Opinions

Κώστας Καρβουναρίδης: Η Superleague, ο Γιαννάκης και ο Ευθύμης

Κώστας Καρβουναρίδης Κώστας Καρβουναρίδης
Κώστας Καρβουναρίδης: Η Superleague, ο Γιαννάκης και ο Ευθύμης
Οι ιδιοκτήτες των ομάδων είναι συνέταιροι στη διαμόρφωση του τελικού προϊόντος, που ονομάζεται: «Πρωτάθλημα». Συνεργάζονται ώστε αυτό να διεξάγεται κατά τον πιο διάφανο και αξιόπιστο. Με αυτόν τον τρόπο μεγιστοποιούν τα κέρδη τους ανταγωνιζόμενοι όχι μεταξύ τους, αλλά ανταγωνιζόμενοι με άλλα προϊόντα της βιομηχανίας του θεάματος.

Μία από τις θεωρίες, αναφέρει ότι για να επιβιώσει κάποιος στην ελεύθερη αγορά, πρέπει να μεγιστοποιεί τα κέρδη του. Και για να το κάνει αυτό, θα πρέπει να επιδιώκει τον αποκλεισμό των ανταγωνιστών του από την αγορά. Σε διαφορετική περίπτωση, εξαφανίζεται. Είτε πιστεύει κανείς σε αυτόν που διατύπωσε τη θεωρία είτε όχι, η συγκεκριμένη ανάλυση, που εδώ μεταφέρεται με πολύ απλοϊκό τρόπο, δεν έχει διαψευστεί μέχρι τώρα και αφορά όλα τα επίπεδα.

Και αν κάπου διαψεύστηκε, σίγουρα επαληθεύεται στο ελληνικό επαγγελματικό ποδόσφαιρο. Μέχρι πριν μερικά χρόνια, ένας που είχε καταφέρει να «πατήσει καλά» στο ελληνικό κράτος, μπόρεσε να εξαφανίσει τον ανταγωνισμό από το ποδόσφαιρο. Οδήγησε σε πτώχευση δύο από τους μεγαλύτερους αντιπάλους του, σε παρακμή τον τρίτο και εξασφάλισε για την ομάδα που ήλεγχε, την απόλυτη ηγεμονία.

Το σύστημα, όμως, κάνει και κύκλους. Η σημερινή συγκυρία θέλει οι ΠΑΕ των τεσσάρων μεγαλύτερων ελληνικών ομάδων να ελέγχονται από ιδιοκτήτες, ισχυρούς στο ευρύτερο οικονομικό «γίγνεσθαι», πρόθυμους να «επενδύσουν» και στο ποδόσφαιρο και ικανούς, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, να φτιάξουν ισχυρές ποδοσφαιρικές ομάδες. Πέρσι, η ΑΕΚ και φέτος ο ΠΑΟΚ κατάφεραν να κατακτήσουν δύο από τα πιο ανταγωνιστικά πρωταθλήματα της Ιστορίας, δεδομένου ότι δεν είχαν κριθεί, μέχρι την τελευταία αγωνιστική.

Παράλληλα, περισσότερο αξιόμαχες έγιναν και κάποιες μικρομεσαίες ομάδες, που κατά τη διάρκεια του πρωταθλήματος κατάφεραν να «κόψουν» βαθμούς από τους μεγάλους. Ο ανταγωνισμός για την τελική κατάκτηση του τίτλου και η αβεβαιότητα για τα αποτελέσματα πολλών αγώνων αύξησε το θέαμα. Μία απλή σύγκριση στους αριθμούς αρκεί για να πείσει και τον πλέον δύσπιστο: ο πρωταθλητής της περιόδου 2018-2019 (ΠΑΟΚ) πήρε το Πρωτάθλημα αήττητος. Ο Πρωταθλητής των περιόδων 2020-2021 και 2021-2022 (Ολυμπιακός) το κατέκτησε κάνοντας μία μόνο ήττα. Φέτος, ο ΠΑΟΚ έκανε έξι ήττες και πέρσι, η ΑΕΚ τέσσερις…

