Καθώς ο Ντόναλντ Τραμπ εξετάζει το ενδεχόμενο ενεργού εμπλοκής των ΗΠΑ στο πόλεμο του Ισραήλ και το Πεντάγωνο ανασυντάσσει τις στρατιωτικές δυνάμεις του στη Μέση Ανατολή, η Αμερικανή Schuyler Mitchell μας θυμίζει ένα ερώτημα που είχε θέσει ο Λέων Τολστόι: «Πόσοι άνθρωποι χρειάζονται για να μετατρέψουν ένα έγκλημα σε αρετή;»
Παραφράζοντας τον Αμερικανό υπέρμαχο του χριστιανικού αναρχισμού Άντιν Μπαλού, ο Τολστόι έγραφε το 1984: «Ένας άνθρωπος δεν μπορεί να σκοτώσει. Αν σκοτώσει έναν συνάνθρωπό του, είναι δολοφόνος. Αν το κάνουν δύο, δέκα, εκατό άνθρωποι, και πάλι είναι δολοφόνοι. Όμως, μια κυβέρνηση ή ένα έθνος μπορεί να σκοτώσει όσους ανθρώπους θέλει, και αυτό δεν θα θεωρηθεί δολοφονία, αλλά μια μεγάλη και ευγενής πράξη.»
Η Mitchell έπεσε πάνω σε αυτό το απόσπασμα τον περασμένο Απρίλιο, έξι μήνες μετά την έναρξη της γενοκτονίας του Ισραήλ στη Γάζα. Εκείνη τη στιγμή, ο πόλεμος φαινόταν σαν να διαρκούσε ήδη μια ολόκληρη ζωή. Εκ των υστέρων, καταλαβαίνουμε πως μόλις είχε αρχίσει. «Πάνω από 130 χρόνια μετά τη συγγραφή της πραγματείας του Τολστόι, με εντυπωσιάζει το γεγονός ότι οι πολιτικοί ηγέτες εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν τον πόλεμο όχι μόνο ως κάτι αναπόφευκτο, ως κάτι ενάρετο και καλό», σημειώνει.
«Βρισκόμαστε στη μέση μιας από τις μεγαλύτερες στρατιωτικές επιχειρήσεις στην ιστορία», δήλωσε ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Μπενιαμίν Νετανιάχου σε ένα βιντεοσκοπημένο μήνυμα που δόθηκε στη δημοσιότητα στις 13 Ιουνίου, λίγο μετά την έναρξη σειράς ισραηλινών αεροπορικών επιδρομών στο Ιράν. Απευθυνόμενος υποτίθεται απευθείας στον ιρανικό λαό, συνέχισε: «Καθώς επιτυγχάνουμε τους στόχους μας, ανοίγουμε τον δρόμο για να επιτύχετε κι εσείς τον δικό σας στόχο, που είναι η ελευθερία. …Το φως σας θα νικήσει το σκοτάδι.»
Πρόκειται για ξεκαθαρή προπαγάνδα: Η επίθεση του Ισραήλ στο Ιράν ήταν μια πράξη απροκάλυπτης επιθετικότητας κι όχι ανθρωπιστικής ανησυχίας. Αν και το πρώτο κύμα των αεροπορικών επιδρομών στόχευσε ιρανικές πυρηνικές εγκαταστάσεις, μέσα σε λιγότερο από μία εβδομάδα, το Ισραήλ έπληξε τον κρατικό ραδιοτηλεοπτικό φορέα του Ιράν και σκότωσε περισσότερους από 200 πολίτες.
Ο Νετανιάχου υποστηρίζει ότι οι στρατιωτικές του ενέργειεις ήταν προληπτικές, ωστόσο δεν υπάρχουν αποδείξεις ότι επίκειτο πυρηνική επίθεση από το Ιράν, ούτε ότι το Ιράν διαθέτει πυρηνικό όπλο ή είναι σε θέση να το κατασκευάσει σύντομα. Την ίδια στιγμή, αξιωματούχοι των ΗΠΑ και του Ισραήλ μιλούν πλέον για την αλλαγή καθεστώτος ως τελικό στόχο.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες, με πολλούς τρόπους, συμμετέχουν ήδη στον πόλεμο κατά του Ιράν, στέλνοντας χρήματα και όπλα στο Ισραήλ και καταρρίπτοντας ιρανικούς πυραύλους.
