Η μετεξέλιξη της ευρωπαϊκής χριστιανοδημοκρατίας και η διολίσθηση της σοσιαλδημοκρατίας στα νεοφιλελεύθερα κελεύσματα καθόρισε την πορεία προς την χρηματοοικονομική κρίση του 2009, με την υιοθέτηση των αγγλοσαξονικών συνταγών οικονομικής πολιτικής.
Η συζήτηση περί των δασμών του Προέδρου Τραμπ υποκρύπτει τον ρόλο της χρηματιστηριοποίησης (financialization) στην μετατόπιση της βιομηχανικής βάσης των ΗΠΑ και της Ευρώπης προς Ανατολάς.
Η χρηματιστηριοποίηση είναι η αυξανόμενη κυριαρχία των χρηματοπιστωτικών αγορών, των θεσμών και των συναλλαγών στην οικονομία των ανεπτυγμένων χωρών. Η χρηματιστηριοποίηση οδηγεί στην εγκατάλειψη της μαζικής βιομηχανικής παραγωγής στη Δύση, επηρεάζοντας αφενός τις εταιρικές αποφάσεις για τις θέσεις εργασίας και αφετέρου τις αποφάσεις των καθημερινών ανθρώπων.
Στη αναπτυγμένη δυτική οικονομία, πολλές επιχειρήσεις αποσπούν σημαντικές κερδοσκοπικές αποδόσεις μέσω χρηματοοικονομικών δραστηριοτήτων (επαναγορές μετοχών, πολύπλοκα παράγωγα, κρυπτονομίσματα κοκ), εκτοξεύοντας τις αμοιβές των διευθυντικών στελεχών και μειώνοντας τις απολαβές των εργαζομένων.
Στον αντίποδα της Δύσης, οι αναδυόμενες βιομηχανικές δυνάμεις της Ανατολής ενσωμάτωσαν και ανέπτυξαν την τεχνολογία στην παραγωγική δομή τους, βελτιώνοντας σημαντικά την ανταγωνιστική θέση τους έναντι των αναπτυγμένων δυτικών χωρών, διεκδικώντας αυξανόμενο γεωοικονομικό ρόλο.
Το πρόβλημα
Η επαναφορά του προστατευτισμού στις ΗΠΑ τον 21ο αιώνα, είναι απότοκο των εξελίξεων της δεκαετίας του 1970, με την κατάρρευση του Bretton-Woods και τα πετρελαϊκά σοκ, τα οποία αποσταθεροποίησαν τις παραδοσιακές οικονομικές δομές.
Η χρηματιστηριοποίηση της δυτικής οικονομίας απετέλεσε την απάντηση στην πτωτική κερδοφορία, με αποτέλεσμα την αύξηση της ανισότητας των εισοδημάτων και του πλούτου με την συνεχή επέκταση της «παγκοσμιοποίησης», ωφελώντας δυσανάλογα όσους ανήκουν στην κορυφή της κατανομής εισοδήματος και πλούτου.
Η δεκαετία του 1980 χαρακτηρίστηκε από τον συνδυασμό προστατευτισμού και σταδιακής απελευθέρωσης του εμπορίου. Αρχικά οι κυβερνήσεις Ρέιγκαν στις ΗΠΑ και Θάτσερ στο ΗΒ και μετέπειτα η ΕΕ, προχώρησαν στην επιθετική απορρύθμιση των χρηματοπιστωτικών αγορών, με την χρηματοοικονομική μηχανική να απογειώνεται, καθορίζοντας τις επενδυτικές αποφάσεις.
Η πρωτοφανής ενίσχυση του χρηματοπιστωτικού τομέα ανέδειξε σε σημαντικούς πυλώνες της οικονομίας τις επενδυτικές τράπεζες, τα hedge funds και τις εταιρείες ιδιωτικών κεφαλαίων , δίνοντας έμφαση στις υψηλές βραχυπρόθεσμες αποδόσεις, εις βάρος της παραγωγής με τις μικρότερες μεσοπρόθεσμες αποδόσεις.
Η κρίση του 2009 διέκοψε βίαια την πορεία της χρηματιστηριοποίησης της οικονομίας βυθίζοντας την παγκόσμια οικονομία σε ύφεση και αποσυντονισμό των εφοδιαστικών αλυσίδων της παραγωγής.
Η ποσοτική χαλάρωση για την στήριξη του χρηματοπιστωτικού τομέα, οδήγησε σε πληθωρισμό των περιουσιακών στοιχείων, αποκαθιστώντας εν μέρει τις εφοδιαστικές αλυσίδες, αλλά επιτείνοντας την αναδιανομή υπέρ των πλουσίων, μειώνοντας περαιτέρω τα πραγματικά εισοδήματα των εργαζομένων και κυρίως των μεσαίων οικονομικών στρωμάτων.
Η ταχεία ανάπτυξη της βιομηχανίας και της τεχνολογίας στις αναδυόμενες οικονομίες κυρίως Κίνας, Ινδίας και Νότιας Κορέας εκτόξευσαν την ανταγωνιστική θέση τους στη διεθνή οικονομία, ενώ η αποβιομηχάνιση των ΗΠΑ και ΕΕ συνοδεύτηκε με αύξηση του δημόσιου χρέους.
