«Μάστιγα», «επιδημία», «σοκ» - με βαρύγδουπες λέξεις η κοινωνία των ενηλίκων πέφτει διαρκώς από τα σύννεφα κάθε φορά που μια είδηση με πρωταγωνιστές παιδιά σε βίαια επεισόδια ή παιδιά με παραβατικές συμπεριφορές βλέπει το φως της δημοσιότητας. Το μείζον ερώτημα είναι τι κάνει για αυτό. Και πόσο αντέχει να αντιμετωπίσει τη δική της εικόνα σε αυτόν τον βίαιο καθρέφτη.
Η Γιάννα ήταν ένα εξαιρετικά βίαιο παιδί – παραμένει μια θυμωμένη ενήλικη κάθε φορά που θυμάται εκείνο τον ανήλικο εαυτό της. «Χτυπούσα τα άλλα παιδιά, έβριζα, φώναζα και τις έτρωγα μετά στο σπίτι μου για να συμμορφωθώ», εξομολογείται η 40χρονη σήμερα γυναίκα. «Όχι μονάχα δεν συμμορφωνόμουν, αλλά γινόμουν όλο και πιο επιθετική. Χρειάστηκε να περάσουν πολλά χρόνια, να φύγω από το πατρικό μου και να πάω για σπουδές σε άλλη πόλη, να μπω σε άλλες συντροφιές για να μπορέσω να δω αλλιώς τον εαυτό μου. Τώρα καταλαβαίνω πως αυτό το παιδί που κακοποιούσε άλλα παιδιά είχε κι αυτό προβλήματα. Οι γονείς μου δεν μπορούσαν να ακούσουν την κραυγή για βοήθεια πίσω από τα ουρλιαχτά μου και να δουν το ευάλωτο παιδί πίσω από το τσαμπουκαλεμένο ύφος μου».
Η Γιάννα θεωρούνταν για χρόνια από τους γονείς της ένα «καμένο χαρτί», ένα χαμένο παιδί. Όπως πολύ συχνά θεωρούνται και σήμερα «καμένα χαρτιά» τα παιδιά που έχουν βίαια ξεσπάσματα από τους απηνείς «δικαστές» του διαδικτύου. Έχει γεμίσει η κοινωνία μας εξαγριωμένα παιδιά; Βρισκόμαστε μπροστά σε μια νεανική ζούγκλα; Οι τρομολαγνικοί πηχιαίοι τίτλοι, οι εικόνες και τα βίντεο που έρχονται συχνά πυκνά στην δημοσιότητα με περιστατικά νεανικής βίας ή με πρωταγωνιστές ανήλικους παραβάτες σπανίως βοηθούν μια σοβαρή συζήτηση με νηφαλιότητα και ψυχραιμία.
Αρκεί μια γρήγορη «βόλτα» στην ψηφιακή αρένα των μέσων κοινωνικής δικτύωσης : «κόψτε τον κώλο στα κωλόπαιδα», «να μπουν φυλακή οι γονείς», «η παλιά Ελλάδα δεν ήταν έτσι ». Από αυτό ακριβώς το σημείο ξεκινάμε τη συζήτησή μας με τον Γιώργο Νικολαΐδη, ψυχίατρο και διευθυντή στη Διεύθυνση Ψυχικής Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού.
«Η νοσταλγική ανάκληση ενός παλιού κόσμου όπου, κατά τη λαϊκή ρήση, τα παιδιά ήταν σεβαστικά, οι τιμές λογικές και οι έμποροι τίμιοι υπάρχει από τότε που έχουμε γραπτά μνημεία της ανθρώπινης ιστορίας. Στα ‘’Έργα και τις Ημέρες’’ του ο Ησίοδος περιγράφει την έκπτωση προς τη βία και την έλλειψη σεβασμού των νέων σε αντιδιαστολή με τις παλιότερες εποχές. Αυτή είναι μια πεποίθηση που τείνουν να έχουν οι άνθρωποι ανά τους αιώνες. Όσον αφορά την αντικειμενική αποτύπωση του φαινομένου σήμερα ωστόσο από καμία χρονοσειρά στατιστικών στοιχείων δεν προκύπτει ότι σήμερα ζούμε μια έκρηξη νεανικής παραβατικότητας».
