Δεν πάνε και πολλά χρόνια από τότε που οι γιορτές ήταν μια ολόκληρη οικογενειακή περιπέτεια: η οικογένεια γύρω από το μεγάλο τραπέζι με τον απαραίτητο μπάρμπα που «θα κάτσει με την νεολαία», το εορταστικό μενού με τις σπεσιαλιτέ της θείας και της γιαγιάς, τα δώρα που επιλέγονταν εξαντλητικά, τα παιδιά που έβγαιναν για κάλαντα και μπορεί να έφταναν ασυνόδευτα μέχρι την άλλη άκρη της πόλης. Αν τα διηγηθεί αυτά κανείς σε έναν πιτσιρικά μάλλον θα ακούσει συγκαταβατικά ένα «οk, boomer» και θα μαζευτεί στη γωνίτσα του προσπαθώντας να καταλάβει πως άλλαξε τόσο γρήγορα ο κόσμος – ματαίως.
Πόσο απέχουν τα χριστούγεννα του αναλογικού από τον ψηφιακό κόσμο; Λίγα χρόνια μόλις, αλλά έτη φωτός. Όχι μονάχα γιατί η τεχνολογία αλλάζει όλη την εμπειρία, αλλά και γιατί οι κοινωνίες μας μετασχηματίζονται ιλιγγιωδώς. Σήμερα μια σειρά από εφαρμογές της Τεχνητής Νοημοσύνης αναλαμβάνουν από το να προτείνουν εορταστικό μενού και να ιδέες για να διακοσμήσεις το σπίτι σου, μέχρι play lists για το χριστουγεννιάτικο πάρτι, δώρο για τον κάθε δικό σου, μηνύματα για να στείλεις ευχές. Κι αν για κάποιο λόγο βρεθείς μόνος, ένα γιορτινό chat bot θα είναι εδώ για να σου κρατήσει συντροφιά.
Δυστοπία ή πρόοδος; Τεχνοφοβικοί και τεχνοουτοπιστές, παρακολουθούμε όλοι την τεχνητή νοημοσύνη να εξελίσσεται πιο γρήγορα από όσο θα μπορούσε κανείς να φανταστεί. Κι η ανθρώπινη ιστορία – η συλλογική μας ιστορία- μοιάζει να έχει μπει στον επιταχυντή. Αλλάζουν λοιπόν όλα με ορμή – ακόμα και τα Χριστούγεννα. Από όλες αυτές τις αλλαγές που φέρνει μαζί του αυτός ο «γενναίος, νέος κόσμος» μια φαίνεται ωστόσο να είναι η πιο σπαρακτική: άνθρωποι μέσα στη γιορτή που ολομόναχοι ανταλλάσσουν ευχές με ένα chatbot.
Μια σειρά έρευνες επιβεβαιώνουν αυτό που πολλοί διαισθανόμαστε: οι άνθρωποι νιώθουμε όλο και περισσότερο μόνοι και μάλιστα από πολύ νεαρή ηλικία. Από την gen z μέχρι τους boomers, ένα κύμα μοναξιάς σαρώνει τον πλανήτη. Ερευνητές από το Πανεπιστήμιο Emory των ΗΠΑ σε συνεργασία με Κολούμπια της Νέας Υόρκης και ιδρύματα στον Καναδά, τη Χιλή και το Πανεπιστήμιο, εξέτασαν στοιχεία από περισσότερα από 64.000 άτομα ηλικίας 50 - 90 ετών σε 29 χώρες της Βόρειας Αμερικής, της Ευρώπης, και της Μέσης Ανατολής. Η έρευνα καταρρίπτει αυτό που στερεοτυπικά έχουμε στο μυαλό μας, ότι τάχα οι ηλιόλουστες εξωστρεφείς χώρες του Νότου δεν υποφέρουν από μοναξιά. Είναι ακριβώς οι χώρες της νότιας και ανατολικής Ευρώπης που παρουσιάζουν τα υψηλότερα επίπεδα μοναξιάς, με πρωταθλήτριες την Ελλάδα και την Κύπρο (και οι δύο με σκορ 1,7), ακολουθούμενες από τη Σλοβακία (1,5) και την Ιταλία (1,3). Σε άλλη μελέτη του Πανεπιστημίου της Αριζόνα βασίστηκε σε σύνολα δεδομένων που αποτελούνταν από αντιπροσωπευτικά δείγματα ανθρώπων, ηλικίας 40-65 ετών, που ζούσαν σε 14 χώρες, καταγράφεται ότι η μοναξιά αυξήθηκε απότομα στους ενήλικες 40 – 65 ετών στην Ιταλία, την Ισπανία και την Ελλάδα.
