Ο Β. Σόιμπλε δέχθηκε χθες, σχεδόν ταυτόχρονα, μερικά διακριτικά πλήγματα από τρεις τουλάχιστον πλευρές.
Πρώτα, από τη γνωμοδότηση της νομικής υπηρεσίας της γερμανικής Βουλής (Bundestag), που σε απάντηση ερώτησης βουλευτή της Die Linke απεφάνθη ότι δεν απαιτείται νέα ψηφοφορία στο σώμα σε περίπτωση που το ΔΝΤ δεν συμμετάσχει ως χρηματοδότης στο τρίτο Μνημόνιο. Η νομική υπηρεσία της Bundestag επικαλείται την ίδια τη συνθήκη του ESM και τον γερμανικό νόμο που την επικυρώνει, ενώ χαρακτηρίζει νομικά μη δεσμευτική τη θέση της γερμανικής κυβέρνησης ότι είναι απαραίτητη η συμμετοχή του ΔΝΤ. Φυσικά, ο εκπρόσωπος του Β. Σόιμπλε έσπευσε να επαναλάβει τον ισχυρισμό ότι ενδεχόμενη αποχώρηση του ΔΝΤ σημαίνει ότι το πρόγραμμα τελειώνει.
«ΔΝΤ, αλλά εφόσον είναι δυνατόν…»
Δεύτερον, η Κομισιόν, προς επίρρωση της γνωμοδότησης της γερμανικής βουλής, έκανε ένα διακριτικό αλλά σαφές βήμα «αντιπολίτευσης» στον Σόιμπλε. Η εκπρόσωπος του επιτρόπου Μοσκοβισί υπενθύμισε ότι η Συνθήκη του ESM προβλέπει συμμετοχή του ΔΝΤ «όπου είναι δυνατό». Πράγματι, η φράση «όπου είναι δυνατό» και άλλες παρεμφερείς προβλέπονται στα περισσότερα άρθρα της Συνθήκης του ESM που προβλέπουν τις εναλλακτικές δυνατότητες χρηματοδότησης ενός κράτους μέλους. Για παράδειγμα, εκτίμηση βιωσιμότητας του χρέους γίνεται από τον ESM και την ΕΚΤ και «εφόσον κρίνεται χρήσιμο και εφικτό, η εν λόγω εκτίμηση αναμένεται να διενεργείται από κοινού με το ΔΝΤ» (άρθρο 13). Και στη συνέχεια η διατύπωση «εφόσον είναι εφικτό» υπάρχει στις διατάξεις της Συνθήκης για τη διαπραγμάτευση του δανεισμού και την επιτήρηση των όρων του Μνημονίου που το συνοδεύει. Πρακτικά, η Κομισιόν θυμίζει στη γερμανική ηγεσία ότι η συμμετοχή του ΔΝΤ «σε τεχνικό και χρηματοοικονομικό επίπεδο» είναι ευκταία, αλλά όχι και αναγκαία για ένα πρόγραμμα δανεισμού. Άρα, το πρόγραμμα είναι «έγκυρο» και χωρίς δανεισμό από το ΔΝΤ, όπως άλλωστε ισχύει από το καλοκαίρι του 2014, οπότε το Ταμείο έδωσε την τελευταία δόση.
