Πολιτική

Ευρωεκλογές 1999: Η ψήφος της ανώδυνης τιμωρίας

Παναγιώτης Κουστένης, Δρ. Πολιτικής Επιστήμης Παναγιώτης Κουστένης, Δρ. Πολιτικής Επιστήμης
Ευρωεκλογές 1999: Η ψήφος της ανώδυνης τιμωρίας
Οι κάλπες που διεκδικούν χαρακτήρα προπομπού μιας επερχόμενης κυβερνητικής αλλαγής.

Οι Ευρωεκλογές του 1999 διενεργήθηκαν σε ένα εντελώς διαφορετικό πολιτικό πλαίσιο, με βάση τόσο το διεθνές όσο και το εγχώριο πολιτικό σκηνικό. Αφενός, ο απόηχος των νατοϊκών βομβαρδισμών στη Γιουγκοσλαβία, με την ενεργή συμμετοχή 10 από τα 15 μέλη της ΕΕ, δημιουργούσε για πρώτη φορά προβληματισμό ως προς την λειτουργία της Ένωσης ως αυτοτελούς πολιτικής οντότητας στον δυτικό κόσμο, ανεξάρτητης από τις δεσμεύσεις της ατλαντικής συμμαχίας. Αφετέρου, η κυβέρνηση Σημίτη βρισκόταν σε μια αρκετά δυσμενή κατάσταση, αφού στο κοινωνικό κόστος της πολιτικής του εκσυγχρονισμού είχαν σωρευθεί εκείνη την περίοδο πολλαπλές κυβερνητικές αστοχίες, με κρισιμότερη και πιο πρόσφατη την υπόθεση Οτσαλάν (Φεβρουάριος 1999), όταν και το ΠΑΣΟΚ βρέθηκε στο δημοσκοπικό ναδίρ του.

Από την άλλη πλευρά, στη ΝΔ ο αρχικός ενθουσιασμός από την εκλογή του Κ. Καραμανλή στην ηγεσία τον Μάρτιο του 1997 δεν φάνηκε να συνοδεύεται από μια ανέφελη αποδοχή της στρατηγικής επιλογής του «μεσαίου χώρου», φέρνοντας στην επιφάνεια αρκετά εσωκομματικά προβλήματα, με κορυφαία τη σύγκρουση που προκάλεσε σχεδόν ένα χρόνο αργότερα η διαγραφή 6 πρωτοκλασάτων στελεχών (μεταξύ των οποίων Γ. Σουφλιάς, Στ. Μάνος, Ν. Κοντογιαννόπουλος). Παρόλα αυτά, τα αποτελέσματα των αυτοδιοικητικών εκλογών του 1998 (με την επικράτηση της αξιωματικής αντιπολίτευσης και στους 3 μεγάλους δήμους της χώρας, καθώς και στην υπερνομαρχία Αθηνών-Πειραιώς), σε συνδυασμό με την καταγραφή και εν συνεχεία τη διόγκωση της δημοσκοπικής υπεροχής έναντι του ΠΑΣΟΚ (φτάνοντας τις 8-9 μονάδες τον Μάρτιο του 1999) δημιουργούσε ένα κλίμα αισιοδοξίας για μια συνολικότερη ανατροπή των πολιτικών συσχετισμών, με τις ευρωεκλογές έτσι να διεκδικούν χαρακτήρα προπομπού μιας επερχόμενης κυβερνητικής αλλαγής.

