Τον εφιάλτη που έζησαν στο Μάτι, από τον οποίο ακόμα δεν μπορούν να συνέλθουν, περιέγραψαν μάρτυρες που κατέθεσαν στη δίκη, η οποία συνεχίστηκε σήμερα.
Λίγες ημέρες μετά τον γάμο τους στην Ιρλανδία, η Ζόι Μαρία Χόλοχαν είδε τον σύζυγό της να καίγεται, κατά τη διάρκεια του ταξιδιού τους μέλιτος στην Ελλάδα.
«Ο λόγος που ήθελα να σας μιλήσω σήμερα, είναι ότι 6 χρόνια μετά όχι μόνο έχω τα σημάδια, τα πόδια μου έχουν αλλοιωθεί και κάνω ακόμα θεραπεία με λέιζερ. Προσπαθούν να βρουν χειρουργικές λύσεις αλλά ο χειρουργός μού έχει πει ότι πρέπει να ζω με το σώμα μου όπως είναι. Έχασα τον αγαπημένο μου κι από τότε, αν και οι φίλοι μου μού λένε να προχωρήσω, δεν έχω αγάπη, δεν έχω σχέσεις, ντρέπομαι για το σώμα μου και δεν θέλω να το δει κανείς. Δεν θα έπρεπε… άλλοι είναι αυτοί που θα πρέπει να νιώσουν άσχημα», κατέθεσε.
«Και κάθε νύχτα που κλείνω τα μάτια μου, είμαι πίσω στο Μάτι. Μου λείπει ο Μπράιαν. Και το μόνο που βλέπω στα όνειρα μου είναι το Μάτι: πως χάνω τον Μπράιαν. Μπορεί να νομίζετε ότι 6 χρόνια είναι πολύς χρόνος αλλά για μένα το Μάτι είναι μια ισόβια καταδίκη», ανέφερε χαρακτηριστικά η μάρτυρας, σύμφωνα με το ΑΠΕ.
Στην κατάθεσή της υπογράμμισε ότι δεν υπήρξε καμία προειδοποίηση για τη πυρκαγιά, ούτε κάποιος συναγερμός και πως όταν έπιασε φωτιά ο κήπος του καταλύματος τους, δεν βρέθηκε κανείς να τους βοηθήσει. «Σαν να ήμασταν εγκαταλελειμμένοι… Δεν καταλαβαίνω γιατί δεν έχουμε απαντήσεις. 104 άτομα έχουν χαθεί κι άλλοι ζούμε σαν ζωντανοί νεκροί. Και δεν έχει τιμωρηθεί κανείς», σημείωσε.
Βγήκε με τον σύζυγό της στον δρόμο και συνάντησαν πέντε παιδιά μόνα τους, τα οποία τα πήραν μαζί τους. «Από το πουθενά εμφανίστηκε ένα αυτοκίνητο με τρεις ενήλικες. Ανοίξαμε την πόρτα και τα βάλαμε μέσα. Αλλά καταλάβαμε ότι δεν είχε χώρο για εμάς, οπότε μπήκαμε στο πορτμπαγκάζ. Οι φλόγες ερχόντουσαν πάνω στο αυτοκίνητο. Τα μαλλιά μου άρπαξαν φωτιά και έλιωναν στο πρόσωπο μου. Ό,τι είχε μείνει από το φόρεμα μου είχε πιάσει φωτιά. Και τότε το αμάξι συγκρούστηκε… ένα δέντρο έπεσε πάνω μας και κυρίως πάνω στον Μπράιαν. Το χέρι με το οποίο κρατούσα το αμάξι, είχε λιώσει και με το άλλο κρατούσα τον Μπράιαν. Μόλις τον άφησα έπεσε μέσα στη φωτιά και άρχισε να φωνάζει. Η τελευταία του κουβέντα ήταν “γιατί”. Συνέχιζα να φωνάζω το όνομα του ενώ τον έβλεπα να καίγεται ζωντανός. Και μετά έφυγε… Εκεί που καθόμουν ξαφνικά εμφανίστηκε κάποιος που φορούσε στολή πυροσβέστη και με πήρε μέσα από ένα τείχος φωτιάς», περιέγραψε.
«Νιώθω ότι μας κοροϊδεύουν όλους»
Ο Γιώργος Καΐρης κατέθεσε για την απώλεια της συντρόφου του και οργισμένος αναφέρθηκε στην πλήρη ανυπαρξία κάθε αρμόδιας υπηρεσίας, πριν και μετά τον όλεθρο, όταν ξεκίνησε «ο γολγοθάς». Όπως ανέφερε.
«Ο δήμος ήταν ανύπαρκτος. Δεν είχαν ούτε λίστα νεκρών, ούτε τίποτα. Το 112 δεν λειτούργησε. Στην Κινέττα εκκενώθηκαν τρία χωριά, σε εμάς τίποτα. 77 λεπτά έκαιγε η φωτιά ανεξέλεγκτη. Και ο κ. Τόσκας δεν βρήκε υπηρεσιακό λάθος. Ο κ. Τερζούδης είπε ότι θα έκανε το ίδιο. Έχουμε φτάσει σε μια δίκη για πλημμελήματα, σαν να δικάζουμε μια ζημιά σε ένα αυτοκίνητο. Ντρέπομαι… δυστυχώς νιώθω ότι μας κοροϊδεύουν όλους. Έχουμε φτάσει σε μια δίκη όπου προσπαθούμε να κερδίσουμε τον χρόνο για να μην παραγραφεί», ανέφερε.
Η Καλίτσα Αναγνώστου, πολυεγκαυματίας όπως και ο ανήλικος γιος της, περιέγραψε τα όσα ζουν μετά τη φωτιά στο Μάτι.
«Έχουμε καταδικαστεί σε ισόβια κάθειρξη εμείς που απλά κοιμόμασταν εκείνο το απόγευμα. Ο γιος μου θα είναι εσαεί ασθενής λόγω των εγκαυμάτων. Ήμασταν εκεί μόνοι μας μέσα στην κόλαση του Δάντη, με ανθρώπους να ουρλιάζουν τη μια στιγμή και μετά σιωπή. Γιατί κάποιοι δεν έκαναν το βασικό: να μας πούμε να φύγουμε… Ούτε καν εκκένωση, απλά να φύγουμε από τη Μαραθώνος», κατέθεσε.
«Ακούστηκε για άναρχη δόμηση του Ματιού και για το ότι δεν ξέραμε πού να πάμε. Για τους νεκρούς φταίμε οι ίδιοι γιατί ήμασταν εκεί. Δικές τους ευθύνες δεν υπάρχουν. Περάσαμε 19 μήνες να ακούμε παραποιήσεις της αλήθειας και να λένε πως όλα καλά τα κάνανε», συμπλήρωσε.































