Πολιτική

Ο «νέος σερίφης» και η αποτυχία Μητσοτάκη

Ο «νέος σερίφης» και η αποτυχία Μητσοτάκη Φωτογραφία: Aris Oikonomou / SOOC
Οι ΗΠΑ πλέον δεν μπαίνουν καν στον κόπο να βρουν άλλη δικαιολογία για τις πράξεις τους πλην των συμφερόντων τους.

«Έχει έρθει νέος σερίφης στην πόλη». Η φράση του Αμερικανού αντιπροέδρου Τζέι Ντι Βανς στη Διάσκεψη του Μονάχου ίσως θεωρηθεί στο μέλλον εμβληματική της περιόδου που διανύουμε. Από τη μια μεριά, σηματοδοτεί ότι η Προεδρία Τραμπ συνιστά τομή για το παγκόσμιο σύστημα. Από την άλλη, αναδεικνύει τη λογική που θέλει ο Τραμπ να διέπει τη νέα εποχή που ανατέλλει. Μια λογική που θυμίζει ταινία με τον Τζων Γουέιν, όπου μετράει μόνο η ωμή ισχύς και τα οικονομικά συμφέροντα των ΗΠΑ, χωρίς να κρατιούνται ούτε τα προσχήματα σε ό,τι αφορά τη διεθνή νομιμότητα και την πολυμέρεια.

Τέρμα οι δικαιολογίες

Οι ΗΠΑ πάντοτε καταπατούσαν βάναυσα τη διεθνή νομιμότητα για να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντά τους -η εισβολή στο Ιράκ αποτελεί την πιο χαρακτηριστική περίπτωση. Αλλά φρόντιζαν να προτάσσουν κάποιες προσχηματικές αναφορές στη διεθνή νομιμότητα προκειμένου να δικαιολογούν τις πράξεις τους. Προσπαθούσαν επίσης να δείχνουν ότι παίρνουν υπόψη τους τα συμφέρονταν των Ευρωπαίων συμμάχων τους.

Με τον «νέο σερίφη της πόλης» οι ΗΠΑ δεν μπαίνουν καν στον κόπο να βρουν άλλη δικαιολογία για τις πράξεις τους πλην των συμφερόντων τους. Επιπλέον, δεν αντιμετωπίζουν την ΕΕ ως ενιαία οντότητα, αλλά ως ξεχωριστά κράτη που βρίσκονται σε σχέση αποικιακής εξάρτησης μαζί τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι η ΕΕ αποκλείεται από τις ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις ΗΠΑ-Ρωσίας, αλλά θα κληθεί να πληρώσει το μεγαλύτερο μέρος του λογαριασμού για την ανοικοδόμηση και την ασφάλεια της Ουκρανίας.

Ο κυνισμός και η ωμότητα του Τραμπ δεν κάνουν τη διεθνή πολιτική πιο «ειλικρινή», αλλά θρυμματίζουν κάθε δίκτυ προστασίας που προσέφερε η διεθνής νομιμότητα για τους πιο αδύναμους.

Η ΕΕ

Στην Αθήνα όπως άλλωστε και σε όλες τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες είναι έκδηλη η ανησυχία για τις εξελίξεις. Η ΕΕ βλέπει το γεωπολιτικό βάρος της να μειώνεται, ενώ το σύστημα Τραμπ δεν χάνει ευκαιρία να την ταπεινώνει δημόσια, όπως έκανε ο Βανς στην ομιλία του στο Μόναχο.
Η υπονόμευση της Διάσκεψης του Παρισιού από τη Μελόνι, δείχνει ότι είναι δεν είναι πολύ πιθανή η ενιαία στάση των Ευρωπαίων απέναντι στον Τραμπ. Το πιο πιθανό σενάριο είναι κάθε ευρωπαϊκό κράτος να διαπραγματευτεί ξεχωριστά με τις ΗΠΑ, κάτι που αποδυναμώνει κατά πολύ τη θέση των Ευρωπαίων. Αυτή τη στιγμή σε ό,τι αφορά τη γεωπολιτική, η ΕΕ μοιάζει με άδειο κέλυφος.

Απών ο Μητσοτάκης

Παρά τα προπαγανδιστικά πυροτεχνήματα του κυβερνητικού μηχανισμού περί αναβάθμισης της διεθνούς θέσης της Ελλάδας και πανευρωπαϊκής ακτινοβολίας Μητσοτάκη, το Μαξίμου βρίσκεται σε εξαιρετικά δύσκολη θέση (και) στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής. Είναι ενδεικτικό ότι ο πρωθυπουργός δεν ήταν παρών στα δύο μεγάλα ραντεβού της ευρωπαϊκής πολιτικής στο Μόναχο και το Παρίσι. Όπως επισημαίνει το Kreport, «η απουσία του πρωθυπουργού από το Μόναχο συνδέεται με την αδυναμία να κανονιστεί κάποια συνάντηση με υψηλόβαθμα στελέχη της αμερικανικής αποστολής -όπερ καταδεικνύει τη δυσκολία της Αθήνας να βρει έναν ουσιαστικό δίαυλο επικοινωνίας με τη νέα τάξη πραγμάτων στην Ουάσιγκτον».
Στη δε Διάσκεψη Κορυφής του Παρισιού, ο Μακρόν δεν συμπεριέλαβε την Ελλάδα στις «βασικές ευρωπαϊκές χώρες». Στο Παρίσι προσκλήθηκαν η Βρετανία, η Γαλλία, η Γερμανία, η Ιταλία, η Πολωνία, η Ισπανία, η Ολλανδία και η Δανία. Εύλογα θα μπορούσε να παρατηρήσει κανείς ότι είναι λογικό να μην συμμετάσχει η Ελλάδα σε ένα τόσο στενό κλαμπ χωρών όπως αυτό που βρέθηκε στο Παρίσι.