Στον αθλητισμό και δη στο ποδόσφαιρο, οι ομάδες ανταγωνίζονται στον αγωνιστικό χώρο. Παλεύουν για την κατάκτηση του καλύτερου δυνατού αποτελέσματος. Πρωταθλητής είναι μόνο ένας κάθε φορά. Επομένως, οι ομάδες (βλέπε ΠΑΕ) είναι ανταγωνιστές. Όποιος βγει πρώτος έχει περισσότερες πιθανότητες για οικονομικά οφέλη, λόγω της συμμετοχής του σε πιο επικερδείς ευρωπαϊκές διοργανώσεις. Το «πακέτο» των κερδών της ΟΥΕΦΑ είναι διαφορετικό, ανάλογα με το αν παίζει κάποιος σε ομίλους του Τσάμπιονς Λιγκ, του Γιουρόπα ή του Κόνφερενς.

Οι Έλληνες ιδιοκτήτες το ξέρουν καλά. Όταν τα επιχειρηματικά συμφέροντα μπερδεύονται με τα συμφέροντα της ομάδας, μοιάζει εύλογο, να χρησιμοποιούνται ακόμα και αθέμιτα μέσα, για την κατάκτηση της πρωτιάς. Αυτό συμβαίνει σε πολλές χώρες.

Αυτό όμως, που συμβαίνει εδώ, είναι πιο εξελιγμένο. Έχει στηθεί ένας ολόκληρος μηχανισμός που εξυπηρετεί επιχειρηματικούς σκοπούς και παρεμπιπτόντως και την ομάδα. Ένα σύστημα που αποτελείται από Ομοσπονδίες που δεν κάνουν τη δουλειά τους, ΜΜΕ και δημοσιογράφους που εξυπηρετούν συγκεκριμένες ΠΑΕ, οργανωμένους οπαδούς, πολλοί από τους οποίους πληρώνονται απευθείας από ΠΑΕ ή από Οργανισμούς που συνδέονται με αυτές. Ένα οργανωμένο «Κράτος» και ένα ακόμα καλύτερα οργανωμένο «Παρακράτος» που έχει μάθει να καλύπτει και να συγκαλύπτει. Ένα σύστημα που αρνείται να αποκαλύψει τη διαφθορά όπου υπάρχει, που δικαιολογεί τη χυδαιότητα και τη βία, όταν προέρχεται από τη «δική μας» οργανωμένη κερκίδα ή την καταδικάζει μόνο όταν προέρχεται από άλλους. Και όλα αυτά υπό την «αιγίδα» κρατικών ελεγκτικών μηχανισμών που είτε δε λειτουργούν καθόλου, είτε λειτουργούν εντελώς προσχηματικά.

Σε αυτό το πλαίσιο, η ίδια ξεκάθαρη φάση, για άλλους είναι πέναλτι και για άλλους δεν είναι. Αυτό όμως, είναι το λιγότερο. Το χειρότερο είναι ότι έχουμε φτάσει να δικαιολογούνται ηγέτες που μπουκάρουν στο γήπεδο με πιστόλια, συμμορίες που κατασφάζουν έφηβους στις γειτονιές, ακόμα και μαφιόζικα χτυπήματα. Και ίσως, το ακόμα χειρότερο είναι ότι η ίδια απολογία ξεκάθαρων εγκλημάτων περνάει στα χείλη και τα πληκτρολόγια των οπαδών. Υπάρχουν οπαδοί που έχουν πάψει να είναι ΑΕΚ, ΠΑΟ, ΠΑΟΚ ή Ολυμπιακός και είναι «Μελισσανίδης», «Αλαφούζος», «Σαββίδης» ή «Μαρινάκης». Υπάρχουν άνθρωποι που πιο πολύ από την αγωνιστική επιτυχία της ομάδας τους κομπορρημονούν για τις επιτυχίες του Προέδρου.

