Opinions

Κώστας Καρβουναρίδης: Ο μακρύς και δύσκολος δρόμος του Έλληνα ποδοσφαιριστή

Κώστας Καρβουναρίδης Κώστας Καρβουναρίδης
Κώστας Καρβουναρίδης: Ο μακρύς και δύσκολος δρόμος του Έλληνα ποδοσφαιριστή
Δυστυχώς, παρά τις επιτυχίες που κάθε τόσο φέρνουν οι Έλληνες ποδοσφαιριστές, δε διαφαίνεται καμία προσπάθεια να διαμορφωθεί ένα υγιές περιβάλλον που θα αντιμετωπίσει στοργικά τα νέα παιδιά και θα τα βοηθήσει να εξελιχθούν ως αθλητές και ως άνθρωποι.

Την ώρα που γράφεται αυτό το άρθρο, δεν είναι γνωστό το αποτέλεσμα του αγώνα της Εθνικής Ελλάδας με τη Γεωργία και, επομένως, δε γνωρίζουμε αν προκριθήκαμε στην τελική φάση του EURO 2024. Το αποτέλεσμα στον αθλητισμό, πολύ συχνά καθορίζει και τα συναισθήματα, τα οποία με τη σειρά τους επηρεάζουν και τη λογική. Απαλλαγμένος από το βάρος του συναισθήματος, ο υπογράφων έχει το πλεονέκτημα να κάνει μερικές κρίσεις και, εκ του ασφαλούς, να υποστηρίξει ότι τα ίδια θα έγραφε, ανεξαρτήτως της πρόκρισης ή μη της Εθνικής ομάδας.

Άλλωστε, έχει προηγηθεί η θριαμβευτική πρόκριση της ομάδας νέων του Ολυμπιακού στην ημιτελική φάση του Youth League. Αυτή είναι μία επιτυχία, για την οποία κάθε υγιής φίλαθλος, ανεξαρτήτως οπαδικών προτιμήσεων, οφείλει να πει ένα μεγάλο «μπράβο». Πολλώ δε μάλλον, όταν αυτά τα παιδιά, κατάφεραν να διακριθούν στην κατηγορία τους, αποκλείοντας όχι μόνο μεγάλα ονόματα του Ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου, όπως η Ίντερ και η Μπάγερν, αλλά και ομάδες που φημίζονται παγκοσμίως, για τα τμήματα των υποδομών τους, όπως η ιταλική Λέτσε και η (κυρίως) η γαλλική Λανς.

Η επιτυχία των νέων του Ολυμπιακού προβλήθηκε κυρίως από τα ΜΜΕ που προβάλλουν τα νέα της ομάδας του Πειραιά και αποσιωπήθηκαν από τα ΜΜΕ που προβάλλουν τα νέα άλλων ομάδων. Είναι ενδεικτικό της παθογένειας και του άρρωστου περιβάλλοντος του ελληνικού ποδοσφαίρου. Όπως, άλλωστε όλες οι επιτυχίες των ελληνικών συλλόγων στο εξωτερικό, προβάλλονται ως επιτυχίες καθαρά ομαδικές και όχι συνολικά του ελληνικού ποδοσφαίρου. Ακόμα και όταν κερδίζει η Εθνική Ομάδα, υπάρχουν άνθρωποι που μετρούν πόσοι ποδοσφαιριστές προέρχονται από τον Παναθηναϊκό, τον Ολυμπιακό ή την ΑΕΚ.

Αυτό, από μόνο του, είναι ένα στοιχείο που αρκεί, για να καταδείξει, πόσο δύσκολο είναι το ευρύτερο περιβάλλον που έχει να αντιμετωπίσει η χρυσή γενιά των παικτών του Ολυμπιακού, όταν στο αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα θα βγει στο στίβο του επαγγελματικού ποδοσφαίρου.