Όμως το Ισραήλ ζητά πλέον από τις ΗΠΑ να συμμετάσχουν άμεσα στη στρατιωτική του επίθεση - μια ενέργεια στην οποία υποστηρίζει μόλις το 25% των Αμερικανών.
Γνωρίζουμε ότι μια ακόμη στρατιωτική επέμβαση των ΗΠΑ θα ήταν καταστροφική· ξανά και ξανά, έχουμε δει πώς ο πόλεμος αποσταθεροποιεί ολόκληρες περιοχές.
Κατά τη διάρκεια των προκριματικών εκλογών για την προεδρία το 2016, ο Τραμπ είχε καταφερθεί εναντίον του Τζορτζ Μπους του νεότερου για την εισβολή στο Ιράκ το 2003, τονίζοντας ότι ο πρώην πρόεδρος είχε πει ψέματα σχετικά με τα όπλα μαζικής καταστροφής του Σαντάμ Χουσεΐν.
{https://www.youtube.com/watch?v=iiw0ILaXJf0&ab_channel=CNN}
Προηγουμένως, το 2011, ο Τραμπ είχε επιτεθεί στη εξωτερική πολιτική του Ομπάμα, ισχυριζόμενος ότι ο τότε πρόεδρος θα ξεκινούσε πόλεμο με το Ιράν για να επανεκλεγεί - «επειδή δεν έχει καμία ικανότητα να διαπραγματευτεί. Είναι αδύναμος και αναποτελεσματικός.»
{https://www.youtube.com/shorts/siIXYtutmW8}
Αυτό το είδος ρητορικής επέτρεψε στον Τραμπ να παρουσιάζεται ως αντιπολεμικός υποψήφιος στις προεκλογικές εκστρατείες μεταξύ 2016 και 2024, διαχωρίζοντας την θέση του τόσο από τους φιλοπόλεμους Δημοκρατικούς όσο και από τη νεοσυντηρητική πτέρυγα του ίδιου του κόμματός του.
Τώρα το MAGA διχάζεται για το αν οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να συμμετάσχουν στην επίθεση του Ισραήλ κατά του Ιράν. Εκπροσωπώντας τη φιλοπόλεμη πλευρά των Ρεπουμπλικανών, ο γερουσιαστής Λίντσεϊ Γκράχαμ κάλεσε τον Τραμπ να στηρίξει «με όλη του τη δύναμη» μια επίθεση στο Ιράν. Ο ακροδεξιός πολιτικός σχολιαστής Τάκερ Κάρλσον, ωστόσο, επέκρινε τους πολεμοχαρείς επειδή εγκατέλειψαν τη δέσμευση στο δόγμα «America First» — σχόλια που προκάλεσαν έντονη αντίδραση του Τραμπ στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
«Κάποιος να εξηγήσει στον τρελό Τάκερ Κάρλσον ότι "ΤΟ ΙΡΑΝ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΕΧΕΙ ΠΥΡΗΝΙΚΟ ΟΠΛΟ!"» έγραψε ο Τραμπ στο Truth Social, προσθέτονας στη συνέχεια πως το «America First» σημαίνει πολλά σπουδαία πράγματα.
Ο διχασμός των «πιστών» του στο ζήτημα του Ιράν και οι μέχρι τώρα αποφάσεις του προέδρου στην εξωτερική πολιτική δείχνουν ξεκάθαρα ότι πως ο «αντιπολεμικός Τραμπ» ήταν ανέκαθεν ένας μύθος.