Ανταγωνισμός ή συναγωνισμός

Το φετινό και περσινό ανταγωνιστικό πρωτάθλημα είναι προϊόν του γεγονότος ότι πολιτικές ή άλλες συγκυρίες δεν επέτρεψαν σε κάποιον από τους τέσσερις ολιγάρχες να ελέγξει πλήρως το ελληνικό ποδόσφαιρο. Ενδεχομένως, είναι άλλοι πιο αρμόδιοι να καταδείξουν τη θέση των ιδιοκτητών των τεσσάρων μεγάλων ΠΑΕ, στην ελληνική οικονομία. Σε ό,τι αφορά το ποδόσφαιρο, είναι βέβαιο ότι καθένας από αυτούς, προκειμένου να κατακτήσει το Πρωτάθλημα έπρεπε να φτιάξει ανταγωνιστική ομάδα. Και αυτό έκανε. Κάποιοι από αυτούς, ενδεχομένως να χάθηκαν στο δρόμο. Κάποιοι, προφανώς, έκαναν λάθος επιλογές στο σχεδιασμό. Κάποιοι, ενδεχομένως να μπέρδεψαν τον πρωταθλητισμό με την επιχειρηματικότητα. Εν τέλει, κάποιοι απέτυχαν παταγωδώς και κάποιοι για μία κεφαλιά στο 94’. Όλα είναι στο παιχνίδι. Σε κάθε περίπτωση, το φετινό άκρως ανταγωνιστικό και θεαματικό πρωτάθλημα είναι προϊόν ενός ανεξέλεγκτου ανταγωνισμού, όπου ο κανόνας του «ο θάνατός σου ή ζωή μου» επικρατεί κατά κόρον.

Και όμως, το σύγχρονο επαγγελματικό ποδόσφαιρο είναι κάτι εντελώς διαφορετικό. Η διεθνής εμπειρία διδάσκει ότι στο τέλος της ημέρας, οι ανταγωνιστές στο γήπεδο είναι συνέταιροι έξω από αυτό. Οι ιδιοκτήτες των ομάδων είναι συνέταιροι στη διαμόρφωση του τελικού προϊόντος, που ονομάζεται: «Πρωτάθλημα». Συνεργάζονται ώστε αυτό να διεξάγεται κατά τον πιο διάφανο και αξιόπιστο. Με αυτόν τον τρόπο μεγιστοποιούν τα κέρδη τους ανταγωνιζόμενοι όχι μεταξύ τους, αλλά ανταγωνιζόμενοι με άλλα προϊόντα της βιομηχανίας του θεάματος. Τα τελικά κέρδη μοιράζονται βάσει ενός διανεμητικού συστήματος, που επιτρέπει την ανάπτυξη των υποδομών και την περαιτέρω ανάπτυξη του αθλήματος. Με αυτόν τον τρόπο, για παράδειγμα, για τις αγγλικές ομάδες τα μπόνους από την πορεία στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις είναι πολύ μικρότερα από τα κέρδη από τη συμμετοχή στην Πρέμιερ Λιγκ. Έτσι, τα 20 εκ., περίπου, που πρόκειται να πάρει ο Ολυμπιακός για τη μεγάλη επιτυχία του να φτάσει στον τελικό του Κόνφερενς Λιγκ, δε θα λείψουν από την Άστον Βίλα που αποκλείστηκε στα ημιτελικά, αφού οι «Χωριάτες» θα απολάβουν στο τέλος της χρονιάς πάνω από 120 εκ. Ευρώ, μόνο και μόνο επειδή συμμετέχουν στο αγγλικό επαγγελματικό πρωτάθλημα.

Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι υπάρχουν αυστηροί ελεγκτικοί μηχανισμοί, εξασφαλίζει την οικονομική αυτονομία των ομάδων και αποτρέπει το ενδεχόμενο της ύπαρξης ομάδων «δορυφόρων», που μειώνουν την αξιοπιστία του πρωταθλήματος.