Χρυσή γενιά;

Ο «ερυθρόλευκοι» πιτσιρικάδες δεν είναι οι μόνοι που μας κάνουν να πιστεύουμε ότι μία χρυσή γενιά ποδοσφαιριστών έρχεται να υπηρετήσει το ελληνικό ποδόσφαιρο. Κάθε Κυριακή έχουμε την ευκαιρία να θαυμάζουμε τους νεαρούς παίκτες του ΠΑΟΚ, τον Κώστα Κουλιεράκη, τον Στέφανο Τζήμα και, φυσικά τον Γιάννη Κωνσταντέλια. Πρόκειται για νεαρούς αθλητές που προέρχονται από της Ακαδημίες του ΠΑΟΚ και είναι καρποί της συστηματικής δουλειάς που έκανε εκεί ο Πάμπλο Γκαρσία.

Όσο και αν οι οιωνοί είναι θετικοί, όμως, μπορεί κάποιος να έχει σοβαρές επιφυλάξεις, για το αν πραγματικά αυτή η γενιά θα βρει δικαίωση. Ο ίδιος ο ΠΑΟΚ στη θέση του Τζήμα και του Κωνσταντέλια, δηλαδή στις θέσεις των μεσο-επιθετικών έχει αγοράσει ξένους ποδοσφαιριστές, μερικοί εκ των οποίων αμφιβόλου αξίας. Ιδίως, ο Τζήμας, χρησιμοποιείται ελάχιστα από τον προπονητή του.

Ο Ολυμπιακός, που καμαρώνει (δικαίως) για τα παιδιά του, έχει ένα ρόστερ που κατακλύζεται από ξένους παίκτες, εκ των οποίων κάποιοι έχουν έρθει για να… κολλήσουν τα τελευταία τους ένσημα, πριν κλείσουν την καριέρα τους και κάποιοι είναι δανεικοί. Δηλαδή, έχει ποδοσφαιριστές που το καλοκαίρι θα πρέπει να αποχωρήσουν. Πιστεύει κανείς ότι τη θέση τους θα πάρουν οι νεαροί που διακρίθηκαν στο Youth League ή (κρίνοντας από την πρακτική της διοίκησης της ίδιας της ομάδας) θα αποκτηθούν πάλι δεκάδες ξένοι; Επίσης, ακόμα και αν δεχθούμε ότι κάποια από αυτά τα παιδιά που έπαιξαν υπέροχο ποδόσφαιρο, ενταχθούν στη βασική ομάδα, πώς θα μπορέσουν να ανταποκριθούν στις ανάγκες της, όταν η ίδια η πρώτη ομάδα θα αγωνίζεται με ένα εντελώς διαφορετικό σύστημα, από αυτό της ομάδας νέων; Ή ακόμα… Πόσο εύκολο θα είναι για έναν νεαρό ποδοσφαιριστή, να «ανέβει» στην πρώτη ομάδα, κατόπιν εισήγησης του τωρινού προπονητή και μετά από λίγο καιρό ο προπονητής αυτός να αντικατασταθεί μεσούσης της περιόδου;

Αν, σε όλα τα παραπάνω, προσθέσει κανείς τη δυσπιστία φιλάθλων, δημοσιογράφων, οι οποίοι «απαιτούν» μεταγραφές μεγάλων ονομάτων και δεν έχουν καμία υπομονή να περιμένουν την εξέλιξη αυτών των παιδιών, μπορεί εύκολα να καταλάβει ότι τα νέα παιδιά, ακόμα και όταν θεωρούνται «χρυσή γενιά», έχουν μπροστά τους να ανέβουν έναν Γολγοθά, μέχρι να καθιερωθούν στο ανώτατο επίπεδο.