Η πραγματικότητα είναι ότι - σε αντίθεση με το λαϊκό αίσθημα - δεν υπάρχει ουσιαστική πολιτική εκπροσώπηση στις ΗΠΑ για όσους είναι πραγματικά κατά του πολέμου.
Σύμφωνα πάντα με την Mitchell, πέρα από μερικούς προοδευτικούς στο Κογκρέσο, οι Δημοκρατικοί είτε σιωπούν είτε στηρίζουν την ιδέα μιας αμερικανικής επίθεσης στο Ιράν. Και το δόγμα «America First» δεν αποτελεί βιώσιμη εναλλακτική για τους ψηφοφόρους, ούτε αμφισβητεί τις ρίζες του προβλήματος.
Χαρακτηριστικές είναι οι δηλώσεις της Ρεπουμπλικανής Μάρτζορι Τέιλορ Γκριν: «Φοβάμαι πραγματικά ότι παρακολουθούμε την αρχή του τέλους της αμερικανικής αυτοκρατορίας», ανέφερε προβληματισμένη από τις πρόσφατες εξελίξεις στο αμφιλεγόμενο podcast War Room του Στιβ Μπάνον. Αυτό το είδος της δήθεν «αντιπολεμικής» στάσης υπηρετεί απροκάλυπτα την ιμπεριαλιστική βία - δεν την αντιμάχεται.
Καθώς ο Τραμπ προσπαθεί να «πατήσει και στις δύο βάρκες» του MAGA, Αμερικανοί και Ισραηλινοί αξιωματούχοι δίνουν από την πρώτη στιγμή αντικρουόμενες δηλώσεις σχετικά με τον βαθμό ενημέρωσης και εμπλοκής των ΗΠΑ.
Αυτή η παραπλάνηση φαίνεται να είναι μέρος της στρατηγικής: ο πρόεδρος μπορεί να επαναλαμβάνει όσο θέλει ότι επιδιώκει τη διπλωματία, αλλά αυτό δεν αλλάζει τα πραγματικά γενονότα. Στις 16 Ιουνίου, ο Τραμπ κάλεσε τα 10 εκατομμύρια Ιρανούς που ζούν στην πρωτεύουσα να «εκκενώσουν αμέσως» την Τεχέρανη - κάτι αδύνατο και εντελώς αντιφατικό με τη ρητορική περί ειρηνικής επίλυσης.
Αν και η κυβέρνηση Τραμπ αρχικά ζητούσε διπλωματική λύση, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ήταν ο Τραμπ που το 2018 απέσυρε μονομερώς τις ΗΠΑ από τη συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν.
Η συμφωνία αυτή, η οποία είχε διαπραγματευτεί ο Μπαράκ Ομπάμα το 2015 με άλλους παγκόσμιους ηγέτες, περιόριζε τις πυρηνικές δραστηριότητες του Ιράν και προέβλεπε αυξημένους διεθνείς ελέγχους, με αντάλλαγμα την άρση ορισμένων οικονομικών κυρώσεων. Μετά την αποχώρηση των ΗΠΑ, το Ιράν άρχισε να παραβιάζει τους όρους της συμφωνίας, εντείνοντας τον εμπλουτισμό ουρανίου. Οι σχέσεις ΗΠΑ - Ιράν επιδεινώθηκαν περαιτέρω τον Ιανουάριο του 2020, όταν ο Τραμπ ενέκρινε την εξόντωση του Ιρανού στρατηγού Κασέμ Σουλεϊμανί με επίθεση drone.
Όπως έγραφε ο Μουρτάζα Χουσεΐν στο The Intercept το 2021, «αντί για διπλωματική συμφωνία, η κυβέρνηση Τραμπ διεξήγαγε μια εκστρατεία οικονομικής πίεσης, σαμποτάζ και δολοφονιών ηγετικών στελεχών του Ιράν».
Σε αντίθεση με τη συμφωνία του 2015, αυτές οι τακτικές δεν πέτυχαν να περιορίσουν το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν.
Πηγή: Truthout.org




