Το τρίτο πλήγμα από τον Ντράγκι
Τρίτον, και ίσως το καθοριστικότερο, είναι οι απαντήσεις που έδωσε ο επικεφαλής της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι στην Επιτροπή Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Οι απαντήσεις αυτές πρέπει να διαβαστούν και το πρίσμα των διαδοχικών επιθέσεων του Β. Σόιμπλε κατά της ΕΚΤ τα τελευταία 24ωρα, στις οποίες ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών κατηγορεί την πολιτική της ποσοτικής χαλάρωσης και κυριολεκτικά «δίνει» τον Ντράγκι στον Τραμπ ως υπεύθυνο της χαμηλής ισοτιμίας του ευρώ και των εξαγωγικών πλεονασμάτων της Γερμανίας. Ούτε λίγο ούτε πολύ ο Σόιμπλε κάλεσε τον Τραμπ να στρέψει τα πυρά του κατά της ΕΚΤ αντί της γερμανικής ηγεσίας. Με περισσότερο τακτ ο Μ. Ντράγκι απάντησε στον Γερμανό υπουργό Οικονομικών ότι η πολιτική της ΕΚΤ στηρίζει την Ευρωζώνη ως σύνολο, κι αν χρειαστεί θα επεκταθεί και πέραν του 2017. Αλλά αυτό που έχει βαρύτητα για την Ελλάδα και την καρκινοβατούσα αξιολόγηση είναι οι απαντήσεις του για τις προϋποθέσεις ένταξης στο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων: ολοκλήρωση της αξιολόγησης και βιώσιμο χρέος, το οποίο θα αξιολογήσει «με απόλυτη ανεξαρτησία» η ΕΚΤ με βάση τόσο τα βραχυπρόθεσμα, «όσο και τα μεσοπρόθεσμα μέτρα που τελούν υπό διαπραγμάτευση και τα οποία πρέπει να είναι σε ισχύ».
Η τελευταία καίρια επισήμανση του Ντράγκι έχει δυο αναγνώσεις: η πρώτη είναι ότι η Ελλάδα δεν πρόκειται πρακτικά να προλάβει το τρένο της ποσοτικής χαλάρωσης, όσο η γερμανική ηγεσία επιμένει στην κρατούσα ερμηνεία της απόφασης του Eurogroup τον Μάιο του 2016, ότι τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος θα συζητηθούν μετά το τέλος του προγράμματος το 2018. Η δεύτερη ανάγνωση, όμως, λέει ότι η αποσαφήνιση των μεσοπρόθεσμων μέτρων για το χρέος από τώρα είναι αναγκαία, αφού βάσει της Συνθήκης του ESM η εκτίμηση της βιωσιμότητας του χρέους της δανειζόμενης χώρας από την Κομισιόν και την ΕΚΤ είναι υποχρεωτική, κι όχι προαιρετική όπως ισχύει στην περίπτωση του ΔΝΤ.
Το δέλεαρ του συμβιβασμού
Με δεδομένο ότι και το ΔΝΤ, πέρα από τις ριζικά αντίθετες προς την ευρωπαϊκή τρόικα θέσεις του για τις προβλέψεις του Μνημονίου, δεν μπορεί να προβεί σε οριστική ανάλυση της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους χωρίς αποσαφήνιση όλων των μέτρων ελάφρυνσης, και άρα μπορεί για πολλούς ακόμη μήνες να αποφεύγει να λάβει απόφαση, δημιουργείται μια αρκετά ισχυρότερη πίεση για «εμπροσθοβαρή» συζήτηση και περιγραφή των αφανών προς το παρόν μεσοπρόθεσμων μέτρων που υποτίθεται ότι επεξεργάζεται ο ESM. Κι αυτή η πίεση ενισχύεται από το γεγονός ότι το ΔΝΤ προτείνει πολύ συγκεκριμένες παρεμβάσεις στο χρέος μέχρι και το 2070, σύμφωνα με όσα έχουν διαρρεύσει για τις εκθέσεις του.
Το αν η συζήτηση των μεσοπρόθεσμων μέτρων για το χρέος αποτελεί το δέλεαρ της συμβιβαστικής λύσης που κατά τις πληροφορίες προωθούν Γιούνκερ και Ντάισελμπλουμ και ευνοεί η ηγεσία της ΕΚΤ θα φανεί μέχρι τη συνεδρίαση του EuroWorkingGroup, την προσεχή Πέμπτη. Θα φανεί εκεί επίσης αν η πολύπλευρη πίεση που ασκείται στη γερμανική ηγεσία έχει οποιοδήποτε αποτέλεσμα. Σε αντίθετη περίπτωση, απλώς θα αυξηθεί κι άλλο ο οικονομικός και πολιτικός «λογαριασμός» της αξιολόγησης για την κυβέρνηση.