Πολιτική

Παναγιώτης Καρκατσούλης στο Dnews: Επιτελική κυβέρνηση όπως επιτελικό κράτος;

Image of Παναγιώτης Καρκατσούλης Παναγιώτης Καρκατσούλης
Παναγιώτης Καρκατσούλης στο Dnews: Επιτελική κυβέρνηση όπως επιτελικό κράτος;
Παραμένει το κομφούζιο των αρμοδιοτήτων, τα δομικά σιλό και οι ασφυκτιώντες δημόσιοι υπάλληλοι μαζί με τους 63 γενικούς και ειδικούς γραμματείς, τους 3.280 μετακλητούς και τους 11.791 προέδρους και μέλη ΔΣ κρατικών οργανισμών και επιχειρήσεων, να συνεργήσουν για την επίτευξη των αποτελεσμάτων που δεν προέκυψαν από την προηγούμενη κυβέρνηση των λίγο ως πολύ, ίδιων στελεχών.

Το ελληνικό επιτελικό κράτος, όπως ορίστηκε με βάση τον αντίστοιχο νόμο 4622/19, θα μπορούσε να αποτελεί ένα σύντομο ανέκδοτο, εάν δεν είχε συνδεθεί με τραγωδίες και παταγώδεις διαχειριστικές αδυναμίες.

Δεν χρειάζεται να έχει κανείς διδακτορικό δίπλωμα στη διοικητική επιστήμη για να καταλάβει ότι, εάν υπάρχουν σοβαρές διαχειριστικές αδυναμίες στην άσκηση της διακυβέρνησης, δεν μπορεί να υφίσταται καμία έννοια επιτελικότητας. Όταν, για παράδειγμα, αδυνατούμε να διαχειριστούμε ένα αξιόπιστο σύστημα αποζημιώσεων στα θύματα των φυσικών καταστροφών, αυτό σημαίνει, άνευ άλλου, ότι δεν υφίσταται επιτελικός σχεδιασμός, ειμή μόνον, ως τίτλος σε κάποια ξεχασμένα «στρατηγικά» η/και «επιχειρησιακά» σχέδια.

Η έλλειψη επιτελικότητας του κρατικού μηχανισμού αφήνει, άραγε, άθικτη την κυβέρνηση; Κι αν όχι, τότε η διόγκωσή της είναι το κατάλληλο αντίδοτο;

Είναι κοινός τόπος ότι η επιτελικότητα συναρτάται προς την ποιότητα της διακυβέρνησης με κεντρικό παράγοντα την κεντρική κυβέρνηση. Η σημερινή κυβέρνηση συγκαταλέγεται μεταξύ των μεγαλύτερων της μεταπολίτευσης, αφού αριθμεί 61 μέλη. Εξ αυτών 21 είναι υπουργοί- με έναν, τον «επικρατείας», άνευ χαρτοφυλακίου- 4 αναπληρωτές και 37 υφυπουργοί.

Κάνενας, ακόμη κι όσοι δηλώνουν υπέρμαχοι των μεγάλων κυβερνήσεων, δεν θα θεωρήσει αυτό το μέγεθος ως ιδεώδες. Η Ελλάδα, αρχής γενομένης από την μεταπολίτευση και εντεύθεν είχε, σταθερά και ανεξαρτήτως των κρίσεων που μεσολάβησαν, μεγάλες κυβερνήσεις, με μέσο όρο μελών του υπουργικού συμβουλίου τα 40 άτομα. Ο αριθμός αυτός ήταν δύο και τρείς φορές μεγαλύτερος σε σχέση με εκείνο των κυβερνήσεων χωρών της Ευρώπης με τον ίδιο, περίπου, πληθυσμό.

Το άλμα πάνω από τα 60 άτομα, που σημειώθηκε με τις κυβερνήσεις της ΝΔ, συνδυάστηκε με τη δημιουργία της «γραμματείας της κυβέρνησης» η οποία παρ’ όλον ότι σχεδιάστηκε ως «κυβέρνηση- εντός- κυβέρνησης» δεν σηματοδότησε κάποια ουσιαστική βελτίωση της διακυβέρνησης.