Στις ΗΠΑ το δημόσιο χρέος αυξήθηκε χωρίς να αποσταθεροποιείται η οικονομία, λόγω το δολαρίου ως αποθεματικού νομίσματος και των ομολόγων του αμερικανικού δημοσίου ως «ασφαλούς παραδείσου». Η ΕΕ ακολούθησε το υπόδειγμα της γερμανικής εξαγωγικής οικονομίας σε συγκεκριμένους κλάδους με περιορισμό των μισθών και δημοσιονομική πειθαρχία.
Σε αυτό το περιβάλλον, οι «αντισυστημικές φωνές» της συντηρητικής πτέρυγας, εξέφρασαν τους «χαμένους της παγκοσμιοποίησης», προβάλλοντας ως διέξοδο την επαναφορά του προστατευτισμού, την ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής και την αύξηση των θέσεων εργασίας. Όμως, η υλοποίηση της υπόσχεσης εξαρτάται περισσότερο από την ρύθμιση της χρηματιστηριοποίησης και λιγότερο από τον προστατευτισμό.
Οι δασμοί Τραμπ προξενούν διαταραχές των αλυσίδων εφοδιασμού με τη θεμελιώδη αναδιάταξη του παγκόσμιου εμπορίου να είναι σε εξέλιξη. Η διάσπαση αυτή, σε συνδυασμό με τις δηλώσεις αμφισβήτησης της ανεξαρτησίας των κεντρικών τραπεζών του Προέδρου των ΗΠΑ και την προτίμηση του για ασθενέστερο δολάριο, απειλεί τη διεθνή οικονομία με παρατεταμένη περίοδο στασιμοπληθωρισμού.
Στην πραγματικότητα οι δασμοί Τραμπ φέρνουν στο προσκήνιο την αιχμή της γεωπολιτικής σύγκρουσης, εμπλέκοντας την πολιτική οικονομία του μονοπολικού διεθνούς συστήματος ασφαλείας υπό την κυριαρχία των ΗΠΑ, στο αναδυόμενο πολυπολικό σύστημα ασφαλείας με αναβάθμιση του ρόλου των αναδυόμενων βιομηχανικών χωρών και κυρίως της Κίνας.
Και η Ευρώπη;
Η ΕΕ παραμένει προσκολλημένη στο προηγούμενο υπόδειγμα λειτουργίας, συνεχίζει με έμφαση στην παγκοσμιοποίηση, τη δημοσιονομική πειθαρχία και τους χαμηλούς μισθούς με εργασιακή ευελιξία. Το ευρωπαϊκό αφήγημα εστιάζει στη γεωοικονομία για την ανάταξη της ευρωπαϊκής οικονομίας, κατά το προηγούμενο της επέκτασης στην Ανατολική Ευρώπη. Υπό το πρίσμα αυτό ο πόλεμος στην Ουκρανία και η εκμετάλλευση των σπάνιων γαιών, καθίσταται προτεραιότητα.
Η προσέγγιση αυτή συνταιριάζει με την αναζωογόνηση της αμυντικής βιομηχανίας και της χρήσης της τεχνητής νοημοσύνης, ως εργαλεία ανάταξης της κερδοφορίας των ευρωπαϊκών εταιρειών. Δύο είναι τα κύρια προβλήματα της συγκεκριμένης πολιτικής: Αφενός, στην τεχνητή νοημοσύνη η απόσταση της ΕΕ από την Κίνα και τις ΗΠΑ δεν καλύπτεται σύμφωνα με τους ειδικούς και αφετέρου η ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία προϋποθέτει την πολιτική ενοποίηση της Ευρώπης, ενώ απαιτεί μία δεκαετία για να προσφέρει αποτελέσματα.
Η ΕΕ μπορεί να αυτονομηθεί από τις οικονομικές επιλογές των ΗΠΑ, με εμβάθυνση της πολιτικής ενοποίησης, ενιαία δημοσιονομική πολιτική, κοινωνική συνοχή, ενίσχυση περιφερειακής πολιτικής, ρύθμιση της χρηματοπιστωτικής αγοράς, αποδολαριοποίηση των συναλλαγών της ΕΕ με τρίτες χώρες και ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική από τις ΗΠΑ, με στόχο τη διαμόρφωση της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής ασφαλείας, η οποία θα αναβαθμίζει την ΕΕ στο πολυπολικό διεθνές σύστημα ασφαλείας.
Επί του παρόντος, ο γερμανο-γαλλικός άξονας σχεδιάζει το μέλλον της ΕΕ με όρους συγκερασμού εθνικών συμφερόντων, θέτοντας σε δεύτερη μοίρα το ευρωπαϊκό συμφέρον. Όσο συνεχίζεται η σημερινή πολιτική των Βρυξελλών, η ΕΕ θα παραμένει στο έλεος των επιλογών του Προέδρου Τραμπ.



