Αν και το προοίμιο της Εθνικής Στρατηγικής για την πρόληψη της βίας και την αντιμετώπιση της παραβατικότητας ανηλίκων 2025- 2030, κάνει την παραδοχή πως «υπάρχει περιορισμένη καταγραφή του φαινομένου στην Ελλάδα, καθώς λείπουν στοιχεία από επιστημονικές έρευνες και μελέτες», καθησυχάζει ωστόσο πως «κάθε άλλο παρά μια δυστοπία βίας συγκριτικά με άλλες χώρες της ΕΕ» είναι η χώρα μας με βάση τα ευρωπαϊκά στατιστικά δεδομένα - η νεανική παραβατικότητα βρίσκεται στο 51% του μ.ο. της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως προς τον αριθμό των ανηλίκων υπόπτων ανά 100.000 κατοίκους.
«Με βάση τα στατιστικά της Eurostat και τις μετρήσεις που κάνει από το 1998 έως σήμερα που κάνει το Ερευνητικό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Ψυχικής Υγείας του ΕΚΠΑ σε δείγματα επιλεγμένα τυχαία από μαθητές σε όλη την Ελλάδα δεν προκύπτει να υπάρχει αύξηση των κρουσμάτων βίας με παιδιά δράστες», εξηγεί ο Γιώργος Νικολαϊδης. «Υπήρξε μια αύξηση μέχρι το 2015, η οποία οδηγήθηκε σε σταθεροποίηση και, σε ορισμένες περιπτώσεις, σε πτώση. «Παρουσιάζεται μια έκρηξη νεανικής παραβατικότητας που είναι πραγματολογικά ανακριβής».
Παρόλα αυτά, τα περιστατικά που βλέπουν το φως της δημοσιότητας, μπορεί να μην είναι περισσότερα σε πλήθος, μοιάζουν όμως αγριότερα σε ένταση. Είναι όντως έτσι, ρωτάμε τον κ.Νικολαίδη. «Σε αυτό θα συμφωνούσα, αλλά και πάλι δεν είναι φαινόμενο των τελευταίων χρόνων, καταγράφεται από τα χρόνια της οικονομικής κρίσης. Με βάση την διεθνή εμπειρία, κάθε φορά που οι κοινωνίες περνάνε ένα μαζικό κοινωνικό και οικονομικό στρες, αυξάνονται οι δείκτες διαπροσωπικής βίας και η σκληρότητα των περιστατικών. Η μεγάλη αύξηση της βίας που αφορά τα παιδιά έχει μειωθεί , ωστόσο, τα ελάχιστα περιστατικά που συμβαίνουν έχουν πιο σκληρό και ανάλγητο χαρακτήρα».
Τι έχει κάνει μέχρι σήμερα η Πολιτεία για να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά την παραβατικότητα των ανηλίκων, ρωτάμε την Συνήγορο του Παιδιού. «Η θεσμική απόκριση στο φαινόμενο είναι μέχρι στιγμής γεμάτη προβληματικές αντιφάσεις», εκτιμά η Θεώνη Κουφονικολάκου. «Από τη μία η Πολιτεία έχει υιοθετήσει επισήμως την Εθνική Στρατηγική για την Πρόληψη της Βίας και την Αντιμετώπιση της Παραβατικότητας Ανηλίκων, η οποία προσεγγίζει το ζήτημα ολιστικά και περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, μέτρα πρόληψης, πλαισίωσης της οικογένειας και του παιδιού καθώς και σύγχρονα μέτρα αναμορφωτικού και θεραπευτικού χαρακτήρα.
