Διεθνή

Γιατί σαρώνει η ακροδεξιά στην Ευρώπη: Πώς της «χάρισαν» το παιχνίδι τα συστημικά κόμματα

Γιατί σαρώνει η ακροδεξιά στην Ευρώπη: Πώς της «χάρισαν» το παιχνίδι τα συστημικά κόμματα
Η ανάλυση του Matthijs Rooduijn στον Guardian φωτίζει το φαινόμενο της δραματικής ενίσχυσης της ακροδεξιάς λίγες ημέρες πριν τις κρίσιμες κάλπες που μπορεί να σημάνουν μια νέα Ευρώπη.

Σε πέντε μέρες οι πολίτες των 27 κρατών μελών της ΕΕ πάνε στις κάλπες για να αναδείξουν το νέο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Αν οι δημοσκοπήσεις συμφωνούν σε ένα πράγμα αυτό είναι τα σημαντικά κέρδη της ακροδεξιάς.

Πιο συγκεκριμένα, οι δύο ομάδες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που φιλοξενούν ακροδεξιά κόμματα θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν έως και το 20% των εδρών - τετραπλασιάνοντας τα ποσοστά τους από τις αρχές της δεκαετίας του 1990. Σε τέσσερα από τα έξι ιδρυτικά κράτη της ΕΕ, μάλιστα, τα κόμματα αυτά προηγούνται στις δημοσκοπήσεις.

Σε τι οφείλεται η δραματική ενίσχυση της ακροδεξιάς;

Μια εξήγηση σημειώνει ο Matthijs Rooduijn - πολιτικός επιστήμονας του πανεπιστημίου του Άμστερνταμ - θα μπορούσε να είναι πως τα ακροδεξιά κόμματα έχουν γίνει πιο μετριοπαθή με την πάροδο των ετών, ενώ οι ψηφοφόροι έχουν ριζοσπαστικοποιηθεί.

Η έρευνα ωστόσο αποδεικνύει πως στα φλέγοντα ζητήματα - όπως είναι η μετανάστευση - τα ακροδεξιά κόμματα παραμένουν όσο ριζοσπαστικά υπήρξαν ανέκαθεν, ενώ οι ψηφοφόροι δεν έχουν λιγότερη εμπιστοσύνη στους πολιτικούς και τα κοινοβούλιά τους από ό,τι πριν από τρεις δεκαετίες, δεν είναι λιγότερο ικανοποιημένοι από τη λειτουργία της δημοκρατίας και η στάση τους απέναντι στη μετανάστευση έχει παραμείνει σχετικά αμετάβλητη.

Αυτό που έχει αλλάξει δεν είναι οι ιδεολογίες τους, αλλά ότι κόμματα και ψηφοφόροι έχουν οδηγηθεί ο ένας στην αγκαλιά του άλλου.

Φανταστείτε μια μικρή χιονόμπαλα που τσουλάει σε μια πλαγιά, σημειώνει ο Matthijs Rooduijn στον Guardian, που χρησιμοποιεί τη μεταφορά του φαινομένου της χιονοστιβάδας για να εξηγήσει την αυξανόμενη επιτυχία της ακροδεξιάς. «Είναι το αποτέλεσμα ενός πλήθους πολιτικών, κοινωνικών, οικονομικών και πολιτιστικών εξελίξεων που συνενετέλεσαν στη σημερινή δυναμική της», υποστηρίζει.

28265435_e6d08.jpg

Η απελεύθερωση από την παράδοση μεγαλώνει τη δεξαμενή των ακροδεξιών ψηφοφόρων

Η πρώτη ώθηση προήλθε από τη διάλυση των κοινωνικών δεσμών. Πάρτε ως παράδειγμα τις Κάτω Χώρες. Στη δεκαετία του 1950, ο μέσος νέος που μεγάλωνε σε καθολική οικογένεια, πήγαινε σε καθολικό σχολείο, «κατανάλωνε» καθολικά μέσα ενημέρωσης και, τελικά, ψήφιζε ένα καθολικό κόμμα.

Σήμερα, τέτοια προβλέψιμα πρότυπα ψήφου είναι σπάνια. Τα υψηλότερα επίπεδα εκπαίδευσης φαίνεται πως απελευθέρωσαν την παραδοσιακή κομματική πίστη. Από τη δεκαετία του 1960 και εξής - και ιδιαίτερα μετά το 2000 - , η εκλογική αστάθεια επέτρεψε στα ακροδεξιά κόμματα να προσελκύσουν ψηφοφόρους που δεν δεσμεύονται πλέον από τις παλιές «συμμαχίες».