Θλιβερή σύγκριση

Την ίδια ημέρα που οι νέοι του Ολυμπιακού σμπαράλιαζαν τη φημισμένη Μπάγερν, με 3-1 στο Μόναχο, η Μπαρτσελόνα προκρινόταν στην προημιτελική φάση του Τσάμπιονς Λιγκ αποκλείοντας τη Νάπολι. Οι «Μπλαουγκράνα» στη βασική ενδεκάδα τους είχαν έναν 20χρονο μεσο-επιθετικό, τον Φερμίν, έναν 17χρονο στόπερ, τον Κουμπαρσί και έναν 16χρονο (!) Λαμίν Γιαμάλ. Παρακολουθώντας το ματς, κανείς δεν καταλάβαινε τη διαφορά ηλικίας από τους υπόλοιπους. Η «Μπάρτσα», μία ομάδα με μεγαλύτερο όνομα και υψηλότερες φιλοδοξίες από αυτές του Ολυμπιακού ή του ΠΑΟΚ, εμπιστεύθηκε την επίτευξη των στόχων της σε δεκαεπτάχρονους και δεκαεξάχρονους ποδοσφαιριστές, δηλαδή σε παιδιά νεώτερα από αυτά των ελληνικών ομάδων.

Η λίστα των ποδοσφαιριστών που έχει δηλώσει η «Μπάρτσα» στο φετινό Τσάμπιονς Λιγκ, περιλαμβάνει δώδεκα παίκτες που η ηλικία τους δεν ξεπερνάει τα 20 χρόνια! Το ίδιο συμβαίνει σε πολλές ευρωπαϊκές ομάδες. Για παράδειγμα ο Άγιαξ, χρησιμοποιώντας, κυρίως νεαρούς ποδοσφαιριστές, αγωνίστηκε στο φετινό Europa League και απέκλεισε την ΑΕΚ των πολλών ξένων.

Αντίθετα, το ελληνικό ποδόσφαιρο δυσκολεύεται να ακολουθήσει αυτό το παράδειγμα. Στις τέσσερις ομάδες που πρωταγωνιστούν στο Πρωτάθλημα Ελλάδας της Superleague, (αλφαβητικά αναφέρονται:) ΑΕΚ, Ολυμπιακός, ΠΑΟΚ και Παναθηναϊκός, ελάχιστοι νεαροί Έλληνες έχουν θέση βασικού. Ο Πήλιος και ο Ρότα, στην ΑΕΚ, ο Ιωαννίδης στον Παναθηναϊκό και οι νεαροί Κουλιεράκης και Κωνσταντέλιας στον ΠΑΟΚ. Ο ίδιος ο Ολυμπιακός, που μπορεί να περηφανεύεται για τη θριαμβευτική πορεία της ομάδας νέων, εμπιστεύεται δεκάδες αλλοδαπούς ποδοσφαιριστές, πολλοί από τους οποίους μάλιστα, αγωνίζονται ως δανεικοί.

Και αν για τις λεγόμενες «μεγάλες» ομάδες, υπάρχει το άλλοθι του πρωταθλητισμού και η εύκολη λύση για τη γρήγορη επίτευξή του, υποτίθεται ότι είναι η αγορά «έτοιμων» ξένων παικτών, καμία απολύτως δικαιολογία δεν υπάρχει για τις μικρομεσαίες ομάδες. Αυτές που κάθε καλοκαίρι φέρνουν καραβιές παικτών από τα πιο απίθανα σημεία του πλανήτη.

Οι παθογένειες του ελληνικού ποδοσφαίρου, μαζί με τη δυσπιστία που υπάρχει απέναντι στους νέους, διαμορφώνουν ένα προβληματικό περιβάλλον γεμάτο αντικειμενικές δυσκολίες. Το «αλίμονο στους νέους» είναι μία φράση που αβίαστα έρχεται στο μυαλό, για αυτά τα ταλαντούχα παιδιά, τα οποία, αν είναι τυχερά και αν καταφέρουν να συνεργαστούν με καλούς ατζέντηδες, θα αναζητήσουν την τύχη τους σε ομάδες του εξωτερικού.