»Από την άλλη όμως, στην πράξη, τα θεσμικά αντανακλαστικά δεν είναι παιδοκεντρικά. Αυστηροποιήθηκε ο ποινικός κώδικας διευρύνοντας τις περιπτώσεις περιορισμού ανηλίκων σε σωφρονιστικό κατάστημα. Μέσα σε λίγους μήνες εκτινάχθηκε ο αριθμός των ανήλικων κρατουμένων, σε συνθήκες που αξιολογούνται ως απαράδεκτες, ενώ ο Συνήγορος έχει καταγράψει σωρεία παραβιάσεων των δικαιωμάτων των παιδιών εκεί. Αυτή η μεταχείριση είναι -με βάση και τα επιστημονικά ευρήματα- πολύ πιθανό να οδηγήσει τους ανηλίκους στην υποτροπή και την παγίωση της περιθωριοποίησής τους αντί της κοινωνικής επανένταξης. Το τελευταίο που πρέπει να γίνει είναι να ενδώσει κανείς στον διάχυτο ηθικό πανικό. Η ίδια η Στρατηγική εξάλλου παίρνει αποστάσεις από το κυρίαρχο αφήγημα περί κατακόρυφης αύξησης της παραβατικότητας των παιδιών κάνοντας λόγο για «χαμηλή έως μεσαίας έντασης νεανική παραβατικότητα» στην Ελλάδα».
Τι πρέπει να κάνει από εδώ και πέρα η Πολιτεία, ρωτάμε την Θεώνη Κουφονικολάκου. «Ο Συνήγορος με κάθε ευκαιρία τονίζει ότι δεν υπάρχουν επικίνδυνα παιδιά, αλλά μόνο παιδιά σε κίνδυνο», τονίζει. «Επομένως, εάν ενδιαφερόμαστε πράγματι για την παιδική ηλικία, είναι αναγκαίο να στρέψουμε όλη μας την ενέργεια στην πρόληψη, την υποστήριξη των γονέων και την έγκαιρη αναγνώριση των κινδύνων που διατρέχουν τα παιδιά, ιδίως της κακοποίησης και παραμέλησης».
Σύμφωνα με την Συνήγορο του Παιδιού, χρειαζόμαστε άμεσα:
- Αξιόπιστες και καλά στελεχωμένες υποστηρικτικές υπηρεσίες στην κοινότητα που είναι σε θέση να προσφέρουν βοήθεια σε βάθος χρόνου.
- Ένα «άλλο» εκπαιδευτικό σύστημα που αφενός προλαμβάνει και αντιδρά αποτελεσματικά στην ενδοοικογενειακή και την ενδοσχολική βία και αφετέρου καλλιεργεί πρωτίστως την κριτική σκέψη και τη συναισθηματική νοημοσύνη στα παιδιά, αντί να τροφοδοτεί τον ανταγωνισμό σε μία κούρσα προς τις πανελλαδικές εξετάσεις που αφήνει τους πιο ευάλωτους μαθητές/μαθήτριες εκτός της διαδικασίας και (εν τέλει) πυροδοτεί θυμό και συγκρούσεις. Σε αυτήν τη διαδρομή είναι πολύ σημαντικός και ο θεσμός της σχολικής διαμεσολάβησης.
- Ενιαία στρατηγική παιδικής προστασίας στη χώρα με θεσμοθετημένα πρωτόκολλα συντονισμού μεταξύ των υπηρεσιών, που αυτή τη στιγμή δεν υπάρχουν, και με έμφαση στην ενίσχυση των γονιών στην άσκηση του ρόλου τους.
«Το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού είναι εκείνο που, με βάση τη Διεθνή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού, πρέπει να καθορίζει τις επιλογές μας», επισημαίνει η κα Κουφονικολάκου. «Βασική αρχή του ποινικού δικαίου των ανηλίκων αποτελεί η αγωγή αντί της τιμωρίας. Για τους λόγους αυτούς ο Συνήγορος έχει επανειλημμένα υπογραμμίσει την ανάγκη υλοποίησης προγραμμάτων αποκαταστατικής δικαιοσύνης, καθώς και ενίσχυσης και εφαρμογής των θεραπευτικών και αναμορφωτικών μέτρων (ιδίως με την προώθηση του σχεδίου των Μονάδων Μέριμνας) και έμπρακτης στήριξης των επιμελητών ανηλίκων που λόγω του φόρτου, δίνουν καθημερινά μάχη να ανταποκριθούν στις ανάγκες του πεδίου».
