Οικονομία

ΕΚΤ: Νέα αύξηση των επιτοκίων κατά 50 μονάδες βάσης

ΕΚΤ: Νέα αύξηση των επιτοκίων κατά 50 μονάδες βάσης Φωτογραφία: EPA/BORIS ROESSLER
Νέα αύξηση των επιτοκίων κατά 50 μονάδες βάσης ανακοίνωσε η ΕΚΤ παρά την μεγάλη αναταραχή στις αγορές από την τραπεζική θύελλα.

Σε αύξηση των επιτοκίων κατά μισή μονάδα προχώρησε πριν από λίγο η Ευρωπαική Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ).

Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έβαλε σε εφαρμογή το πλάνο της για αύξηση των επιτοκίων κατά 50 μονάδες βάσης, δηλαδή κατά μισή ποσοστιαία μονάδα, προειδοποιώντας ότι «ο πληθωρισμός προβλέπεται να παραμείνει πολύ υψηλός για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα».

Το σχέδιο της ΕΚΤ για αύξηση των επιτοκίων κατά 50 μονάδες βάσης «επικυρώθηκε» στη σημερινή συνεδρίαση, παρά το είχε τεθεί υπό αμφισβήτηση μετά τις πιέσεις που ασκήθηκαν με την «κατάρρευση» της Credit Suisse, οι οποίες αύξησαν τις ανησυχίες για την έκθεση των τραπεζών της ευρωζώνης.

Οι μετοχές της Credit Suisse σταθεροποιήθηκαν αφού η τράπεζα δήλωσε νωρίς την Πέμπτη ότι θα αντλήσει πίστωση 54 δισ. δολαρίων από την Εθνική Τράπεζα της Ελβετίας.

Ωστόσο, η ΕΚΤ αφήνει ανοιχτό ενδεχόμενο να «παγώσει» μελλοντικές αυξήσεις, δεδομένου ενός «αυξημένου επιπέδου αβεβαιότητας».

Το βασικό επιτόκιο της τράπεζας (καταθέσεων) διαμορφώνεται πλέον στο 3%

Έτσι το βασικό επιτόκιο της τράπεζας (καταθέσεων) διαμορφώνεται πλέον στο 3% και αυτό για τις πράξεις αναχρηματοδότησης στο 3,5%.

Η ΕΚΤ δήλωσε ότι παρακολουθεί στενά τις τρέχουσες εντάσεις στην αγορά και είναι «έτοιμη να αντιδράσει όπως είναι απαραίτητο για τη διατήρηση της σταθερότητας των τιμών και της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας στη ζώνη του ευρώ».

Στην ίδια ανακοίνωση, η ΕΚΤ ανέφερε ότι ο τραπεζικός τομέας της ζώνης του ευρώ είναι «ανθεκτικός, με ισχυρή κεφαλαιακή θέση και ρευστότητα».

Η αναταραχή στις αγορές, λόγω της χρεοκοπίας τριών αμερικανικών τραπεζών, και στη συνέχεια του «σφυροκοπήματος» της Credit Suisse είχαν προκαλέσει αμφιβολίες αν η ΕΚΤ θα προχωρούσε σε νέα μεγάλη αύξηση των επιτοκίων της.

Αναθεωρημένες προβλέψεις

Συγκεκριμένα σύμφωνα με τις αναθεωρημένες προβλέψεις της ΕΚΤ, οι οποίες δεν περιλαμβάνουν τυχόν συνέπειες από την πρόσφατη χρηματοπιστωτική κρίση, ο πληθωρισμός εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί κατά μέσο όρο 5,3% το 2023, 2,9% το 2024 και 2,1% το 2025. Ταυτόχρονα, εκτιμάται ότι οι πιέσεις στις τιμές παραμένουν ισχυρές.

Ο πληθωρισμός εξαιρουμένων των τιμών της ενέργειας και των τροφίμων συνέχισε να αυξάνεται τον Φεβρουάριο σύμφωνα με τις αναθεωρημένες προβλέψεις και εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί κατά μέσο όρο στο 4,6% το 2023, ποσοστό υψηλότερο από αυτό που προβλεπόταν το Δεκέμβριο.

Στη συνέχεια, προβλέπεται να μειωθεί στο 2,5% το 2024 και στο 2,2% το 2025, καθώς οι ανοδικές πιέσεις από προηγούμενες κρίσεις προσφοράς και το άνοιγμα της οικονομίας εξασθενούν καθώς και η αυστηρότερη νομισματική πολιτική μειώνει ολοένα και περισσότερο τη ζήτηση.

Οι βασικές προβλέψεις για την ανάπτυξη το 2023 έχουν αναθεωρηθεί έως και 1% κατά μέσο όρο ως αποτέλεσμα τόσο της πτώσης των τιμών της ενέργειας όσο και της μεγαλύτερης ανθεκτικότητας της οικονομίας στο απαιτητικό διεθνές περιβάλλον.

Σύμφωνα με τις αναθεωρημένες προβλέψεις η ΕΚΤ αναμένει ότι η ανάπτυξη θα επιταχυνθεί περαιτέρω, στο 1,6%, τόσο το 2024 όσο και το 2025, υποστηριζόμενη από μια ισχυρή αγορά εργασίας, τη βελτίωση της εμπιστοσύνης και την ανάκαμψη των πραγματικών εισοδημάτων. Ταυτόχρονα, η ανάκαμψη τόσο το 2024 και το 2025 θα είναι ασθενέστερη από ό,τι προβλεπόταν τον Δεκέμβριο, λόγω της αυστηροποίησης της νομισματικής πολιτικής.