Διότι, πράγματι το άνοιγμα των συνόρων δίνει τη δυνατότητα σε πολλούς ποδοσφαιριστές να ξεφύγουν από την ελληνική μιζέρια και να δουλέψουν καλύτερα, ως αθλητές και ως άνθρωποι, σε πιο οργανωμένα πρωταθλήματα. Δεν είναι τυχαίο ότι οι εκάστοτε ομοσπονδιακοί προπονητές της Εθνικής Ελλάδας, χρησιμοποιούν κυρίως, παίκτες που αγωνίζονται στο εξωτερικό. Στη βασική ομάδα που κατανίκησε το Καζακστάν με 5-0, ο Γουστάβο Πογέτ χρησιμοποίησε οκτώ παίκτες, που παίζουν εκτός συνόρων.

Κάποτε, ο Ζήσης Βρύζας, που διακρίθηκε στο ιταλικό πρωτάθλημα, όταν ρωτήθηκε γιατί στον ΠΑΟΚ δεν μπόρεσε να κάνει την καριέρα που έκανε στην Ιταλία, απάντησε: «γιατί στη Θεσσαλονίκη δεν έκανα αυτά που έπρεπε να κάνω, ως αθλητής». Δεν αναζήτησε κανένα άλλοθι, στις αλλαγές των προπονητών και στην τότε διοικητική αστάθεια της ομάδας του. Αντιθέτως, αναγνώρισε ότι ο ίδιος έπρεπε να κάνει καλύτερη διαχείριση του ταλέντου του. Η απάντηση τιμά τον Βρύζα, που έκανε την αυτοκριτική του, αλλά σίγουρα δεν μπορεί κάποιος να παραβλέψει ότι η περιρρέουσα ατμόσφαιρα παίζει καταλυτικό ρόλο.

Το επαγγελματικό ποδόσφαιρο είναι ένα από μόνο του ένα πολύ δύσκολο περιβάλλον, σε όλες τις χώρες. Οι ποδοσφαιριστές σε μικρή ηλικία πρέπει να αντιμετωπίσουν τα φώτα της δημοσιότητας, τα χρήματα και τη δόξα. Στην Ελλάδα, τα νέα παιδιά συναντούν επιπρόσθετα εμπόδια, που αφορούν στις δικές μας παθογένειες. Δυστυχώς, παρά τις επιτυχίες που κάθε τόσο φέρνουν οι Έλληνες ποδοσφαιριστές, δε διαφαίνεται καμία προσπάθεια να διαμορφωθεί ένα υγιές περιβάλλον που θα αντιμετωπίσει στοργικά τα νέα παιδιά και θα τα βοηθήσει να εξελιχθούν ως αθλητές και ως άνθρωποι.

Λίγο μετά την απροσδόκητη επιτυχία της Εθνικής Ομάδας, στο ΕURO, το 2004, ο Τραϊανός Δέλλας είχε ερωτηθεί αν εκείνη η μοναδική στιγμή, μπορούσε να αποτελέσει μία αφορμή, για εξυγίανση του ελληνικού ποδοσφαίρου. Εκείνος απάντησε ότι δε διατηρεί καμία ελπίδα. Είκοσι χρόνια μετά, παραμένει δικαιωμένος.

Είκοσι χρόνια μετά, όχι μόνο εξακολουθούμε να μην έχουμε ελπίδα, αλλά παρακολουθούμε και τη ραγδαία επιδείνωση. Και αυτό είναι κρίμα και για τους νέους του Ολυμπιακού και του ΠΑΟΚ, αλλά και για όλα τα νέα παιδιά, που αγαπούν το ποδόσφαιρο και τη φανέλα της ομάδας που φοράνε, αλλά και έχουν το ταλέντο και τις δυνατότητες να διακριθούν

(Ο Κώστας Καρβουναρίδης είναι Δικηγόρος – Διεθνές Μάστερ Αθλητικού Δικαίου και Μάνατζμεντ / Διεθνές Κέντρο Αθλητικών Σπουδών – CIES –FIFA)