Ουδέν κακόν αμιγές καλού, να κάτι που εύχομαι να μπορέσουμε να πούμε, από μια στιγμή και ύστερα, μετά απ’ όσα συμβαίνουν μετά την άνοδο του Τραμπ στην εξουσία και την ουσιαστική διάρρηξη των σχέσεων των ΗΠΑ με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Εντωμεταξύ ο Τραμπ έχει φλομώσει τον κόσμο στα ψέματα. Από τα τελευταία του είναι πως οι ΗΠΑ έχουν, υποτίθεται, δώσει 350 δισ. δολάρια στην Ουκρανία, ενώ η Ευρώπη πολύ λιγότερα και μάλιστα ως δάνεια. Στην πραγματικότητα, οι ΗΠΑ έχουν διαθέσει περίπου 120 δισ., ενώ η Ευρώπη έχει συνεισφέρει περισσότερα, σε μεικτή μορφή. Όπως υποστηρίζει ο Ντανι Ρόντρικ για τον Τραμπ αυτός στην πρώτη του θητεία ήταν «ένας πλούσιος επιχειρηματίας και μια διασημότητα περιβαλλόμενη από ένα μείγμα συμβατικών Ρεπουμπλικάνων πολιτικών, από χρηματοδότες της Wall Street και από υποστηρικτές του οικονομικού εθνικισμού. Αλλά αυτή τη φορά, σε αυτές τις ομάδες προστέθηκαν μέλη της τεχνοδεξιάς, που εκπροσωπούνται με τον πιο κραυγαλέο τρόπο από τον Έλον Μασκ, τον πλουσιότερο άνθρωπο στον κόσμο».[1]Συνεχίζοντας παρακάτω τονίζει πως «με τους υποστηρικτές της ελίτ του Τραμπ να δίνουν προτεραιότητα στις δικές τους στενές ατζέντες έναντι των δημοκρατικών αρχών, ο κίνδυνος διολίσθησης προς τον αυταρχισμό θα πρέπει να είναι προφανής. Ευτυχώς, ωστόσο, το ακόμη πιο πιθανό αποτέλεσμα είναι ότι αυτές οι ανταγωνιστικές ατζέντες σύντομα θα συγκρουστούν, προκαλώντας την έκρηξη του συνασπισμού Τραμπ».[2]
Από τη δική του μεριά ο ιστορικός Τίμοθι Σνάιντερ σε συνέντευξή του στον Gurdian βάπτισε όλα αυτά ως “μασκοτραμποβία” και τοποθέτησε το ζήτημα στη σωστή βάση λέγοντας ότι το 2025 δεν μας αφορά αυτό που πιστεύει η Αμερική, αλλά το τι μπορεί να κάνει η Ευρώπη.[3] Εδώ για την Ευρώπη ελλοχεύει ένας μεγάλος εσωτερικός και όχι εξωτερικός κίνδυνος. Να πιάσουν στασίδι στο δημόσιο λόγο, εκείνοι που δήθεν ενδιαφέρονται για αυτήν, αλλά στην ουσία αρνούνται την ίδια την αυτόνομη ύπαρξή της. Αυτοί εξανίστανται δήθεν για την αδύναμη Ευρώπη, ενώ στην ουσία χαίρονται να είναι αδύναμη και θα χαίρονταν ακόμη περισσότερο, αν ήταν ακόμη πιο αδύναμη. Η Ρωσία δεν απειλεί τη Γαλλία, τη Μεγάλη Βρετανία, τη Γερμανία, λένε. Δεν μας λένε όμως αν απειλεί τις χώρες της Βαλτικής, τη Μολδαβία και την Πολωνία. Και αν απειλεί αυτές, απειλεί τους πάντες. Σίγουρα ο Πούτιν κατανοεί πως ο στρατός και το ναυτικό του δεν είναι αξιόμαχα. Αυτό όμως τον κάνει λιγότερο επικίνδυνο; Όχι βεβαίως γιατί τίποτα δεν αποκλείει να προσφύγει στα πυρηνικά του. Κανείς δεν μπορεί να μετρήσει που μπορεί να φτάσει η αίσθηση του μεγαλείου ενός δικτάτορα που εδώ και 25 χρόνια φυλακίζει και δολοφονεί όποιον και όποια διαφωνεί μαζί του. Και όμως ο Τραμπ ανακαλύπτει δικτάτορες στο πρόσωπο του Ζελένσκι και όχι του Πούτιν ή όπως δείχνουν οι εξελίξεις και στο δικό του.
