Ο φετινός Σεπτέμβρης ανήκει, εκτός των άλλων, και στη Γερμανία. Όχι, δυστυχώς, ως τιμώμενης χώρας στη ΔΕΘ, αλλά ως το επίκεντρο εξελίξεων που ελάχιστα μεν συζητούνται στη χώρα μας, αλλά οι συνέπειές τους θα επηρεάσουν (τουλάχιστον) όλη την Ευρώπη, ενδεχομένως και μακροπρόθεσμα.
Πρώτα απ’ όλα, η γερμανική οικονομία και κατ’ επέκταση η γερμανική κοινωνία βρίσκονται σε μια ασυνήθιστα δύσκολη -για τη συγκεκριμένη χώρα και για τα πολλά τελευταία χρόνια- κατάσταση.
Το καμπανάκι που άκουσαν ακόμα και οι λιγότερο υποψιασμένοι και υποψιασμένες ήταν οι πρόσφατες ανακοινώσεις της Volkswagen, της «εθνικής» βιομηχανίας της Γερμανίας και μεγαλύτερου εργοδότη της χώρας, ότι προτίθεται να κλείσει εργοστάσια σε γερμανικό έδαφος και να προχωρήσει σε χιλιάδες απολύσεις. Ωστόσο, οι καμπάνες που ηχούν είναι πολλές: η ούτως ή άλλως επιβράδυνση της γερμανικής οικονομίας φαίνεται να δίνει τη θέση της σε στασιμότητα ή και ύφεση, η χώρα δυσκολεύεται στον διεθνή ανταγωνισμό, ιδίως σε σημαντικούς τομείς τεχνολογικής καινοτομίας, περιλαμβανομένων και παραδοσιακά προνομιακών για την ίδια τομέων όπως η αυτοκινητοβιομηχανία, η ενεργειακή κρίση έχει σημαντική επίπτωση στο κόστος και στις δυνατότητες της παραγωγής, η αγοραστική δύναμη των γερμανικών νοικοκυριών δέχεται πλήγματα ασυνήθιστα για τη συγκεκριμένη κοινωνία, ασκούνται πιέσεις στα εργασιακά δικαιώματα και οι συνθήκες πλήρους απασχόλησης (και άρα η εργασιακή ασφάλεια) υποχωρούν, ενώ οι ανισότητες διευρύνονται, ιδίως αν ληφθεί υπόψη η περιφερειακή διάσταση, με το χάσμα Ανατολής και Δύσης να επιμένει 35 χρόνια μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Δείκτης Οικονομικού Κλίματος του Κέντρου Ευρωπαϊκής Οικονομικής Έρευνας της Γερμανίας (ZEW) υποχωρεί σταδιακά εδώ και αρκετό καιρό, ενώ μόνο τον φετινό Σεπτέμβριο υποχώρησε περαιτέρω σε σύγκριση με τον Αύγουστο κατά 15,6 μονάδες, με τις εκτιμήσεις για την οικονομική κατάσταση της χώρας να βαίνουν διαρκώς προς το χειρότερο.1
Η κατάσταση αυτή έχει σε μεγάλο βαθμό συστημικές αιτίες. Η πρώτη είναι ασφαλώς η θεσμοποιημένη δημοσιονομική λιτότητα που εφαρμόζει η χώρα, με το περιβόητο «δημοσιονομικό φρένο» του γερμανικού ομοσπονδιακού συντάγματος. Η επιλογή αυτή, αν και προφανώς έχει συμβάλει στη δημοσιονομική ευρωστία της Γερμανίας, την ίδια στιγμή έχει πλέον καταλήξει προφανώς αντιαναπτυξιακή. Δεν είναι τυχαίο ότι ακόμα και μεγάλα διεθνή ΜΜΕ φιλοξενούν αναλύσεις και δηλώσεις που υποδεικνύουν την ανάγκη ενός (κρατικού) σχεδίου τόνωσης της γερμανικής οικονομίας.
Ταυτόχρονα όμως, η κατάσταση αυτή είναι αποτέλεσμα και της αναθεώρησης κομβικών και μακροχρόνιων γεωστρατηγικών επιλογών της χώρας. Σημείο καμπής εδώ αποτέλεσε στην αρχή του 2022 η διάσημη ομιλία περί «αλλαγής εποχής» (Zeitenwende) του καγκελαρίου Σολτς ενώπιον του γερμανικού κοινοβουλίου, που σηματοδότησε τη ριζική αναθεώρηση της προς ανατολάς πολιτικής της Γερμανίας (Ostpolitik) και την για πρώτη φορά μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στροφή της χώρας σε μαζικούς (με οικονομικούς και στρατιωτικούς όρους) εξοπλισμούς. Η Γερμανία φαίνεται πως πληρώνει συγκριτικά ακριβότερα τη ρήξη της Δύσης με τη Ρωσία, αλλά και με την Κίνα, καθώς και τον εμπορικό ανταγωνισμό με την τελευταία, ανεξάρτητα από το αν -ως συνήθως- το πρόβλημα της ανταγωνιστικότητας των γερμανικών βιομηχανιών επιχειρείται να παρουσιαστεί ως ένα κυρίως ή αποκλειστικά ως αποτέλεσμα του επιπέδου προστασίας των εργασιακών δικαιωμάτων στη χώρα.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο θα πρέπει να διαβαστεί και ο κύκλος της πολιτικής κρίσης στον οποίο φαίνεται πως εισέρχεται η Γερμανία, με κύριο χαρακτηριστικό τη σαφή αυταρχική στροφή της γερμανικής κοινωνίας.