euroekloges1_fa3d0.JPG

Πράγματι το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών έδωσε εκ πρώτης όψεως μια εικόνα ανατροπής των συσχετισμών, λόγω της πρωτιάς που πέτυχε η ΝΔ, για πρώτη φορά σε εθνική εκλογική αναμέτρηση μετά από 9,5 χρόνια, με ποσοστό 36% (και 9 έδρες) -ενισχυμένο (μεν) κατά 3,3% σε σύγκριση με την αντίστοιχη προηγούμενη αναμέτρηση του 1994- έναντι μόλις 32,9% (και 9 εδρών) του ΠΑΣΟΚ, δηλαδή τη χαμηλότερη επίδοση της εκλογικής ιστορίας του από το 1981 και μέχρι το 2012. Παρόλα αυτά, η αθροιστική δύναμη των δύο μεγάλων κομμάτων, που για πρώτη φορά βρέθηκα κάτω από το φράγμα του 70% (68,7%), δεν επιδέχονταν πανηγυρισμών, ενώ η τελική διαφορά του 3,1% (η μικρότερη, όπως αποδείχτηκε, στην ιστορία των ευρωεκλογών) ήταν σαφώς περιορισμένη σε σύγκριση με τις προσδοκίες που είχαν καλλιεργηθεί στον χώρο της αντιπολίτευσης τoυς προηγούμενους μήνες. Τη στιγμή μάλιστα που το ΠΑΣΟΚ διατηρούσε οριακά έστω την πλειοψηφία στην περιφέρεια της Αττικής (με 31,2% έναντι 30,5% της ΝΔ), μια λεπτομέρεια που έμελλε να αποδειχθεί καταλυτική για την έκβαση των επόμενων βουλευτικών εκλογών. Σε αυτό κυρίως φαίνεται ότι είχε συμβάλει μια ελαφρά δημοσκοπική ανάκαμψη του κυβερνώντος κόμματος, η οποία άρχισε να παρατηρείται σχεδόν αμέσως μετά την υπόθεση Οτσαλάν και στην οποία είχαν συμβάλει δύο κυρίως στοιχεία: αφενός η αντίθεση της ελληνικής κυβέρνησης στο θέμα της Γιουγκοσλαβίας και αφετέρου η διατήρηση μιας αισθητής ανόδου των τιμών του χρηματιστηρίου που είχε αρχίσει να παρατηρείται ήδη από τα τέλη του 1998 και έμελλε να διατηρηθεί με έντονους ρυθμούς μέχρι το Σεπτέμβριο του 1999, ερμηνευόμενη ως βελτίωση του οικονομικού-επενδυτικού κλίματος, αλλά και ως η βασική θετική όψη της (οικονομικής) πολιτικής του εκσυγχρονισμού.

Το δομικό ωστόσο στοιχείο που απουσίαζε από την αναμέτρηση των ευρωεκλογών ώστε αυτές να πιστοποιήσουν ανατροπή του πολιτικού συσχετισμού ήταν ένα ρεύμα απευθείας μετακίνησης ψηφοφόρων από το ΠΑΣΟΚ προς τη ΝΔ, που με βάση τα exit polls έδειχνε ιδιαίτερα περιορισμένο, μαρτυρώντας μάλλον αμφίδρομες ανταλλαγές μεταξύ των δύο κομμάτων. Έτσι η διαμόρφωση του τελικού αποτελέσματος προέκυπτε κατά βάση από την απολύτως ετεροβαρή συσπείρωση των δύο κομμάτων που για τη μεν ΝΔ είχε περιοριστεί στο 87%, για το δε ΠΑΣΟΚ είχε πλέον υποχωρήσει σημαντικά στο 75%. Μάλιστα τα αριθμητικά αυτά δεδομένα στην πραγματικότητα ήταν ακόμα μικρότερα αν συνυπολογιστεί και η φυσιολογική μείωση των εγκύρων ψηφοδελτίων, κατά τα συνήθη μέχρι τότε επίπεδα των 400.000-450.000 περίπου (σε σχέση με τις εγγύτερες, εν προκειμένω τις επόμενες βουλευτικές), που μέχρι τότε είχε αναχθεί σε σταθερό σχεδόν μέγεθος σε κάθε ξεχωριστή αναμέτρηση για το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο.

Έτσι η βασικότερη μετακίνηση εκείνων των ευρωεκλογών ήταν η διαρροή ενός 15% περίπου των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ προς τα αριστερά, η οποία σε γενικές γραμμές αποτελούσε προέκταση των αντίστοιχων ρευμάτων του 1996. Αποτέλεσμα ήταν η περαιτέρω ενίσχυση του ΚΚΕ στο 8,7% (και 3 έδρες), αλλά και του ΔΗΚΚΙ του Δ. Τσοβόλα στο 6,9% (και 2 έδρες), το οποίο ήταν και ο προνομιακός υποδοχέας των διαρροών του κυβερνώντος κόμματος. Αντίθετα, πιο περιορισμένες ήταν αυτή τη φορά οι ωφέλειες του Συνασπισμού, που η τελική του επίδοση με 5,2% (και 2 έδρες) παρέμεινε ακριβώς στα ίδια επίπεδα με εκείνο των εθνικών εκλογών του 1996 (και μειωμένο κατά μία μονάδα σε σχέση με τις προηγούμενες ευρωεκλογές του 1994).