Και σε επίπεδο καθημερινότητας; Τι μπορούμε να κάνουμε εμείς οι ενήλικες ώστε να δημιουργήσουμε ένα περιβάλλον ασφαλές και χαρούμενο για κάθε παιδί; Ο Γιώργος Νικολαϊδης ξεκινά τη σκέψη μου κρατώντας μας τον καθρέφτη, ζητώντας μας να δούμε πρώτα τον εαυτό μας. «Τα παιδιά μεγαλώνουν σε ένα περιβάλλον που κινείται από κρίση σε κρίση – οικονομική, κοινωνική, υγειονομική, γεωπολιτική. Δεν έχουν καθόλου μνήμη μιας ζωής όπου το μέλλον μπορούσε να πάει καλύτερα. Παράλληλα, η κυρίαρχη αφήγηση των ενηλίκων προς τα παιδιά ήταν αποεπενδύστε από τον διπλανό σας, κοιτάξτε τον εαυτό σας για να σωθείτε. Μετά μας κάνει εντύπωση η σκληρότητα των περιστατικών βίας μεταξύ των παιδιών».
» Οποτεδήποτε οι κοινωνίες υποκύπτοντας στον ηθικό πανικό, υιοθέτησαν ένα μοντέλο καταστολής και επιτήρησης, που εδραζόταν στο να κάνει ο καθείς τη δική του δουλειά και να κοιτάει τον εαυτό του, τα πράγματα έγιναν χειρότερα. Αν μπούμε σε μια λογική όπου το κάθε παιδί θα φοβάται το διπλανό του, θα αυξηθούν τα περιστατικά – κλασσικό παράδειγμα είναι οι Η.Π.Α- γιατί πάντα ο φοβισμένος επιτίθεται».
«Πρέπει να τονώσουμε τον δεσμό, να βοηθήσουμε τα παιδιά να αισθανθούν ως κοινότητα», λέει ο έμπειρος ψυχίατρος επικαλούμενος μάλιστα μελέτες σε περιοχές με πολύ σκληρή παραβατικότητα ανηλίκων όπως οι φαβέλες της Λατινικής Αμερικής ή οι ντενεκεδουπόλεις της Αφρικής, όπου εφαρμόζονται προγράμματα κοινής δράσης των παιδιών όπως χορωδίες και μουσικές ορχήστρας, με τεκμηριωμένη επιτυχία. «Εκτός από το ρόλο του θύτη και του θύματος, υπάρχει κι ο πολύ σημαντικός ρόλος του παρατηρητή», τονίζει ο Νικολαΐδης. «Όταν οι γονείς με ρωτούν τι να κάνουν ώστε το παιδί τους να μην γίνει θύμα, απαντώ στερεοτυπικά ‘’μάθετέ το να παρεμβαίνει όταν ένα περιστατικό βίας εκτυλίσσεται μπροστά του, μάθετέ του να μην αποστρέφει το βλέμμα’’. Όταν το σχολείο λειτουργεί ως κοινότητα και συζητά με τα παιδιά τα όρια, τα δικαιώματα, τις υποχρεώσεις στην έναρξη της σχολικής χρονιάς, τα περιστατικά που θα εκδηλωθούν στη συνέχεια, θα μαζευτούν πολύ πιο εύκολα. Το θέμα δεν είναι πόσους ψυχολόγους έχουμε, αλλά με ποιο κλίμα πάμε να αντιμετωπίσουμε το φαινόμενο. Κι αν πάμε είτε με τη λογική της ψυχιατρικοποίησης, είτε της καταστολής θα φάμε τα μούτρα μας, όσους πόρους κι αν διαθέσουμε. Αυτή τη στιγμή υπάρχουν κοινότητες παιδιών και γονιών που κάνουν πολύ σπουδαία πράγματα. Αντί να τρομοκρατούμε τον κόσμο, θα πρέπει να αναδεικνύουμε αυτά τα φαινόμενα αλληλεγγύης ώστε να απομονωθούν τα συμβάντα βίας».




