Ως γνωστόν, η χώρα βρίσκεται αυτή τη στιγμή στο μέσον ενός μικρού εκλογικού μαραθωνίου, που ξεκίνησε με τις ευρωεκλογές και θα ολοκληρωθεί σε έναν χρόνο από σήμερα με τις ομοσπονδιακές εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2025. Ενδιάμεσος σταθμός, οι εκλογές σε τρία σημαντικά κρατίδια της πρώην Ανατολικής Γερμανίας (Θουριγγία, Σαξονία και Βραδεμβούργο) αυτές τις μέρες, οι οποίες έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον ως παραδοσιακά «κάστρα» της Αριστεράς, όπου όμως τα τελευταία χρόνια σημειώνεται μια τρομακτική άνοδος της ακροδεξιάς. Η ολοκλήρωση δε αυτού το εκλογικού μαραθωνίου το 2025 ενδέχεται, όπως όλα μέχρι στιγμής δείχνουν, να σηματοδοτήσει έναν ριζικό μετασχηματισμό του πολιτικού σκηνικού της χώρας επί το (πολύ) συντηρητικότερο.
Το ακροδεξιό AfD καλπάζει σε ποσοστά και η συμμετοχή του στη διακυβέρνηση -αν όχι της χώρας τουλάχιστον κάποιου κρατιδίου- φαίνεται όλο και λιγότερο μακρινή, αφού βρίσκεται πλέον στη δεύτερη θέση σε εθνικό επίπεδο, με βάση τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών του 2024 αλλά και τα δημοσκοπικά ευρήματα. Ειδικά στην Ανατολική Γερμανία, στον εν εξελίξει εκλογικό κύκλο το AfD ισχυροποίησε περαιτέρω την παρουσία του, φτάνοντας μάλιστα να αναδειχθεί πρώτο κόμμα στο κρατίδιο της Θουριγγίας -μέχρι πρότινος διοικούμενο από έναν συνασπισμό με επικεφαλής την Αριστερά. Ταυτόχρονα, η άνοδος της ακροδεξιάς δεν πλήττει -τουλάχιστον όχι καίρια- την παραδοσιακή δεξιά (CDU/CSU) που βρίσκεται σταθερά εδώ και αρκετό καιρό στην πρώτη θέση και εκλογικά (μετά τις ευρωεκλογές του 2024) και δημοσκοπικά.
Αντίθετα, το σύνολο σχεδόν του με την ευρεία έννοια «προοδευτικού» στρατοπέδου δοκιμάζεται περισσότερο ή λιγότερο. Από τη μία πλευρά, τα κόμματα του κυβερνητικού συνασπισμού (Σοσιαλιστές, Φιλελεύθεροι και Πράσινοι) έχουν χάσει πολύ μεγάλο τμήμα της εκλογικής τους βάσης ήδη. Το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα (SPD) του καγκελαρίου Σολτς, που ήρθε πρώτο στις ομοσπονδιακές εκλογές του 2021 με 26%, πλέον βρέθηκε στην τρίτη θέση στις ευρωεκλογές, όπως και στις δημοσκοπήσεις, έχοντας κατρακυλήσει στο 14%. Το εντυπωσιακό 20% των Πρασίνων στις ευρωεκλογές του 2019 πέφτει σταθερά και πλέον έγινε 12% σε αυτές του 2024, με τις τελευταίες δημοσκοπήσεις να δείχνουν περαιτέρω πτωτική πορεία, ενώ το 12% των Φιλελεύθερων στις εθνικές εκλογές του 2021 φαίνεται να αποτελεί πλέον μια παρένθεση, αφού και στις ευρωεκλογές και δημοσκοπικά το κόμμα κινείται στη γειτονιά του 4-5% και κινδυνεύει να μείνει εκτός κοινοβουλίου το 2025.
