Η Ρωσία σχεδιάζει τη συγχώνευση των μεγαλύτερων πετρελαϊκών της εταιρειών σε έναν ενιαίο κρατικό ενεργειακό «γίγαντα», προκειμένου να ενισχύσει τη θέση της στις παγκόσμιες αγορές ενέργειας και να ενδυναμώσει την οικονομία της εν μέσω πολεμικών συνθηκών. Σύμφωνα με πηγές στη Wall Street Journal, η κρατική Rosneft θα απορροφήσει την Gazprom Neft – θυγατρική της Gazprom – και την ανεξάρτητη Lukoil, δημιουργώντας τον δεύτερο μεγαλύτερο παραγωγό αργού παγκοσμίως μετά τη Saudi Aramco και αντλώντας σχεδόν τριπλάσια ποσότητα πετρελαίου από την αμερικανική Exxon Mobil. Η κίνηση αυτή εκτιμάται ότι θα επιτρέψει στη Ρωσία να επιτυγχάνει υψηλότερες τιμές από αγορές όπως η Ινδία και η Κίνα.
Η ιδέα της συγχώνευσης δεν είναι καινούρια και έχει εμφανιστεί περιοδικά την τελευταία δεκαετία, αλλά οι προηγούμενες προσπάθειες απορρίφθηκαν λόγω αντίθεσης στελεχών και δυσκολιών στη συγκέντρωση κεφαλαίων για την αποζημίωση των μετόχων. Ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν επιδιώκει τη δημιουργία ενός ενεργειακού κολοσσού που θα ανταγωνιστεί τη Σαουδική Αραβία, ενώ η ζήτηση για πετρέλαιο παραμένει υψηλή, αν και επηρεάζεται από την αυξανόμενη στροφή σε πιο πράσινες εναλλακτικές λύσεις.
Το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο, που αντιπροσωπεύουν το ένα τρίτο των ρωσικών εσόδων, ενισχύουν την παγκόσμια επιρροή της χώρας, καθώς ο Πούτιν έχει ήδη αναδιαμορφώσει την πετρελαϊκή βιομηχανία από την άνοδό του στην εξουσία, αναδιανέμοντας τη δύναμη σε συμμάχους του.
Σήμερα, οι ρωσικές πετρελαϊκές συνεργάζονται στο πλαίσιο του ΟΠΕΚ+, αν και διατηρούν ανταγωνισμό για μερίδια αγοράς και επιρροή από την κυβέρνηση. Οι υποστηρικτές της συγχώνευσης θεωρούν ότι ένας ενιαίος κολοσσός θα μπορούσε να επιτύχει υψηλότερα κέρδη, καθώς το πετρέλαιο και από τις τρεις εταιρείες θα διατίθεται μέσω του εμπορικού βραχίονα της Lukoil, Litasco, με έδρα το Ντουμπάι.
Η Rosneft δυσκολεύτηκε να μεγιστοποιήσει τα κέρδη των εξαγωγών της και βασίστηκε σε ένα μυστικό δίκτυο εμπορικών και ναυτιλιακών εταιρειών, ενώ η Lukoil είχε δημοσίως αντιταχθεί στον πόλεμο το 2022.