Το 2023 η Ελλάδα έχασε έδαφος και υποχώρησε στην 49η θέση ενώ το 2021 είχε φτάσει μέχρι και την 46η.
Η χαμηλή ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας προέρχεται από την υποχώρηση στις δύο από τις τέσσερις κατηγορίες δεικτών της μεθοδολογίας της Παγκόσμιας Επετηρίδας Ανταγωνιστικότητας του IMD.
Ειδικότερα, η χώρα παρουσιάζει υποχώρηση στην κατηγορία των δεικτών της Οικονομικής Αποδοτικότητας κατά επτά θέσεις και από την 51η πέρυσι βρίσκεται πλέον στην 58η και στην κατηγορία της Επιχειρηματικής Αποτελεσματικότητας, όπου η Ελλάδα υποχώρησε κατά δύο θέσεις και από την 46η το 2022 βρίσκεται πλέον στην 48η.
Σύμφωνα με την έρευνα:
- Αν και αυξήθηκε η συμμετοχή των επενδύσεων στη διαμόρφωση του ΑΕΠ, ωστόσο παραμένουμε πολύ χαμηλά από τον στόχο να φτάσει το μερίδιο του λεγόμενου «ακαθάριστου σχηματισμού παγίου κεφαλαίου» κοντά στο 20% που ήταν πριν ξεσπάσει η κρίση. Προς το παρόν βρισκόμαστε στο 14% και αυτό χάρη στην ώθηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης.
- Το εμπορικό ισοζύγιο παραμένει βαθιά ελλειμματικό. Η ενεργειακή κρίση μάς επηρέασε περισσότερο από άλλες χώρες λόγω της ενεργειακής εξάρτησης της Ελλάδας από τις εισαγωγές, ωστόσο το μεγάλο έλλειμμα μας φέρνει στην προτελευταία θέση διεθνώς.
- Το δημόσιο χρέος μπορεί να βελτιώνεται ως αναλογία του ΑΕΠ, αλλά παραμένει το υψηλότερο στην Ευρώπη. Το ίδιο ισχύει και για την πιστοληπτική ικανότητα της χώρας. Ανακτήθηκε η επενδυτική βαθμίδα, αλλά καμία άλλη ευρωπαϊκή χώρα δεν έχει τόσο χαμηλή βαθμολογία.
- Το χρηματοπιστωτικό σύστημα δεν είναι υποστηρικτικό όσο θα έπρεπε για νοικοκυριά και επιχειρήσεις.
- Το brain drain αντιμετωπίζεται ως παράγοντας μείωσης της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων.
- Η προστιθέμενη αξία δραστηριοτήτων μέτριας και υψηλής έντασης τεχνολογίας ως ποσοστό της συνολικής προστιθέμενης αξίας της μεταποίησης, κατατάσσει την Ελλάδα στην 55η θέση.