Από την άλλη πλευρά, στον «αριστερό γερμανικό εμφύλιο» που προέκυψε μετά την πρόσφατη διάσπαση του άλλοτε κραταιού Die Linke, ενός από τους πυλώνες της ανανέωσης της ευρωπαϊκής Αριστεράς μετά το 1989, νικήτρια αναδεικνύεται προς το παρόν η -τουλάχιστον αμφιλεγόμενη, αν όχι ανοιχτά συντηρητική, ιδίως σε θέματα μετανάστευσης- Ζάρα Βάγκεκνεχτ. Στις ευρωεκλογές, το κόμμα κατέγραψε ένα καθόλου ευκαταφρόνητο 6% στην πρώτη εκλογική του κάθοδο, ενώ στις εκλογές στα ανατολικογερμανικά κρατίδια ενδέχεται να καταστεί ρυθμιστής των κυβερνητικών συσχετισμών. Στον αντίποδα, το σαφώς προοδευτικό και φιλελεύθερο σε ζητήματα δικαιωμάτων, περιβάλλοντος κ.λπ. Die Linke πλέον παλεύει για την επιβίωσή του, έχοντας καταγράψει ποσοστό μικρότερο του 3% στις τελευταίες ευρωεκλογές και ταυτόχρονα υποστεί μια πολύ σημαντική ήττα στις πρόσφατες εκλογές στα κρατίδια της πρώην Ανατολικής Γερμανίας, που αποτελούσαν παραδοσιακά «κάστρα» του.
Με αυτά τα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά/εκλογικά δεδομένα, η μετατόπιση της δημόσιας συζήτησης και, ακόμα χειρότερα, των δημόσιων πολιτικών στη χώρα προς τα (ακρο)δεξιά, δυστυχώς δεν αποτελεί έκπληξη. Δεν είναι ούτε η πρώτη ούτε -πιθανότατα- η τελευταία φορά που προοδευτικές πολιτικές δυνάμεις διαπράττουν πολιτική αυτοκτονία, δίνοντας λάθος απαντήσεις στις λάθος ερωτήσεις.
Πριν λίγες μέρες η γερμανική κυβέρνηση αποφάσισε να απαντήσει στην εκ δεξιών πίεση που δέχεται ανακοινώνοντας την επιβολή συνοριακών ελέγχων στα χερσαία σύνορά της, προσχωρώντας δηλαδή εμμέσως στην άποψη που προβάλει η ακροδεξιά πως η χώρα αντιμετωπίζει πρόβλημα λόγω υπερβολικής μετανάστευσης. Την ίδια στιγμή, αντίθετα, δεν φάνηκε να δείχνει την ίδια σπουδή να απαντήσει στα ζητήματα της μείωσης της αγοραστικής δύναμης και του κόστους της στέγης και της ενέργειας που ιεραρχούνται πολύ ψηλά σε όλες τις έρευνες από τους πολίτες και, κατά τεκμήριο, αποτελούν -ή θα έπρεπε να αποτελούν- πολύ πιο προνομιακό πεδίο για τους Σοσιαλιστές ή τους Πράσινους.
Αντίστοιχα, τα κόμματα του κυβερνητικού συνασπισμού δεν φαίνεται να έχουν αντιληφθεί πως με τις επιλογές τους στο πεδίο της εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής έχουν αφήσει σε πολύ μεγάλο βαθμό αναπάντητο το αίτημα σταθερότητας και ασφάλειας. Ένα αίτημα που για τους απλούς πολίτες δεν ικανοποιείται με τον υπερεξοπλισμό και τους πολεμικούς σχεδιασμούς, αλλά με την επιδίωξη της ειρήνης. Βρισκόμαστε μπροστά σε ένα τρόπον τινά ιστορικό παράδοξο: η ακροδεξιά στη Γερμανία, αλλά και πανευρωπαϊκά, η πολιτική δύναμη που κατά τεκμήριο συνδέεται με τη βία, τον αυταρχισμό, το δίκαιο του ισχυρού, που διατηρεί άριστες σχέσεις με το καθεστώς Πούτιν αλλά και μια σειρά άλλα αυταρχικά και φιλοπολεμικά καθεστώτα, να εμφανίζεται ως υπέρμαχος της ειρήνης, ενός αιτήματος που ιστορικά συνδέθηκε με τους κοινωνικούς αγώνες της Αριστεράς, τη στιγμή που μεγάλα τμήματα των προοδευτικών πολιτικών δυνάμεων προσχωρούν στο στρατόπεδο της πολεμοκαπηλείας, αποξενώνοντας μεγάλα τμήματα της κοινωνικής τους βάσης.
Ωστόσο, η αυταρχική στροφή της Γερμανίας, με δεδομένη τη θέση της χώρας στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα και σε συνδυασμό με τους ανάλογους κινδύνους που αντιμετωπίζει ο άλλος μεγάλος πόλος του γαλλογερμανικού άξονα, θα έχει αναπόφευκτα ευρύτερες συνέπειες. Στις πολιτικές της ΕΕ, όπως είναι ήδη εμφανές, αλλά και στη διεθνή τάση και ισορροπία δυνάμεων. Την τελευταία φορά που η Γερμανία μπήκε σε μια βαθιά οικονομική και πολιτική κρίση, η έκβαση ήταν εφιαλτική για όλο τον κόσμο. Ας ελπίσουμε αυτή τη φορά η ιστορία να μην επαναληφθεί, ούτε ως φάρσα ούτε ως -πολύ περισσότερο- τραγωδία…
(Η Δανάη Κολτσίδα είναι νομικός-πολιτική επιστήμονας)
[1] https://www.zew.de/en/press/latest-press-releases/hopes-of-a-recovery-are-fading