Τι μπορεί να κρύβει η απόφαση να μην δοθεί καθοδήγηση για τα επόμενα βήματα. Η έμφαση στον πληθωρισμό και η φράση που επαναλαμβάνεται δυο φορές στο δελτίο τύπου. Ποια εργαλεία διαθέτει.

απόφαση της ΕΚΤ να αυξήσει τα επιτόκια κατά 50 μονάδες βάσης σήμερα ήταν η πιο επικίνδυνη από τις διαθέσιμες επιλογές – πιστεύουμε ότι οι επενδυτές καταλάβαιναν εάν η τράπεζα αποφάσιζε να σταματήσει σχολιάζει η Capital Economics.

Ωστόσο, η κεντρική τράπεζα άφησε να εννοηθεί ότι θα μπορούσε να προσφέρει νέες δανειοδοτικές πράξεις στις τράπεζες εάν χρειαστεί, κάτι που θα μπορούσε να αμβλύνει τις ανησυχίες ορισμένων τραπεζών και επενδυτών.

Ενώ η ΕΚΤ έχει σταματήσει να παρέχει καθοδήγηση, το δελτίο τύπου καθιστά σαφές ότι οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής δίνουν προτεραιότητα στον πληθωρισμό έναντι άλλων ανησυχιών.

Τι ανέμεναν τράπεζες και οι επενδυτές

Σύμφωνα με ανάλυση της Capital Economics, η ΕΚΤ έκανε την «πιο επικίνδυνη» επιλογή. Ακόμη και πριν από την πρόσφατη τραπεζική καταιγίδα, ορισμένοι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής ζητούσαν αύξηση επιτοκίων αλλά πιο... ομαλά, σταδιακά.

Και ενώ η αγορά αντέδρασε καλά στην απόφαση της κεντρικής τράπεζας της Ελβετίας να ενισχύει τη Credit Suisse με 50 δισ. ελβετικά φράγκα, εξακολουθεί να υπάρχει μεγάλη αβεβαιότητα σχετικά με το εάν άλλες τράπεζες θα βρεθούν μέσα στην καταιγίδα. Σύμφωνα με την εν λόγω ανάλυση, η απόφαση να μην δοθεί καμία νέα καθοδήγηση για τα επιτόκια θα μπορούσε να θεωρηθεί επιπόλαιη, δεδομένου ότι πολλοί υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής δήλωσαν τις τελευταίες εβδομάδες ότι αναμένεται να αυξηθούν περαιτέρω τα επιτόκια τον Μάιο και μετά. Η Τράπεζα αναθεώρησε επίσης τις προβλέψεις της για τον πληθωρισμό χαμηλότερα, με την πρόβλεψη για τον βασικό πληθωρισμό το 2025 στο 2,2%, από 2,4% τον Δεκέμβριο.

Η απουσία καθοδήγησης αντανακλά πιθανώς αυξανόμενους διχασμούς στο Διοικητικό Συμβούλιο εκτιμά η Capital Economics. Η αρχική γραμμή στο δελτίο τύπου - «ο πληθωρισμός προβλέπεται να παραμείνει πολύ υψηλός για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα» - καθιστά σαφείς τις προτεραιότητες των υπευθύνων χάραξης πολιτικής. Και η πρόβλεψη ότι ο βασικός πληθωρισμός θα εξακολουθήσει να είναι πάνω από το 2% το 2025 βασίζεται στις προσδοκίες των επενδυτών για τα επιτόκια πριν από αρκετές εβδομάδες, όταν η νομισματική πολιτική αναμενόταν να είναι πολύ πιο αυστηρή. Εάν επρόκειτο να επαναλάβουν τις προβλέψεις σήμερα, αυτή για τον πυρήνα του πληθωρισμού μπορεί κάλλιστα να είναι υψηλότερη.

Οι τράπεζες και οι επενδυτές μπορεί να απογοητευτούν που η ΕΚΤ δεν ανακοίνωσε κάτι απτό για να αποτρέψει τις ανησυχίες για περισσότερα ζητήματα ρευστότητας στον τραπεζικό τομέα, καθώς περίπου 550 δισ. ευρώ υφιστάμενων TLTRO πρόκειται να λήξουν τον Ιούνιο. Για παράδειγμα, θα μπορούσε να έχει εισαγάγει ένα νέο πρόγραμμα μη στοχευμένων πράξεων μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης.

Αντίθετα, θα πρέπει να αρκεστούν στη διαβεβαίωση ότι «η εργαλειοθήκη πολιτικής της ΕΚΤ είναι πλήρως εξοπλισμένη για να παρέχει στήριξη ρευστότητας στο χρηματοπιστωτικό σύστημα της ζώνης του ευρώ εάν χρειαστεί» – μια φράση που εμφανίζεται δύο φορές στο δελτίο τύπου. Επομένως, τα νέα LTRO παραμένουν μια επιλογή και, εάν οι τράπεζες της ευρωζώνης δεχτούν μεγαλύτερη πίεση, θα μπορούσαν να ανακοινωθούν πριν από την επόμενη προγραμματισμένη συνεδρίαση στις 4 Μαΐου.