Τι πρέπει να κάνει η Ευρώπη; Πριν απαντήσουμε, χρειάζεται εν συντομία να διευκρινίσουμε το τι είναι αυτή. Αυτή δεν είναι απλά η αφηρημένη έννοια της δημοκρατίας, ούτε καν η ελευθερία ή η εξουσία του νόμου. Ευρώπη είναι το κοινωνικό της μοντέλο ως μια λογική που «αφορούσε τα κοινωνικά δικαιώματα, την κοινωνική αλληλεγγύη και τη συλλογική ευθύνη την οποία είναι σωστό και εφικτό να επωμίζεται το σύγχρονο κράτος».[4] Επομένως η αντίδρασή της απέναντι σ’ αυτόν, για να πείσει τους Ευρωπαίους δεν μπορεί να εστιάζει μόνο στην αμφιλεγόμενη αύξηση των αμυντικών δαπανών, αλλά στη γενναία ενίσχυση του Κράτους Πρόνοιας. Ο «εύκολος» τρόπος με τον οποίο παραμερίστηκαν τα «διαβόητα» φρένα χρέους και βρέθηκαν 1,3 δις για την ενίσχυση της άμυνας και των υποδομών, αποδεικνύει πως τα όρια που έθετε το Σύμφωνο Σταθερότητας για τη δημοσιονομική σταθερότητα, ήταν καθαρά μια πολιτική απόφαση που αποσκοπούσε στη μείωση και μόνο των κοινωνικών δαπανών. Από καμία οικονομική ανάγκη δεν έβγαινε κάτι τέτοιο. Το Σύμφωνο Σταθερότητας ήταν μια νεοφιλελεύθερη πολιτική απόφαση προς το συμφέρον του μεγάλου πλούτου. Τι άλλη ανάγκη έχουμε άλλωστε για να το καταλάβουμε αυτό, αν δούμε τα δισεκατομμύρια που το 2008-2009 δόθηκαν στις Τράπεζες, εφαρμόζοντες πολιτικές κεϊνσιανισμού γι’ αυτές και νεοφιλελευθερισμού για τους αδύναμους και τους μεσαίους; Αμέσως μετά την κρίση του 2008 ακολούθησε ένα Πρόγραμμα Αγοράς Ομολόγων του Δημοσίου της Fed, το οποίο είχε ως αποτέλεσμα τη διάσωση των υπόλοιπων τραπεζών, αλλά από την άλλη κατέδειξε πως οι λογικές της ανεξέλεγκτης δράσης της χρηματοπιστωτικής ολιγαρχίας ήταν καταστροφικές. Όταν τα πράγματα δυσκόλεψαν, η ανεξέλεγκτη χρηματοπιστωτική αγορά παραχώρησε τη θέση της στην κρατική χρηματοδότηση τραπεζών και υγιούς οικονομίας. Αυτό είναι ένα μάθημα για το τι πρέπει να γίνει στον τομέα της οικονομίας για να αντιμετωπίσει η Ευρώπη την εναντίον της επίθεση από τον Τραμπ.