Ωστόσο, τα τελευταία 5,5 χρόνια καλλιεργήθηκε η ψευδαίσθηση από τον κυβερνητικό μηχανισμό ότι η χώρα λόγω της πολιτικής Μητσοτάκη έχει κερδίσει στο διεθνές στερέωμα έναν ρόλο πολύ πιο αναβαθμισμένο από αυτόν που κατέχει στην πραγματικότητα. Επιπλέον, η κυβερνητική προπαγάνδα επέμενε ότι αγοράζοντας όπλα δισεκατομμυρίων ευρώ η χώρα κέρδιζε διπλωματική «προστασία» -ειδικά σε ό,τι αφορά τη Γαλλία. Η μη πρόσκληση στο Παρίσι σε συνδυασμό με την πώληση των γαλλοβρετανικών πυραύλων Meteor στην Τουρκία, συνιστούν ανώμαλη προσγείωση στην πραγματικότητα.

Το ουκρανικό

Το πιο μεγάλο πρόβλημα όμως για την ελληνική εξωτερική πολιτική είναι το ουκρανικό. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης επέλεξε να ταυτιστεί πλήρως με την πολιτική Μπάιντεν στην Ουκρανία, πλειοδοτώντας μάλιστα σε σχέση με άλλα ευρωπαϊκά κράτη. Διαρρηγνύοντας την παράδοση της ελληνικής διπλωματίας που πάντοτε κρατούσε προσεκτική στάση απέναντι στη Ρωσία, η κυβέρνηση Μητσοτάκη επέλεξε να στείλει όπλα στην Ουκρανία. Το κυβερνητικό αφήγημα ήταν ότι επιδεικνύοντας… διαγωγή κοσμιωτάτη απέναντι στις ΗΠΑ, η χώρα θα αποκόμιζε σοβαρά γεωπολιτικά οφέλη -αφήγημα που έχει διαψευστεί πολλές φορές στο παρελθόν. Τελικά η κυβέρνηση τα έδωσε όλα στην κυβέρνηση Μπάιντεν, χωρίς η χώρα να κερδίσει τίποτα.
Τώρα που η αμερικανική πολιτική στο ουκρανικό κάνει στροφή 180 μοιρών, η Αθήνα χάνει τα ερείσματά της. Η προηγούμενη ταύτιση με την πολιτική Μπάιντεν όχι μόνο δεν αποτελεί πλέον κάποιου είδους ατoύ για την Αθήνα, αλλά συνιστά «κόκκινο πανί» για την νέα αμερικάνικη κυβέρνηση. Η κοντόθωρη πολιτική ταύτισης με τη γραμμή Μπάιντεν φέρνει ψυχρό κύμα στις σχέσεις την Αμερική του Τραμπ, ενώ οι δίαυλοι με τη Μόσχα έχουν κοπεί. Την ίδια ώρα, ο Ερντογάν που κατά την κυβερνητική προπαγάνδα ήταν διεθνώς απομονωμένος, βρίσκεται σε καλύτερη θέση από ποτέ. Η αποτυχία της εξωτερικής πολιτικής Μητσοτάκη είναι εμφανής.

Κοππά: Χωρίς επικοινωνία με την Ουάσιγκτον

Ζητήσαμε από την Μαριλένα Κοππά το σχόλιο για τις εξελίξεις. Η καθηγήτρια Συγκριτικής Πολιτικής στο Πάντειο σημείωσε: «Η Ελλάδα αμήχανα παρακολουθεί τις κοσμοϊστορικές αλλαγές που λαμβάνουν χώρα στο διεθνές πεδίο με την εκλογή Τραμπ. Όλα τα σχήματα και οι δίαυλοι επαφών με την άλλη πλευρά του Ατλαντικού αναθεωρούνται και ακόμη η Αθήνα δεν έχει βρει ουσιαστικό τρόπο επικοινωνίας με την Ουάσιγκτον».

Η κ. Κοππά προσέθεσε: «Για μια χώρα σαν την Ελλάδα που προσπαθεί να κινείται με οδηγό το διεθνές δίκαιο, το τέλος αυτού που μεταπολεμικά ονομάστηκε «διεθνής τάξη βασισμένη σε κανόνες» και η αντικατάσταση του από την γλώσσα της ‘σκληρής ισχύος’ σίγουρα δεν εξυπηρετεί τους σχεδιασμούς της. Η έλξη που ισχυροί αυταρχικοί ηγέτες ασκούν στον Πρόεδρο Τραμπ, όπως ο Πούτιν ή ο Ερντογάν, επίσης αυξάνει την αγωνία της Αθήνας για το μέλλον των ελληνοτουρκικών αλλά και το Κυπριακό. Εδώ μπορεί οι καθυστερήσεις και η αναβλητικότητα (λόγω πολιτικού κόστους) στην επίλυση των διαφορών να μας κοστίσουν σήμερα πικρά».

Το σχόλιο της Μαριλένας Κοππά καταλήγει ως εξής: «Τέλος η επίθεση του Τραμπ στην ΕΕ θέτει σε κίνδυνο το ευρωπαϊκό εγχείρημα κατακερματίζοντας την ‘Δύση’ όπως τη γνωρίζαμε. Αυτό για μια μικρή χώρα, για την οποία η συμμετοχή στην Ένωση λειτουργεί ως πολλαπλασιαστής ισχύος είναι διπλά επικίνδυνο».