Εκεί που η εξατομίκευση επέτρεψε στους ψηφοφόρους να αποδεσμεύονται από τις υπάρχουσες πολιτικές ευθυγραμμίσεις, η παγκοσμιοποίηση συνέβαλε σε νέες ευθυγραμμίσεις μεταξύ ψηφοφόρων και κομμάτων. Αυτοί που επωφελήθηκαν από τα ανοικτά σύνορα της Ευρώπης - οι υψηλά μορφωμένοι «νικητές της παγκοσμιοποίησης» βρέθηκαν σε διακριτό στατόπεδο με εκείνους που ένιωσαν να απειλούνται οικονομικά και πολιτισμικά από αυτές τις αλλαγές.

Η μετανάστευση πρωταγωνίστησε στο δημόσιο λόγο και αποτέλεσε τον καλύτερο «κράχτη» για τα ακροδεξιά κόμματα.

Η στροφή από τον φασισμό στον λαϊκισμό

Αλλά για να κατανοήσουμε καλύτερα τον τρόπο με το οποίο η χιονοστιβάδα απέκτησε τη σημερινή δυναμική της, είναι χρήσιμο να εξετάσουμε τη στρατηγική συμπεριφορά των ίδιων των ακροδεξιών κομμάτων.

Σύμφωνα πάντα με τον Matthijs Rooduijn, τις δεκαετίες μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, τα ακροδεξιά κόμματα εξακολουθούσαν να συνδέονται σε μεγάλο βαθμό με τον φασισμό και τον ναζισμό.

Για να γίνουν αποδεκτά, τα κόμματα αυτά έπρεπε να αποκτήσουν δημοκρατική νομιμοποίηση. Αυτό το έκαναν υιοθετώντας τον λαϊκισμό ως βασικό συστατικό στοιχείο του δημόσιου λόγου τους. Ο λαϊκισμός συμπυκνώνεται στην αρχή πως η βούληση του λαού πρέπει να καθοδηγεί τις δημοκρατικές αποφάσεις, ενώ οι ελίτ επιχειρούν να χειραγωγήσουν αυτή τη διαδικασία.

Η στροφή από τον φασισμό στον λαϊκισμό προσέδωσε στα ακροδεξιά κόμματα αυτή την τόσο απαραίτητη νομιμοποίηση.

Σπάζοντας τα δεσμά με τους «ακραίους»

Τα ακροδεξιά κόμματα προσπάθησαν επίσης να εκσυγχρονίσουν την εικόνα τους διακόπτοντας - τουλάχιστον επισήμως - τους δεσμούς τους με πιο ακραία στοιχεία.

Για παράδειγμα, το 2011, η Marine Le Pen ξεκίνησε μια στρατηγική αποδαιμονοποίησης (dédiabolisation) θέλοντας να διαγράψει από τη μνήμη των ψηφοφόρων την εξτρεμιστική φήμη του κόμματός της. Διέγραψε ακραίους πολιτικούς, κατήγγειλε τον φασισμό και τον αντισημιτισμό και έδιωξε ακόμη και τον πατέρα της από το κόμμα.

Το 2018, πάλι, το Εθνικό Μέτωπο μετονομάστηκε σε Rassemblement National (Εθνικός Συναγερμός). Ο στόχος ήταν να προσελκύσει περισσότερους ψηφοφόρους τονίζοντας ότι το κόμμα είχε γίνει μια πιο μετριοπαθής εκδοχή του εαυτού του.

Μήπως αυτά τα ακροδεξιά κόμματα έγιναν πράγματι πιο μετριοπαθή; Όχι.

Όταν πρόκειται για τις βασικές πολιτικές τους θέσεις, σχεδόν όλα παραμένουν το ίδιο ριζοσπαστικά και ακροδεξιά όπως... πάντα. Μόνο η εικόνα τους έχει αλλάξει. Για παράδειγμα, το ανερχόμενο αστέρι της ακροδεξιάς στη Γαλλία, ο Ζορντάν Μπαρντέλα, είναι γιος Ιταλών και Αλγερινών μεταναστών και μεγάλωσε φτωχός σε ένα συγκρότημα κατοικιών στα προάστια του Παρισιού. Δεν έχει αποδυναμώσει το αντιμεταναστευτικό μήνυμα της Λεπέν - απλώς προσπάθησε να το κάνει πιο «πολιτικά ορθό».