Την έχουν χαρακτηρίσει ως επιδημία της σύγχρονης εποχής, άλλοι επιστήμονες λένε πια πως είναι ενδημική στις νεοφιλελεύθερες κοινωνίες, που δεν έχουν ισχυρά δίκτυα κοινωνικής προστασίας κι οι άνθρωποι εργάζονται με εξοντωτικούς ρυθμούς. Σε κάθε περίπτωση η μοναξιά είναι εμμένουσα και διαβρωτική. Κι αυτές τις «φωτεινές μέρες» ίσως και πιο άγρια. Το γιατί μας το εξηγεί η συμβουλευτική ψυχολόγος Ράνια Γιακουμάκη: «το αίσθημα μοναξιάς είναι πιο εμφανές τις γιορτινές μέρες και ιδιαίτερα αυτής των Χριστουγέννων. Η κοινωνική επιταγή του να είμαστε χαρούμενοι συχνά δεν συντονίζεται με το πως νιώθουμε μέσα μας κι αυτό εντείνει το συναίσθημα της μοναξιάς και της αποξένωσης. Συχνά οι άνθρωποι υποφέρουν όμως κρύβουν την θλίψη τους κάτω από ένα χαμόγελο».
«Πολλοί από εμάς φτάνουμε στην περίοδο των γιορτών εξουθενωμένοι και ταλαιπωρημένοι και οι κοινωνικές απαιτήσεις δύναται να μετατρέψουν τις γιορτές σε άλλη μια υποχρέωση, κάτι που σίγουρα μας αφαιρεί την χαρά και την απόλαυση. Κι άλλοτε στο γιορτινό τραπέζι μετράμε τις απώλειές μας - ένα αγαπημένο πρόσωπο που έχει φύγει από την ζωή, ένας χωρισμός που αλλάζει ριζικά τον τρόπο που γιορτάζουμε - αυτές οι αλλαγές θα ανακινήσουν επώδυνα συναισθήματα».
Άλλοι νιώθουν μόνοι κι άλλοι ζουν πραγματικά μόνοι. Και δεν είναι λίγοι πια εκείνοι που αναζητούν παρέα σε ένα bot – κάποιοι το παντρεύονται κι άλλοι λένε μαζί του τα κάλαντα.
Ο Κώστας Καρπούζης μελετά την πολιτισμική πληροφορική. Είναι Αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού. Όπως αναφέρει στο βιογραφικό του, «αναζητεί αλγορίθμους που κάνουν τα υπολογιστικά συστήματα περισσότερο προσαρμόσιμα στο πώς οι άνθρωποι αλληλεπιδρούν με αυτά, χρησιμοποιώντας έννοιες φυσικής αλληλεπίδρασης και τεχνητής νοημοσύνης». Και μας συστήνει τα bots που εξειδικεύονται στη χριστουγεννιάτικη συντροφιά. Πως ακριβώς δουλεύουν;
«Τα “bots συντροφιάς” βασίζονται κυρίως σε μεγάλα γλωσσικά μοντέλα, σαν το ChatGPT, τα οποία έχουν εκπαιδευτεί σε τεράστιο όγκο κειμένων ώστε να προβλέπουν αποτελεσματικά τις επόμενες λέξεις σε έναν διάλογο που ξεκινά από τον χρήστη», λέει ο Καρπούζης. «Στην περίπτωση της χριστουγεννιάτικης συντροφιάς, προστίθενται ειδικά σενάρια, φίλτρα και στρατηγικές συναισθηματικού «χειρισμού»: ευχές, αναμνήσεις, θρησκευτικά ή οικογενειακά μοτίβα, σε καθησυχαστικό ή συγκαταβατικό τόνο. Τα bots δεν «καταλαβαίνουν» από μοναξιά ή γιορτές, αναγνωρίζουν μόνο μοτίβα λόγου που οι άνθρωποι συνδέουμε με οικειότητα. Η αίσθηση συντροφιάς προκύπτει από την αίσθηση απόκρισης στα prompts που δίνουμε και τη συνεχή διαθεσιμότητά τους, όχι από πραγματική συναισθηματική σχέση».