Το επίπεδο της περσινής και της φετινής Superleague δείχνει ότι, αφού με αυτόν τον (πρωτόγονο) ελληνικό τρόπο καταφέραμε να έχουμε τέτοιο πρωτάθλημα, με έναν άλλο σύγχρονο, ορθολογικό και διάφανο τρόπο, θα μπορούσαμε να έχουμε ομάδες που θα πρωταγωνιστούν στην Ευρώπη και, ταυτόχρονα, θα μεγιστοποιούν τα κέρδη τους. Κυρίως όμως, θα μπορούσαμε να διασφαλίσουμε τουλάχιστον ότι τα νέα παιδιά, που τώρα αρχίζουν να πηγαίνουν στο γήπεδο αντί να δηλητηριάζουν τις ψυχές τους με την τοξικότητα του ελληνικού πρωταθλήματος, θα μαθαίνουν ότι η χαρά και η πίκρα είναι μέρος του παιχνιδιού και μόνο και δε διαμορφώνονται από κάτι άλλο παρασκηνιακό.

Ο Γιαννάκης και ο Ευθύμης

Αυτοί που μπορούν, έχουν στα χέρια τους πολλές μελέτες αναφορικά με την ανάπτυξη του ελληνικού επαγγελματικού ποδοσφαίρου. Επίσης, η ΕΠΟ έχει στη διάθεσή της την ολιστική μελέτη, που συντάχθηκε με τη συνδρομή της FIFA και της UEFA και ουδέποτε εφαρμόστηκε. Τα πράγματα είναι, όμως, πολύ πιο απλά. Το ελληνικό ποδόσφαιρο εδώ και δύο σχεδόν χρόνια έχει την τύχη να διαθέτει δύο πρόσωπα – «σύμβολα», τα οποία μπορεί να βάλει μπροστά για να οικοδομήσει το μέλλον του.

Είναι ο Γιαννάκης, ο μικρός οπαδός του ΠΑΟΚ, και αδερφός του ο Ευθύμης, φίλος της ΑΕΚ. Στις δηλώσεις, το βλέμμα, τη στάση και τη συμπεριφορά τους, υπάρχει η λαχτάρα να παρακολουθήσουν ένα ποδόσφαιρο, εντελώς διαφορετικό από αυτό που έχουμε μάθει να παρακολουθούμε τα τελευταία χρόνια. Ένα πρωτάθλημα με νίκες και ήττες, με φιλάθλους και των δύο ομάδων στο γήπεδο, με τελικούς που δε θα γίνονται «κεκλεισμένων των θυρών», χωρίς εγκληματικές οργανώσεις και αγέλες δολοφόνων.

Όταν δε γίνεται το αυτονόητο, εύλογα δημιουργείται η υποψία ότι κάποιο άλλο κίνητρο υπάρχει από πίσω. Και το ελληνικό ποδόσφαιρο έχει πολλά αυτονόητα που δεν έχουν γίνει. Σε όσους φιλάθλους δεν έχουν δηλητηριαστεί εντελώς από την τοξικότητα του περιβάλλοντος του ελληνικού ποδοσφαίρου, απομένει να πουν ένα μεγάλο «μπράβο» στην ομάδα του ΠΑΟΚ, για την κατάκτηση του Πρωταθλήματος, ένα μεγάλο «ευχαριστώ» στις ομάδες τους, για την προσπάθεια που κατέβαλαν και ένα ακόμα μεγαλύτερο «ευχαριστώ» σε όλους τους παίκτες και τους προπονητές, χάρη στους οποίους παρακολουθήσαμε φέτος το καλύτερο, ίσως, πρωτάθλημα της Ιστορίας.

Και από εκεί και πέρα, δεδομένου ότι κανένας άλλος αρμόδιος δεν φαίνεται διατεθειμένος να πάρει σοβαρές πρωτοβουλίες, η μόνη ελπίδα εξυγίανσης θα φαίνεται στα μάτια του Γιαννάκη και του Ευθύμη.

Ο Κώστας Καρβουναρίδης είναι Δικηγόρος – Διεθνές Μάστερ Αθλητικού Δικαίου και Μάνατζμεντ / Διεθνές Κέντρο Αθλητικών Σπουδών – CIES –FIFA)