Ως μη συμπληρωματικά στοιχεία κρίθηκαν οι κινήσεις και τα υπόλοιπα ημεδαπών τραπεζικών καταθέσεων που παραδόθηκαν στη φορολογική διοίκηση κατόπιν εισαγγελικής παραγγελίας, με απόφαση που επιβεβαιώνει τον κανόνα της πενταετούς παραγραφής στους φορολογικούς ελέγχους.
Η υπόθεση αφορούσε πράξη διορθωτικού προσδιορισμού φόρου, με την οποία η φορολογική αρχή υποστήριξε ότι στοιχεία από τραπεζικούς λογαριασμούς φορολογουμένου στην Ελλάδα, τα οποία ελήφθησαν μέσω εισαγγελικής παραγγελίας, συνιστούν «συμπληρωματικά στοιχεία» και, ως εκ τούτου, δικαιολογούν την παράταση της παραγραφής από πέντε σε δέκα έτη.
Ο φορολογούμενος άσκησε έφεση και το Διοικητικό Εφετείο δικαίωσε τον ισχυρισμό του, κρίνοντας ότι οι συγκεκριμένες τραπεζικές κινήσεις και τα υπόλοιπα δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως συμπληρωματικά στοιχεία. Όπως έκρινε το δικαστήριο, πρόκειται για δεδομένα στα οποία η φορολογική αρχή έχει πρόσβαση και δυνατότητα ελέγχου στο πλαίσιο ενός τακτικού φορολογικού ελέγχου, χωρίς να απαιτείται η επίκληση εξαιρετικών περιστάσεων.
Η κρίση αυτή επικυρώθηκε από το Συμβούλιο της Επικρατείας, το οποίο υπογράμμισε ότι ως συμπληρωματικά στοιχεία νοούνται αποκλειστικά εκείνα που δεν ήταν δυνατό να περιέλθουν σε γνώση της φορολογικής αρχής εντός της πενταετούς προθεσμίας παραγραφής.
Το ανώτατο δικαστήριο τόνισε ότι το γεγονός πως τα στοιχεία εντοπίστηκαν στο πλαίσιο φορολογικού ελέγχου που κινήθηκε κατόπιν εισαγγελικής παραγγελίας δεν μεταβάλλει τον χαρακτήρα τους ούτε αναιρεί την εφαρμογή του γενικού κανόνα περί πενταετούς παραγραφής.
Με την απόφαση, το Συμβούλιο της Επικρατείας απέρριψε την αίτηση αναίρεσης της φορολογικής αρχής, βάζοντας οριστικό τέλος στη διαφορά.
























