Ρωτήθηκε επίμονα ο Γερούν Ντάισελμπλουμ, κατά τη χθεσινή συνεδρίαση του Ecofin, που διαδέχθηκε την προχθεσινή του Eurogroup με το «προσύμφωνο» επανεκκίνησης της δεύτερης αξιολόγησης, πότε ακριβώς θα επιστρέψουν οι επικεφαλής του κουαρτέτου στην Αθήνα. «Με ρωτάτε κάτι που δεν γνωρίζω. Δεν είμαι το αφεντικό τους», είπε ο πρόεδρος του Eurogroup. Παράδοξη απάντηση: και ποιος είναι τ’ αφεντικό του κουαρτέτου, αν όχι το Eurogroup, ως πολιτικός εκπρόσωπος των δανειστών και εντολέας των θεσμών;
Η απάντηση του Ντάισελμπλουμ υπονοεί δυο πράγματα: πρώτον, ότι δεν είναι «κλειδωμένη» η ημερομηνία άφιξης του κουαρτέτου στην Αθήνα, αν και προχθές διατυπωνόταν με μεγαλύτερη βεβαιότητα ότι αυτή θα συμβεί μετά την Καθαρά Δευτέρα. Και, δεύτερον, ότι τα «αφεντικά» του κουαρτέτου, που θα αποφασίσουν τελικά αν πράγματι αυτό θα κάνει την «απόβαση» τις επόμενες μέρες, είναι οι Μέρκελ και Λαγκάρντ, που συναντώνται σήμερα στο Βερολίνο. Ο ρόλος του προέδρου της Κομισιόν, Ζαν Κλοντ Γιουνκέρ, που επίσης συναντάται ξεχωριστά με τη Μέρκελ, είναι απλά διαμεσολαβητικός.
Η κυβερνητική υποχώρηση και ο «μπαλαντέρ» της Παγκόσμιας Τράπεζας
Η γερμανίδα καγκελάριος και η διευθύντρια του ΔΝΤ έχουν πολλούς λόγους να είναι ικανοποιημένες από το «προσύμφωνο» του Eurogroup. Αυτό που εμφανιζόταν ως συνισταμένη των απαιτήσεών τους έναντι της Ελλάδας ικανοποιήθηκε με το παραπάνω. Η ελληνική κυβέρνηση έκανε «γενναιόδωρες» υποχωρήσεις σε όλα τα κρίσιμα πεδία: δέχθηκε να προνομοθετήσει μέτρα για την περίοδο μετά το 2019, δέχθηκε να ξανανοίξει τα «κλεισμένα» από την πρώτη αξιολόγηση φορολογικό και ασφαλιστικό (με τη μείωση του αφορολογήτου και το κούρεμα της «εγγυημένης» προσωπικής διαφοράς στις συντάξεις), απέσυρε τις απαιτήσεις για «ρήτρες ακύρωσης» των μέτρων εφόσον επιτύχει τα ζητούμενα υψηλά πλεονάσματα, δεν πήρε τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος, που θα διευκόλυναν τόσο το ΔΝΤ να μπει στο πρόγραμμα, όσο και την ΕΚΤ να εντάξει τα ελληνικά ομόλογα στην ποσοτική χαλάρωση.
Αντ’ αυτών, πήρε κάποια απροσδιόριστα προς το παρόν «αντισταθμιστικά» μέτρα, που ως προς τη φορολογία (πιθανές μειώσεις συντελεστών, ΦΠΑ, ΕΝΦΙΑ) αντιστοιχούν στις σχετικές εισηγήσεις του ΔΝΤ, ως προς τα εργασιακά εξασφαλίζουν μια μετριοπαθέστερη θέση των δανειστών, ενώ ως προς το αναπτυξιακό περιλαμβάνουν τον «μπαλαντέρ» ενός προγράμματος της Παγκόσμιας Τράπεζας, ύψους 3 δισ. ευρώ, που θα κατευθυνθεί αποκλειστικά στην απασχόληση. Αυτό είναι ίσως και το μοναδικό καινούργιο στοιχείο στην εξίσωση που, αν και αποτελεί καθαρά κυβερνητική πρωτοβουλία και δεν έχει επαφή με κοινοτικούς πόρους (προφανώς θα έχει τη μορφή δανείου της Παγκόσμιας Τράπεζας), θα ενταχθεί κι αυτό υπό την επιτήρηση των δανειστών. Κι είναι άγνωστο τι παρενέργειες μπορεί να προκύψουν απ’ αυτό. Έχει ενδιαφέρον, βεβαίως, να μάθουμε τι γνώμη έχει επ’ αυτού το ΔΝΤ, ως αδελφός οργανισμός της Παγκόσμιας Τράπεζας, που προς το παρόν δεν είναι πιστωτής της Ελλάδας, αλλά καλείται να γίνει.