Η παρούσα κυβέρνηση είναι διογκωμένη, ακόμη κι αν δεχτούμε ότι είναι μια κυβέρνηση με ειδικό σκοπό, με ειδική αποστολή που θα λειτουργήσει σε συνθήκες εξαίρεσης. Ανταποκρίνεται, άραγε, η σύνθεση αυτής της κυβέρνησης στους τριγμούς που είναι ηχηροί στον κόσμο, στη γειτονιά μας και στην ενδοχώρα; Είναι μια κυβέρνηση «πολεμική», όπως αυτή που αναζητούσαμε στην αρχή της μεγάλης δημοσιονομικής και οικονομικής κρίσης;

Επ’ αυτού δεν υπάρχει κάποια θετική ένδειξη. Υπάρχει, εκ νέου, μια πληθώρα υφυπουργών που θα αναλάβουν με κοινή απόφαση του πρωθυπουργού και του οικείου υπουργού να φέρουν εις πέρας κάποιες, ενδεχομένως δύσκολες, αποστολές. Μπορεί, άραγε, να έχουν σχεδιαστεί τέτοιες για τους 3 υφυπουργούς του υπουργείου εσωτερικών, τους τρεις του υπουργείου εξωτερικών, τους δύο του υγείας, κοκ; Πάντως δεν παρουσιάστηκε κάτι τέτοιο. Υπήρχαν μόνο γενικόλογες αναφορές στην ανάγκη επίσπευσης του κυβερνητικού έργου.

Πέραν αυτών, παραμένει το κομφούζιο των αρμοδιοτήτων, τα δομικά σιλό και οι ασφυκτιώντες δημόσιοι υπάλληλοι μαζί με τους 63 γενικούς και ειδικούς γραμματείς, τους 3.280 μετακλητούς και τους 11.791 προέδρους και μέλη ΔΣ κρατικών οργανισμών και επιχειρήσεων, να συνεργήσουν για την επίτευξη των αποτελεσμάτων που δεν προέκυψαν από την προηγούμενη κυβέρνηση των λίγο ως πολύ, ίδιων στελεχών.

Ατυχώς, η κυβέρνηση αυτή δεν διαθέτει κανένα στοιχείο που να μας επιτρέπει να την χαρακτηρίσουμε ως μια «εργαζόμενη κυβέρνηση». Ακόμη κι αν ξέραμε το περιεχόμενο των μυστηριωδών μπλε φακέλων που δίδονται στα μέλη της κυβέρνησης χωρίς, όμως, ποτέ να δίδεται, εξ ίσου πανηγυρικά, και ο απολογισμός των δράσεων που περιλαμβάνοντια σ’ αυτούς, πάλι δεν θα ήμασταν βέβαιοι για την αλλαγή παραδείγματος με την οποία επιχειρήθηκε, για μια στιγμή, να συνοδευτεί αυτός ο ανασχηματισμός.

Θα αρκούσε, ίσως, εάν αντί για την ανακύκλωση των προσώπων είχε δοθεί μια πειστική απάντηση για το τι θα αλλάξει στην περίπτωση των υπουργών που παραβιάζουν τις δεσμεύσεις που αναλαμβάνουν με το σχέδιο δράσης του υπουργείου τους. Εάν, όντως, ζητούμενο είναι η αποτελεσματικότητα και η αποδοτικότητά τους, τότε δεν θα πρέπει να συνεχίσουν να αναζητούν προστασία υπό τον κοινοβουλευτικό μανδύα αλλά να αξιολογούνται, δημόσια, για την ποιότητα του διοικητικού τους έργου.

Εν κατακλείδι, κρινόμενη η κυβέρνηση αυτή ως προς την πιθανολογούμενη ικανότητά της να λειτουργήσει ως ένα αποφασιστικό συλλογικό όργανο λήψης αποφάσεων, έχει περισσότερες πιθανότητες αποτυχίας παρά επιτυχίας.

Και γι αυτό ευθύνονται, εν τέλει, όσοι εξακολουθούν να συντηρούν τον πελατειασμό στο ανώτερο διοικητικό επίπεδο λειτουργίας του κράτους, ενώ ομνύουν ότι θα τον εκριζώσουν από τα κατώτερα. Ο μετεωρισμός, και αυτής της κυβέρνησης, μεταξύ του εκσυγχρονισμού και του πελατειασμού προεξοφλεί, κατά τη γνώμη μας, την αποτυχία της σε σχέση με την επίλυση των μειζόνων κοινωνικών, διοικητικών και πολιτικών ζητημάτων.

(Ο Παναγιώτης Καρκατσούλης είναι εμπειρογνώμονας δημόσιας διοίκησης, π.βουλευτής)