Δεν φτάνει όμως μόνο αυτό; Η ευρωπαϊκή απάντηση δεν αφορά μόνο την οικονομική (ευρωομόλογο), πολιτική και κοινωνική ενοποίηση της Ευρώπης. Αφορά και μια πολιτισμική απάντηση. Χρειάζεται και μια κοινή πολιτισμική απάντηση στον τραμπικό αντι-Διαφωτισμό. Αυτή θα είναι απάντηση στον εθνικισμό και στη νοσταλγία του εθνικού κράτους που έχουν πιάσει στασίδι στις ευρωπαϊκές κοινωνίες. Η οποιαδήποτε αμυντική ενίσχυση θα αποτύχει, αν δεν προχωρήσει η ομοσπονδοποίηση της Ευρώπης. Αλλά και αυτή δεν φτάνει, αν δεν ενισχυθούν τα μεσαία και αδύναμα κοινωνικά στρώματα. Όλα αυτά μπορούν να δώσουν απαντήσεις στον επεκτατισμό του Τραμπ και στον ρατσισμό του ιδίου και των ευρωπαίων ακροδεξιών θαυμαστών του. Και αυτά όμως δεν φτάνουν, αν ένας άνεμος νέου Διαφωτισμού δεν δροσίσει την Ευρώπη. Αυτός ο πόλεμος είναι ένας πόλεμος μεταξύ των διάσπαρτων δυνάμεων του Διαφωτισμού και των συσπειρωμένων δυνάμεων του αντι-Διαφωτισμού, μεταξύ όσων αντιτίθενται στον εθνικολαϊκισμό και όσων ζουν απ’ αυτόν και μεταξύ δημοκρατικών και ολοκληρωτικών κοινωνιών.
Αν όντως η αντιπαλότητα είναι μεταξύ όλων των προαναφερθέντων, τότε καμία «αριστερή» πολιτική ίσων αποστάσεων- ναι είμαστε κατά του Πούτιν, αλλά και αυτός ο Ζελένσκι, ρε παιδί μου, τι το ήθελε να ζητήσει να μπει στο ΝATO και στην ΕΕ και γιατί επιτέλους δεν παραχωρεί τα εδάφη που θέλει ο Πούτιν; - δεν νομιμοποιείται. Δεν υπάρχουν ίσες αποστάσεις ανάμεσα στη σωτηρία των Δημοκρατιών και στους πάσης φύσεως νοσταλγούς του αυταρχισμού. Ακόμη και αν αυτές οι δημοκρατίες έχουν μεγάλες αδυναμίες, όπως οι δυτικές, αλλά και χτυπητά ελαττώματα όπως η νεότευκτη ουκρανική δημοκρατία, δεν παύουν να είναι πολύ πιο ελκυστικές από την πουτινική δικτατορία και τον τραμπικό παραλογισμό. Θα ζήσουμε πολλά ακόμη. Αν θα τα ζήσουμε, γιατί με τέτοιους «ειρηνοποιούς» σαν τον Τραμπ και τον Πούτιν μπορεί και να μη προλάβουμε να τα ζήσουμε. Δεν βοηθούν εκείνες οι «αριστερές» φωνές που επί της ουσίας συμφωνούν με την τραμπική και πουτινική ερμηνεία του πολέμου στην Ουκρανία. Ερμηνεία που αντί να βλέπει πως ένας λαός ανθίσταται με σθένος και αυταπάρνηση, έχοντας κάνει μεγάλες θυσίες, σε μια ιμπεριαλιστική κτηνώδη εναντίον του επίθεση. Εκείνες οι φωνές που λένε πως αυτός ο πόλεμος είναι πόλεμος μεταξύ δυο ιμπεριαλισμών, του πουτινικού και του αμερικανικού, με την Ουκρανία να έχει αναλάβει το ρόλο του εκπροσώπου της Δύσης. Ακόμη και ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Μάρκο Ρούμπιο ανέλαβε να καθαρίσει τον Πούτιν από τις βρωμιές του δηλώνοντας πως ο πόλεμος Ουκρανίας- Ρωσίας είναι πόλεμος της Δύσης κατά της Ρωσίας με αντιπρόσωπο τον Ζελένσκι. Ευτυχώς η πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική απ’ αυτές τις απόψεις, αλλά πολύ δυστυχώς αυτές είναι κυρίαρχες σε μεγάλα τμήματα των κοινωνιών και σε πολλούς διαμορφωτές της κοινής γνώμης. Ο πόλεμος δεν είναι μεταξύ Δύσης και Ρωσίας με ενδιάμεσο τον Ζελένσκι, αλλά μεταξύ νέου Διαφωτισμού και παλαιού αντί-Διαφωτισμού.
(Ο Γιώργος Σιακαντάρης είναι διδάκτωρ κοινωνιολογίας, συγγραφέας-Το άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από το ηλεκτρονικό περιοδικό "Άνθρωπος")





