25017778_32cda.jpg

Τα social media προσφέρουν ορατότητα και αυξάνουν την επιρροή

Την ίδια ώρα το μεταβαλλόμενο περιβάλλον των μέσων ενημέρωσης έχει βοηθήσει περαιτέρω τα ακροδεξιά κόμματα να διαδώσουν το μήνυμά τους. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης τους επέτρεψαν να επικοινωνούν απευθείας με τους υποστηρικτές τους, παρακάμπτοντας τα παραδοσιακά μέσα.

Αυτή η εξέλιξη έχει βοηθήσει όλα τα κόμματα, αλλά υπήρξε διαίτερα χρήσιμη για τα ακροδεξιά κόμματα, τα οποία ισχυρίζονται ότι οι απλοί πολίτες παραμένουν ξεχασμένοι από την πολιτική ελίτ και τα μέσα ενημέρωσης. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης παρέχουν έναν άμεσο δίαυλο επικοινωνίας και αυτό έχει αυξήσει την ορατότητα και την επιρροή των ακροδεξιών κομμάτων.

Πώς τα συστημικά κόμματα «χάρισαν» το παιχνίδι στην ακροδεξιά

Κατά ειρωνικό τρόπο, η επόμενη μεγάλη ώθηση για την ακροδεξιά ήρθε από τους κύριους πολιτικούς της αντιπάλους: τα ίδια τα καθιερωμένα κυρίαρχα κόμματα.

Όσο πιο δημοφιλή γίνονταν τα ακροδεξιά κόμματα, τόσο τα συστημικά κόμματα της Δεξιάς γίνονταν και πιο νευρικά. Για να προσπαθήσουν να φρενάρου την διαρροή ψήφων, ξεκίνησαν να ενσωματώνουν στο πολιτικό τους πρόγραμμα ακροδεξιές ιδέες.

Από τον Σεμπάστιαν Κουρτς της Αυστρίας μέχρι την Τερέζα Μέι στο Ηνωμένο Βασίλειο και τις πολιτικές του Μαρκ Ρούτε στην Ολλανδία, η πάλαι ποτέ κεντροδεξιά αποχαιρέτησε για πάντα το... κέντρο.

Πέτυχε; Όχι. Έρευνες δείχνουν πως αυτή ακριβώς η στρατηγική οδήγησε σε περισσότερες ψήφους για την ακροδεξιά. Κι αυτό επειδή αντιγράφοντας κάποιες από τις ιδέες τους, τα κυρίαρχα κόμματα νομιμοποίησαν την ακροδεξιά.

Όπως δήλωνε χαρακτηριστικά ο Jean-Marie Le Pen πριν από σχεδόν 50 χρόνια, «οι άνθρωποι προτιμούν το πρωτότυπο από το αντίγραφο».

Το τελευταίο και πιο κρίσιμο στοιχείο είναι η εξοικείωση των ψηφοφόρων. Οι άνθρωποι συνηθίζουν σε πράγματα ειδικά όταν αυτά συμβαίνουν επανειλημμένα. Η συνεχής αναπαραγωγή της ακροδεξιάς ρητορικής έχει οδηγήσει στην πλήρη νομιμοποίησή της.

16490042_1_ba31a.jpg

Κάπως έστι η ακροδεξιά χιονόμπαλα απειλεί να γίνει χιονοστιβάδα.

Μπορεί μέχρι σήμερα στις περισσότερες δημοκρατίες, τα ακροδεξιά κόμματα να μην έφτασαν ποτέ να κυβερνήσουν. Αυτό όμως πρόκειται να αλλάξει.

Δεν είναι πλέον διόλου απίθανο, σε λίγα χρόνια, δύο ιδρυτικά κράτη της φιλελεύθερης δημοκρατίας - η Γαλλία και οι ΗΠΑ -να έχουν προέδρους που θα υποστηρίζονται από ακροδεξιούς ψηφοφόρους. Σε πολλές άλλες φιλελεύθερες δημοκρατίες, τα ακροδεξιά κόμματα θα πρωταγωνιστούν σε κυβερνητικούς συνασπισμούς. Αυτό σημαίνει ότι κόμματα των οποίων οι βασικές ιδέες είναι ασύμβατες με τα θεμέλια της φιλελεύθερης δημοκρατίας θα κάνουν «κουμάντο».

Το παράδειγμα της Ουγγαρίας δείχνει ότι το αποτέλεσμα δεν θα είναι τίποτα λιγότερο από την κατεδάφιση της ίδιας της φιλελεύθερης δημοκρατίας.