδιαφέρουσα πρώτη δοκιμασία για το πώς ο Τραμπ θα χειριστεί τον Βλαντιμίρ Πούτιν.
Χαμένοι όσοι πόνταραν στον Άσαντ
Μεγάλοι χαμένοι της πτώσης του Άσαντ είναι το Ιράν - που βλέπει αποδεκατισμένο πλέον τον Άξονα της Αντίστασης - αλλά και η Ρωσία του Πούτιν.
Η σχέση Μόσχας - Δαμασκού χρονολογείται από την εποχή της Σοβιετικής Ένωσης, ενώ στο τέλος του Ψυχρού Πολέμου η Ρωσία είδε την κυβέρνηση (πατέρα) Άσαντ ως έναν κρίσιμο σύμμαχο στη Μέση Ανατολή, ο οποίος θα μπορούσε να αποτελέσει αντίβαρο στην αμερικανική παρουσία.
Κατά τη διάρκεια του συριακού εμφυλίου, η Μόσχα έθεσε ως προτεραιότητα τη διατήρηση του συμμάχου της στην εξουσία.
Αντιμετώπησε ακόμη το καθεστώς του Σύρου ηγέτη ως ανάχωμα κατά του ισλαμικού εξτρεμισμού της Αλ Κάιντα και του Ισλαμικού Κράτους. Η Ρωσία πούλησε όπλα στην κυβέρνηση Άσαντ, ανέπτυξε μαχητές της ομάδας Wagner, επέκτεινε τη ναυτική της βάση στην Ταρτούς και άνοιξε αεροπορική βάση κοντά στη Δαμασκό.
Με την πτώση του καθεστώτος Άσαντ, η Μόσχα κινδυνεύει τώρα να χάσει μεγάλο μέρος της επιρροής της στη Συρία, αν και οι αναλυτές εκτιμούν πως θα προσπαθήσει να διατηρήσει τη βάση της στην Ταρτούς, η οποία είναι το μοναδικό μεσογειακό λιμάνι για το στόλο της στη Μαύρη Θάλασσα.
Μεγάλο μέρος της στρατιωτικής της επιρροής στον Λίβανο και τη Συρία χάνει όμως και η Τεχεράνη.
Η σχέση του Ιράν με τη Συρία χρονολογείται σχεδόν 50 χρόνια πριν, όταν ο τότε πρόεδρος της Συρίας, Χαφέζ Άσαντ, υποστήριξε το Ιράν στον οκταετή πόλεμο με το Ιράκ. Καθώς το Ιράν οικοδόμησε ένα δίκτυο «ομοϊδεατών» σε όλη τη Μέση Ανατολή ως αντίβαρο κατά των Ηνωμένων Πολιτειών και του Ισραήλ, η Συρία ήταν το μόνο κράτος που έγινε μέρος αυτού που το Ιράν ονόμασε «Άξονα της Αντίστασης».
Η Συρία έγινε η κύρια χερσαία οδός ανεφοδιασμού του Ιράν για τη μεταφορά όπλων στη Χεζμπολάχ στο Λίβανο. Σε αντάλλαγμα, το Ιράν έστειλε στρατιωτικούς συμβούλους για να υποστηρίξει το καθεστώς Άσαντ κατά τη διάρκεια του εμφυλίου, μαζί με μαχητές της Χεζμπολάχ και δύο ταξιαρχίες - υπό τη διοίκηση των ιρανικών δυνάμεων Quds - που αποτελούνταν από πρόσφυγες από το Πακιστάν και το Αφγανιστάν που είχαν καταφύγει στο Ιράν.





