Από την άλλη πλευρά, οι ευρωεκλογές του 1999 σήμαναν και την τελευταία εμφάνιση της Πολιτικής Άνοιξης, μετά την αποτυχία του κόμματος του Α. Σαμαρά να εισέλθει στο ευρωκοινοβούλιο (2,3%), εξέλιξη στην οποία πιθανότατα συνέβαλε και η εμφάνιση των νεοπαγών Φιλελευθέρων υπό τον Στ. Μάνο (1,6%), οι οποίοι απέσπασαν δυνάμεις της ΝΔ κυρίως από τα μεσοαστικά στρώματα, προκαλώντας σημαντικές (περαιτέρω) ανακατατάξεις στην κοινωνική φυσιογνωμία της ψήφου της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Τέλος, το εκλογικό αποτέλεσμα χαρακτηρίστηκε από μια ακόμη γενικότερη τάση πλήρους κατακερματισμού της ψήφου (που συνδέεται σίγουρα και με την έκρηξη της «εκλογικής προσφοράς», την οποία σηματοδοτούσε η συμμετοχή 39 εκλογικών σχηματισμών στην αναμέτρηση, σχεδόν διπλάσιων από τα συνήθη τότε δεδομένα), με το τελικό αθροιστικό ποσοστό εκτός ευρωκοινοβουλίου να αυξάνεται στο 10,4%, δηλαδή στη μέγιστη ιστορικά τιμή του μέχρι και τη δεκαετία του 2010.

Παρόλα αυτά, το αποτέλεσμα των συγκεκριμένων ευρωεκλογών έμελλε να αποδειχθεί μια απλώς σημειακή καταγραφή των εκλογικών δυνάμεων, καθώς και μια ανώδυνη πρόσκαιρη τιμωρία για το κυβερνών κόμμα, καθώς η δημοκοπική ανάκαμψη του συνεχίστηκε με ακόμα μεγαλύτερη ένταση μετά τους καλοκαιρινούς μήνες, οδηγώντας τις επόμενες βουλευτικές εκλογές στο πιο οριακό ντέρμπι της σύγχρονης εκλογικής ιστορίας, Η τελική επικράτησή του ΠΑΣΟΚ στις πρόωρες τελικά εκλογές τον Απρίλιο του 2000 (με 43,8% έναντι 42,7% της ΝΔ) προήλθε ακριβώς από την αναστροφή των απωλειών του προς τα κόμματα της Αριστεράς (που με αυτήν την έννοια λειτούργησαν ως δεξαμενές εφεδρείας), αλλά και από μια περαιτέρω διείσδυση στα μεσοαστικά στρώματα που άλλοτε αποτελούσαν το αναμφισβήτητο προνομιακό πεδίο της Νέας Δημοκρατίας. Με την επίδοση του ΠΑΣΟΚ στις (ενδιάμεσες εκείνες) ευρωεκλογές να καταγράφει τελικά την μέγιστη αυξομείωση στην ιστορία, συγκρινόμενη με τα αντίστοιχα ποσοστά του στις εκατέρωθεν βουλευτικές εκλογές «πρώτης τάξης» (-9,5% ως προς το 1996 και +11,5% σε εκείνες του 2000).

Όσο για τους εκλεγέντες ευρωβουλευτές, αξίζει να αναφερθεί ότι για δεύτερη (συνεχόμενη) φορά επικεφαλής των υποψηφίων του ΠΑΣΟΚ ήταν ο Δ. Τσάτσος, με την αντίστοιχη θέση για τη ΝΔ να καταλαμβάνει (όπως και το 1989) η Μαριέττα Γιαννάκου, η οποία όμως αντικαταστάθηκε για να εισέλθει στο εθνικό κοινοβούλιο ένα χρόνο αργότερα. Ομοίως μετά τις βουλευτικές εκλογές του 2000 αντικαταστάθηκε και ο Π. Ευθυμίου για να αναλάβει υπουργός Παιδείας, καθώς και ο Γιάννης Θεωνάς, ο οποίος παραιτήθηκε μετά την αποχώρησή του από το ΚΚΕ. Η συγκεκριμένη εκλογή σηματοδότησε την είσοδο στο ευρωκοινοβούλιο του (άλλοτε εκλεγμένου με το ΠΑΣΟΚ, τώρα υπό τη σημαία του ΔΗΚΚΙ) Δ. Κουλουριάνου, ενώ ήταν η τελευταία για δύο από τους μακροβιότερους ευρωεβουλευτές της Αριστεράς: του Αλ. Αλαβάνου και του Μιχ. Παπαγιαννάκη.

euroekloges2_694b0.JPG

Ενδεικτική Βιβλιογραφία

· Γ. Μαυρής, «Γιατί το ΠΑΣΟΚ κέρδισε τις εκλογές του 2000», ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 30.11.2003

· Γ. Μαυρής, «Γιατί έχασε το ΠΑΣΟΚ στις 7 Μαρτίου», ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 14.3.2004

· Ηλ. Νικολακόπουλος, «Βαθιές Ανακατατάξεις στην εκλογική βάση των κομμάτων», ΤΑ ΝΕΑ, 10-11 Ιουνίου 1999

· Ε. Τεπέρογλου, Οι Άλλες «Εθνικές» Εκλογές: Η Ιστορία των Ευρωεκλογών στην Ελλάδα 1981-2004, Αθήνα: Παπαζήσης, 2016