Σύμφωνα με την Ελληνική Εταιρεία Λοιμώξεων, η Candida auris, είναι ένα είδος μύκητα που ανήκει στο γένος της Candida και ανακαλύφθηκε σχετικά πρόσφατα, το 2009.
Απομονώθηκε πρώτη φορά από το αυτί μιας ηλικιωμένης γυναίκας στην Ιαπωνία (auris = αυτί στα λατινικά) και έκτοτε έχει διασπαρεί ταχέως σε όλον τον πλανήτη.
Γιατί αποτελεί κίνδυνο για την δημόσια υγεία;
Η Candida auris θεωρείται αναδυόμενο παθογόνο παγκοσμίως για τέσσερις λόγους:
1) Εμφανίζει συχνά αντοχή σε αντιμυκητιακά φάρμακα όπως οι αζόλες ή οι εχινοκανδίνες,
2) είναι δύσκολη η εργαστηριακή ταυτοποίηση του στελέχους και απαιτεί τελικά τη χρήση ειδικών τεχνικών (MALDITOF) που δεν είναι διαθέσιμες ευρέως αυτή τη στιγμή αλλά μόνο σε εργαστήρια αναφοράς,
3) έχει την ικανότητα να αποικίζει για μεγάλο χρονικό διάστημα ασθενείς αλλά και το άψυχο περιβάλλον σε δομές παροχής υγείας , και
4) ενοχοποιείται για επιδημίες σε ιδρύματα ηλικιωμένων και νοσοκομεία με γρήγορη και εκτεταμένη διασπορά.
Σε κάθε περίπτωση απομόνωσης Candida auris από οποιοδήποτε βιολογικό υλικό ασθενή, πρέπει να ενημερώνεται και ο ΕΟΔΥ.
Τι είναι ο αποικισμός από Candida auris;
Με τον όρο αποικισμό εννοούμε την επιβίωση ενός οργανισμού στο ανθρώπινο σώμα (είτε στο δέρμα, είτε σε βλεννογόνους όπως το έντερο) χωρίς να προκαλεί αληθή λοίμωξη. Δεν απαιτεί θεραπεία με φάρμακα, αλλά αποτελει πρόβλημα γιατί δυνητικά ο μικροοργανισμός αυτός μπορεί να προκαλέσει λοίμωξη στον ξενιστή όταν ευοδωθούν οι συνθήκες.
Εκτός αυτού, οι ασθενείς και ακόμα περισσότερο οι υγειονομικοί, που είναι αποικισμένοι από έναν μικροοργανισμό, την Candida auris στην περίπτωση μας, μπορούν να μεταφέρουν το μικρόβιο αυτό σε άλλους ανθρώπους, ενδεχομένως με ευάλωτο ανοσοποιητικό σύστημα, οδηγώντας σε απειλητικές για τη ζωή λοιμώξεις. Ο αποικισμός από Candida auris μπορεί να παραμείνει για πολλούς μήνες ή ακόμα και έτη.
Τι λοιμώξεις μπορεί να προκαλέσει η Candida auris;
Όπως φαίνεται και από την ιστορία της ανακάλυψης του μύκητα αυτού, μπορεί να προκαλέσει σοβαρές ωτίτιδες, αλλά η βασική απειλή αφορά στην απομόνωση του μύκητα αυτού στο αίμα. Η μυκηταιμία είναι μια κατάσταση με πολύ μεγάλη θνητότητα, συχνά αγγίζει το 50% ενώ για την Candida auris η θνητότητα αναφέρεται στο 60%.
Έχουν περιγραφεί στη διεθνή βιβλιογραφία λοιμώξεις σε τραύματα, μαλακά μόρια, οστεομυελίτιδα, προσβολή του κεντρικού νευρικού συστήματος και γενικευμένη λοίμωξη σε ανοσοκατεσταλμένους ασθενείς.
Ποια είναι τα συμπτώματα της λοίμωξης από Candida auris;
Πολλές φορές η ίδια η λοίμωξη από Candida auris μπορεί να διαλάθει της προσοχής του κλινικού ιατρού γιατί οι ασθενείς με συστηματικές λοιμώξεις από τον μύκητα αυτό (πχ μυκηταιμία ή γενικευμένη λοίμωξη) είναι ήδη βαρέως πάσχοντες και νοσηλεύονται σε ΜΕΘ, ενώ πολύ συχνά συνυπάρχουν λοιμώξεις και από άλλα νοσοκομειακά παθογόνα.
Σε περιπτώσεις εντοπισμένων λοιμώξεων, τα συμπτώματα αφορούν το προσβεβλημένο όργανο και δεν είναι ειδικά πχ ωτόρροια σε ωτίτιδα, πυώδες εξίδρωμα σε λοιμώξεις τραυμάτων κτλ.
Ποιοι άνθρωποι κινδυνεύουν περισσότερο;
Οι ασθενείς που διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο είναι συνήθως αυτοί με πολλαπλές συννοσηρότητες και είτε συχνές ή μακρές νοσηλείες σε νοσοκομείο είτε διαμονή σε ιδρύματα ηλικιωμένων. Η ανοσοκαταστολή οποιασδήποτε αιτιολογίας (φάρμακα, αιματολογικές κακοήθειες, καρκίνος κτλ.) και οι επεμβατικοί χειρισμοί με παρουσία ξένων σωμάτων (ενδοαγγειακοί καθετήρες, μηχανικός αερισμός κτλ.) αποτελούν σημαντικούς παράγοντες κινδύνου τόσο για αποικισμό όσο και για αληθείς λοιμώξεις.
Η παρουσία αποικισμένου ασθενούς στην ίδια πτέρυγα αυξάνει επίσης τον κίνδυνο ανεξάρτητα από άλλους παράγοντες. Συνήθως οι υγιείς δεν κινδυνεύουν από τέτοιες λοιμώξεις, αλλά μπορεί να αποικιστούν αν έρχονται σε συχνή και στενή επαφή με άλλους αποικισμένους ανθρώπους, όπως συμβαίνει για παράδειγμα με το ιατρονοσηλευτικό προσωπικό σε μονάδες που ανιχνεύονται κρούσματα.
Υπάρχει θεραπεία για τις λοιμώξεις από Candida auris;
Για την αντιμετώπιση των λοιμώξεων αυτών, πάντα πρέπει να ζητείται η γνώμη λοιμωξιολόγου. Συχνά η Candida auris εμφανίζει αντοχή στις αζόλες, την μεγαλύτερη κατηγορία αντιμυκητιακών φαρμάκων, ενώ έχουν αναφερθεί περιπτώσεις αντοχής και στις τρεις κατηγορίες αντιμυκητιακών.
Η προτεινόμενη εμπειρική αγωγή βασίζεται στις εχινοκανδίνες, αλλά είναι χρήσιμο να γίνονται δοκιμασίες ευαισθησίας στα απομονωμένα στελέχη. Επί αποτυχίας της θεραπείας μετά από 5 ημέρες συστήνεται τροποποίηση
του σχήματος σε αμφοτερικίνη Β.
Δεν υπάρχουν επί του παρόντος επαρκή δεδομένα σχετικά με τον συνδυασμό φαρμάκων. Τονίζεται ότι για τον αποικισμό δεν συστήνεται κανενός είδους αντιμυκητιακή θεραπεία.