Τι είδους σχέση τάχα είναι αυτή που φτιάχνουν οι άνθρωποι με μια μηχανή; Τι είναι αυτό που φέρνει κοντά την ψυχή με τον αλγόριθμο; Και τι κενό είναι αυτό που αφήνουν οι άλλοι του είδους μας ώστε να τον καλύπτουμε μέσα από μια οθόνη; «Η σχέση που αναπτύσσεται με μια μηχανή δεν είναι αμοιβαία, αλλά προβολική: οι άνθρωποι αποδίδουμε νόημα, πρόθεση και συναίσθημα σε ένα σύστημα που στην πραγματικότητα απλώς ανταποκρίνεται», εξηγεί ο Καρπούζης.
«Τα chatbot έχουν κατασκευαστεί με τρόπο που τα κάνει να είναι ευχάριστα και πρόθυμα αντανακλώντας το τι θέλουμε να ακούσουμε», λέει η Γιακουμάκη. Αποκρίνονται με τρόπο που μας κάνει να νιώθουμε ότι εμείς έχουμε πάντα δίκιο. Αυτό σίγουρα δίνει μια ψευδή αίσθηση σύνδεσης που μέσα σε αυτή χάνουμε τη την αντικειμενικότητα μας». «Αυτό που μας φέρνει κοντά δεν είναι η «νοημοσύνη» του αλγορίθμου, αλλά η απουσία κρίσης, απόρριψης και κοινωνικού κόστους», τονίζει ο Καρπούζης. «Σε μια περίοδο όπου οι ανθρώπινες σχέσεις συχνά διαμεσολαβούνται από άγχος, ανισότητες και επισφάλεια, ο αλγόριθμος καλύπτει ένα κενό ασφάλειας: ακούει πάντα, δεν κουράζεται, δεν συγκρούεται».
Όπως εξηγεί ο αναπληρωτής καθηγητής του Παντείου, οι μέχρι τώρα έρευνες δείχνουν μια σύνθετη και συχνά αντιφατική εικόνα: από τη μια τα bots συντροφιάς όντως μπορούν να μειώσουν το αίσθημα μοναξιάς, έστω και βραχυπρόθεσμα, ιδίως σε ηλικιωμένους ή κοινωνικά απομονωμένα άτομα κι από την άλλη υπάρχει κίνδυνος συναισθηματικής εξάρτησης και απομάκρυνσης από ανθρώπινες σχέσεις».
«Οι άνθρωποι είμαστε κοινωνικά όντα και έχουμε ανάγκη την σύνδεση διαμέσου της φυσικής παρουσίας για να νιώσουμε ασφάλεια, καταπράυνση και πληρότητα», τονίζει η Γιακουμάκη. «Όσοι χρησιμοποιούν το ΑΙ σαν υποκατάστατο σχέσεων χάνουν την επαφή με την αληθινή ζωή, αποσύρονται κι απομονώνονται περισσότερο κοινωνικά. Σταδιακά χάνουν τις κοινωνικές τους δεξιότητες και την ικανότητα της υπομονής και επίλυσης συγκρούσεων. Η χρήση των chatbot σαν υποκατάστατο σχέσεων θα κλονίσει ακόμη περισσότερο τις ήδη δυσκολεμένες ανθρώπινες σχέσεις και θα εντείνει τις ψυχικές διαταραχές. Η σύνδεση θέλει ανθρώπινη παρουσία και οι συναισθηματικές μας ανάγκες καλύπτονται μόνο μέσο αυτής».
Το ζήτημα δεν είναι τεχνοφοβικό, αλλά βαθιά κοινωνιολογικό θα μας πει ο Καρπούζης εξηγώντας πως «το κρίσιμο εύρημα δεν είναι αν η Τεχνητή Νοημοσύνη «δουλεύει», αλλά ότι η αποτελεσματικότητά της εξαρτάται άμεσα από το κοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο χρησιμοποιείται», τονίζει ο Καρπούζης παραπέμποντας σε πολυετή ποιοτική έρευνα της Sherry Turkle, η οποία δείχνει πώς οι άνθρωποι τείνουν να αναπτύσσουν συναισθηματικού τύπου δεσμούς με ψηφιακά συστήματα γιατί προσφέρουν την «ψευδαίσθηση συντροφιάς χωρίς τις απαιτήσεις της σχέσης». Η Τεχνητή Νοημοσύνη δεν αντικαθιστά τους άλλους ανθρώπους, αποκαλύπτει όμως τι λείπει από τις κοινωνικές μας δομές».




























