To Μαξίμου σηκώνει συνεχώς τους τόνους απέναντι στον Νίκο Ανδρουλάκη.
Ο Μάκης Βορίδης τον χαρακτήρισε «άθλιο και χυδαίο λαϊκιστή», ενώ κυβερνητικές πηγές τον κατηγόρησαν ότι «έχει ταυτιστεί με τους πιο γνήσιους εκφραστές της τοξικότητας». Την επίθεση κλιμάκωσε ο εκπρόσωπος της ΝΔ Νίκος Ρωμανός ο οποίος υποστήριξε ότι ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ αντιγράφει τη Ζωή Κωνσταντοπούλου. Ο Ρωμανός προσέθεσε ότι «η Ελλάδα χρειάζεται υπεύθυνες πολιτικές δυνάμεις που σέβονται τους θεσμούς, όχι πολιτικούς αρχηγούς που τους υπονομεύουν για μικροκομματικά οφέλη».
Αυτή η οξύτητα που θυμίζει προεκλογική περίοδο, δεν μπορεί να εξηγηθεί από το ύφος της αντιπολίτευσης που κάνει το ΠΑΣΟΚ. Στην αντιπολίτευση του Ανδρουλάκη μπορεί κανείς να καταμαρτυρήσει πολλά, αλλά ο λαϊκισμός και η οξύτητα δεν ανήκουν σε αυτά. Πώς εξηγείται λοιπόν η δριμεία επίθεση της ΝΔ εναντίον του ΠΑΣΟΚ;
Η κατασκευή του εχθρού
Στην πραγματικότητα, το κυβερνητικό στρατόπεδο προσπαθεί με χοντροκομμένο τρόπο να κατασκευάσει έναν εχθρό. «Στην πολιτική χρειάζεσαι τους φίλους, αλλά ακόμα πιο πολύ χρειάζεσαι τους εχθρούς», συνηθίζει να λέει διακεκριμένος επικοινωνιολόγος. Το απόφθεγμα μπορεί να ακούγεται οξύμωρο, αλλά δεν είναι. Στην πολιτική ο εχθρός είναι αναγκαίος ως απειλή που προκαλεί φόβο. Με συγκολλητική ουσία αυτόν το φόβο μπορούν να συγκροτηθούν συσπειρώσεις ετερογενών δυνάμεων. Ο εχθρός είναι αναγκαίος ως ο «Άλλος» απέναντι στον οποίο μπορεί να διαμορφωθεί μια ηγεμονική πολιτική ταυτότητα. Αρκεί βέβαια να ξέρεις να τον αντιμετωπίζεις με επάρκεια ώστε να διατηρείς σταθερά την υπεροχή σου απέναντί του, διασφαλίζοντας ταυτόχρονα την επιβίωσή του.
Την ανάγκη του «εχθρού» την αντιλαμβάνεται το Μαξίμου. Άλλωστε, η πραγματικότητα είναι ιδιαίτερα… πειστική ως προς αυτό. Η καθίζηση του ΣΥΡΙΖΑ δεν ισχυροποίησε τη θέση της Νέας Δημοκρατίας, αλλά την οδήγησε σε υποχώρηση. Στην πράξη, μετά την καθίζηση του ΣΥΡΙΖΑ οι ψηφοφόροι της Νέας Δημοκρατίας αισθάνθηκαν πιο άνετα να εκφράσουν ανοιχτά τη δυσαρέσκειά τους, επιλέγοντας άλλα κόμματα -ακροδεξιά ως επί το πλείστον. Τι κάνει λοιπόν η Νέα Δημοκρατία; Προσπαθεί να επανασυστήσει το θρυμματισμένο αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο, προσάπτοντας στον Ανδρουλάκη «λαϊκισμό», «αντιθεσμική λογική», «τοξικότητα» και «ταύτιση με τις πλατείες». Στην ουσία θέλει να ταυτίσει τον Ανδρουλάκη με τον Τσίπρα ή για την ακρίβεια με την καρικατούρα του «Τσίπρα- μπαμπούλα» που είχαν κατασκευάσει η ΝΔ και το Ακραίο Κέντρο.
Δεν πείθει
Ωστόσο, η κυβερνητική προσπάθεια να μεταμορφώσει τον Ανδρουλάκη σε έναν τρόπο τινά «νέο Τσίπρα» δεν μπορεί να πείσει και δεν μπορεί να λειτουργήσει πολιτικά.
Πρώτον, παρόλο που ο κυβερνητικός λόγος γενικά δεν τα πάει καλά με την αλήθεια, αυτή τη φορά έχει χάσει κάθε έρεισμα με την πραγματικότητα. Ποιος λογικός άνθρωπος που παρακολουθεί την πολιτική ζωή, μπορεί να ισχυριστεί ότι ο Ανδρουλάκης αντιγράφει την Κωνσταντοπούλου;
Δεύτερον, τόσο το ΠΑΣΟΚ όσο και συνολικά ο προοδευτικός χώρος δεν φαίνεται να κερδίζουν πολιτικά από τις μεγάλες λαϊκές κινητοποιήσεις. Η Κεντροαριστερά όχι μόνο δεν συνδέεται οργανικά με τις κινητοποιήσεις αλλά δεν μπορεί να συντονιστεί με τον παλμό τους. Είναι η πρώτη φορά στα 50 χρόνια της Μεταπολίτευσης που ο προοδευτικός χώρος δεν μπορεί να αποκομίσει οφέλη από την κοινωνική κινητοποίηση. Επομένως, πώς μπορείς να είσαι πειστικός όταν επί της ουσίας λες ότι ο Ανδρουλάκης κάνει με τα Τέμπη ό,τι είχε κάνει ο Τσίπρας με τους Αγανακτισμένους;
Τρίτον, τα κόμματα που φαίνεται να κερδίζουν από τα Τέμπη και την υποχώρηση της ΝΔ, είναι τα περιφερειακά κόμματα του πολιτικού συστήματος -κυρίως η Κωνσταντοπούλου και η Λατινοπούλου. Η μεγάλη πλειονότητα των ψηφοφόρων που στρέφονται σε αυτά τα κόμματα θεωρούν ότι τα βασικά κόμματα του πολιτικού συστήματος δεν έχουν μεγάλες διαφορές μεταξύ τους. Οπότε μένουν αδιάφοροι στη ρητορεία περί «απειλής Ανδρουλάκη».
Με δυο λόγια, κανείς δεν μπορεί να θεωρήσει τον Ανδρουλάκη απειλή κι επομένως κανείς δεν πρόκειται να συσπειρωθεί με την ΝΔ απέναντι του.
Μα παλιά υλικά
Η Νέα Δημοκρατία προσπαθεί να δώσει σε νέα προβλήματα παλιές λύσεις, κάτι που είναι ατελέσφορο. Δεν γίνεται με τη συνταγή που αντιμετώπισες τον ΣΥΡΙΖΑ το 2016, να αντιμετωπίσεις την Κωνσταντοπούλου και τη Λατινοπούλου το 2025. Η σημερινή συγκυρία είναι πολύ διαφορετική, με άλλα επίδικα από εκείνα της μνημονιακής περιόδου. Και για αυτό η προσπάθεια αναβίωσης σχημάτων του παρελθόντος που δεν έχουν σοβαρά ερείσματα στο παρόν, όχι μόνο δεν πείθει, αλλά φέρνει τα αντίθετα αποτελέσματα.
Μιλώντας με τη γλώσσα του 2016, η Νέα Δημοκρατία δείχνει ότι δεν έχει απαντήσεις για το 2025.