Το όλο πακέτο, παρά το αμπαλάζ του «δημοσιονομικά ουδέτερου» μίγματος, είναι πολιτικά βαρύ για την κυβέρνηση, σε βαθμό που προκαλεί ακόμη και την κατανόηση του Σόιμπλε: «Κατανοώ ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να εφαρμόσει περαιτέρω διορθώσεις στο συνταξιοδοτικό σύστημα για πολιτικούς λόγους, όμως, αυτό δεν σημαίνει πως δεν μπορεί να το κάνει αργότερα», είπε ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών. Ο Σόιμπλε έκανε ένα μικρό βήμα «κατανόησης» και στο θέμα του πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% μετά το 2018. Δεν αναφέρθηκε σε «δεκαετία», αλλά σε μεσοπρόθεσμο διάστημα «που απομένει να διευκρινιστεί τι σημαίνει». Άρα, είναι υπό διαπραγμάτευση. Με ποιον; Με το ΔΝΤ, φυσικά.
Το βάρος της απόφασης πέφτει στην καγκελάριο
Σε γενικές γραμμές, το προχθεσινό Eurogroup δεν ήταν παρά ένας σύντομος πρόλογος της σημερινής συνάντησης Μέρκελ – Λαγκάρντ. Η ρητορική των εκπροσώπων του έκανε τα αδύνατα δυνατά για να διευκολύνει αυτή τη συνάντηση. Δηλαδή, να προλειάνει το έδαφος για το deal Βερολίνου – ΔΝΤ, για το οποίο είχαν διαρρεύσει ενδιαφέρουσες πληροφορίες στον γερμανικό Τύπο την προηγούμενη εβδομάδα. Ωστόσο, η ψυχρή αντίδραση του ΔΝΤ, που με μια τυπική ανακοίνωση λίγων γραμμών μετά το Eurogroup κάλεσε όλα τα εμπλεκόμενα μέρη να κρατούν μικρό καλάθι και για το πότε θα επιστρέψει το κουαρτέτο και για το αν το «προσύμφωνο» των Βρυξελλών είναι η βάση μιας συμφωνίας για την αξιολόγηση, αποκαλύπτει ότι τις σοβαρές εκκρεμότητας της διαπραγμάτευσης η Κριστίν Λαγκάρντ θα τις συζητήσει σήμερα.
Έχοντας επιτύχει κάτι παραπάνω από μισή νίκη στο Eurogroup όσον αφορά την προληπτική νομοθέτηση μέτρων τουλάχιστον 1,6% του ΑΕΠ από την ελληνική κυβέρνηση, θα ζητήσει από τη Μέρκελ αυτά που εξαρτώνται απ’ αυτήν και τους υπόλοιπους Ευρωπαίους δανειστές: εγγυήσεις για τη βιωσιμότητα του χρέους- δηλαδή περιγραφή των μεσοπρόθεσμων μέτρων, έστω κι αν αυτά αποφασιστούν το 2018- και προσγείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων, είτε σε ύψος είτε σε διάρκεια.
Κρίνονται οι όροι και το χρονοδιάγραμμα της αξιολόγησης
Παρά την αμοιβαία πολιτική κατανόηση μεταξύ Μέρκελ και Λαγκάρντ, το βάρος της απόφασης πέφτει στην καγκελάριο. Έτσι κι αλλιώς είναι η γερμανική πλευρά που απαιτεί πλήρη εμπλοκή του ΔΝΤ, επ’ απειλή διακοπής του προγράμματος, αλλά είναι αυτή επίσης που δεν αισθάνεται άνετα με το ελληνικό ζήτημα ψηλά στην προεκλογική ατζέντα, και σταθερά αξιοποιούμενο από το SPD, το οποίο έχει μετατρέψει σε «ντέρμπι» την αναμέτρηση για την καγκελαρία.
Αλλά και η Λαγκάρντ, στον βαθμό που είναι διατεθειμένη να προχωρήσει σε μια «πολιτική συμφωνία» με τη Μέρκελ, είναι υποχρεωμένη να ακροβατήσει, με δεδομένο ότι δεν είναι βέβαιο ότι μια τέτοια συμφωνία περνάει από το Εκτελεστικό Συμβούλιο του ΔΝΤ, και ιδιαίτερα αν θα έχει την έγκριση των ΗΠΑ.
Όσο καθαρότεροι είναι οι όροι της, τόσο πιθανότερο είναι να περάσει. Κι αυτό εξαρτάται απόλυτα από τη γερμανική πλευρά. Τελικά, σήμερα, στο Βερολίνο, κρίνονται οι όροι, το μίγμα και το χρονοδιάγραμμα της αξιολόγησης. Αποφασίζουν τ’ αληθινά «αφεντικά» του κουαρτέτου αν ο κύκλος της αξιολόγησης θα κλείσει το αργότερο μέχρι τον Απρίλιο, ή θα συρθεί μέχρι το καλοκαίρι, στο παρά πέντε του λογαριασμού των 7 δισ. που πρέπει να εξοφληθεί.