Opinions

Δανάη Κολτσίδα: Η αθέατη όψη της ιδιωτικοποίησης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης

Δανάη Κολτσίδα Δανάη Κολτσίδα
Δανάη Κολτσίδα: Η αθέατη όψη της ιδιωτικοποίησης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης
Το -κατάφωρα αντισυνταγματικό- σχέδιο νόμου που αναμένεται να κατατεθεί από την κυβέρνηση, σχετικά με την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων, είναι ακόμα ένα, ίσως το πιο αποφασιστικό και πιθανότατα το τελειωτικό βήμα προς την ιδιωτικοποίηση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στη χώρα μας.

Οι συνέπειες της διαδικασίας αυτής, σε ό,τι αφορά το δικαίωμα στην πρόσβαση στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση και την ένταση των ταξικών διακρίσεων, τη ματαίωση του κυριότερου μηχανισμού ανοδικής κοινωνικής κινητικότητας και άμβλυνσης των ανισοτήτων στη χώρα μας, αλλά και την ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης, είναι μάλλον προφανείς. Και επίσης, έχουν προκαλέσει το ενδιαφέρον της κοινωνίας, καθώς αφορούν άμεσα ένα πολύ μεγάλο κομμάτι, αν όχι το σύνολό της: νυν και μελλοντικούς φοιτητές και φοιτήτριες και τις οικογένειές τους, αλλά και όλους και όλες τους απόφοιτους/ες των δημόσιων ΑΕΙ, που θα βρεθούν σε έναν προς τα κάτω ανταγωνισμό με εκείνους/ες των υπό ίδρυση ιδιωτικών φορέων.

Υπάρχει όμως ακόμα μία παράμετρος που αφορά εξίσου, ίσως και περισσότερο, όλη την κοινωνία, αλλά συζητιέται λιγότερο. Αυτή της έρευνας, που αποτελεί, εξίσου με την εκπαίδευση των νέων γενεών επιστημόνων, πυλώνα των πανεπιστημίων. Άλλωστε, αυτή είναι και η ειδοποιός διαφορά της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης σε σύγκριση με τις προηγούμενες βαθμίδες της: η άμεση σύνδεσή της με την έρευνα.

Ως προς αυτό το σκέλος, μέχρι την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, ελάχιστα μας έχουν διαφωτίσει οι κυβερνητικές εξαγγελίες, ενώ οι λεπτομέρειες για το κυβερνητικό νομοσχέδιο δεν είναι ακόμη γνωστές. Ωστόσο, η τάση ιδιωτικοποίησης της έρευνας και οι συνέπειές της είναι ήδη γνωστές, οπότε δεν είναι ιδιαίτερα δύσκολο να φανταστεί κανείς πώς θα επιδράσει η ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων στην παραγόμενη έρευνα.

Συνολικά, ήδη η αναλογία της συμμετοχής του κράτους και των επιχειρήσεων στις δαπάνες έρευνας και ανάπτυξης έχει αλλάξει ριζικά τα τελευταία χρόνια. Η αυξανόμενη στροφή των επιχειρήσεων στην καινοτομία, σε συνδυασμό με τις χαμηλές δαπάνες του ελληνικού κράτους για έρευνα και τεχνολογία έχει καταστήσει σχεδόν ισότιμους -τουλάχιστον οικονομικά- «παίκτες» στο πεδίο της έρευνας το κράτος και τις επιχειρήσεις. Ωστόσο, αυτό δεν είναι χωρίς συνέπειες. Η έρευνα που παράγεται στα (δημόσια) πανεπιστήμια, με κύριο χρηματοδότη το κράτος, διαφέρει ουσιωδώς, όπως είναι αναμενόμενο, από την έρευνα που παράγεται από τις (ιδιωτικές) επιχειρήσεις.

Πρώτον, τα πανεπιστήμια είναι οι κυριότεροι χώροι παραγωγής βασικής έρευνας, στην οποία κατευθύνεται σχεδόν το 60% των ερευνητικών δαπανών τους. Πρόκειται για την θεμελιώδη ή πρωταρχική έρευνα που παράγει τη γνώση μας για τον κόσμο και γεννά νέες ιδέες, αρχές και θεωρίες. Αντίθετα, οι επιχειρήσεις κατευθύνουν τις δικές τους δαπάνες κυρίως στην εφαρμοσμένη έρευνα, σε αυτή δηλαδή που αναζητά συγκεκριμένες τεχνικές και τεχνολογικές λύσεις, στηρίζεται όμως στην βασική έρευνα γι’ αυτό.

Η βασική έρευνα, λόγου χάρη, στη φυσική ή στη χημεία μπορεί να μην είναι -και συνηθέστατα δεν είναι- άμεσα οικονομικά αξιοποιήσιμη στην παραγωγή, ενώ πολλές φορές είναι και περισσότερο χρονοβόρα μέχρι να καταλήξει σε συμπεράσματα. Ωστόσο χωρίς αυτή δεν θα μπορούσαν να υπάρξουν όλα τα προϊόντα της εφαρμοσμένης έρευνας που παράγονται, διακινούνται, πωλούνται και καταναλώνονται καθημερινά. Με άλλα λόγια, τα (δημόσια) πανεπιστήμια και κατ’ επέκταση το κράτος και το κοινωνικό σύνολο αναλαμβάνουν την ευθύνη και το κόστος (οικονομικό, χρονικό, ανθρώπινο κ.λπ.) να υλοποιήσουν την βασική έρευνα από την οποία στη συνέχεια επωφελούνται (και) οι επιχειρήσεις.

Δεύτερον, το είδος, δηλαδή το επιμέρους επιστημονικό πεδίο της έρευνας που παράγεται από τα πανεπιστήμια σε σύγκριση με τις επιχειρήσεις είναι επίσης ουσιωδώς διαφορετικό. Στα πανεπιστήμια, το 28% των δαπανών για έρευνα και ανάπτυξη κατευθύνονται στις κοινωνικές και στις ανθρωπιστικές επιστήμες. Αντίθετα, στις επιχειρήσεις το ποσοστό των δαπανών για έρευνα και ανάπτυξη που κατευθύνονται στους δύο αυτούς τομείς είναι σχεδόν αμελητέο (λίγο πάνω από 2%), ενώ αντίθετα τη «μερίδα του λέοντος» απορροφούν τα πεδία της τεχνολογίας/επιστημών μηχανικού (67%) και της ιατρικής/επιστημών υγείας (16%).

Τρίτον, οι προτεραιότητες, το αντικείμενο, η εστίαση -ενίοτε και τα ίδια τα αποτελέσματα- της έρευνας καθορίζονται σημαντικά από το πλαίσιο στο οποίο διεξάγεται. Έτσι, ακόμα και εντός του ίδιου επιστημονικού πεδίου και εντός της ίδιας κατηγορίας (βασικής/ εφαρμοσμένης) έρευνας είναι δεδομένο ότι και μόνη η πηγή χρηματοδότησης μπορεί να έχει σημαντική επίδραση στις ερευνητικές προτεραιότητες. Ενώ θεωρητικά κίνητρο της έρευνας είναι η επιστημονική περιέργεια και ενώ σκοπός της επιστήμης (θα έπρεπε να) είναι η απάντηση σε κοινωνικές ανάγκες και προβλήματα, πολύ σπάνια οι ερευνητικές επιλογές υπαγορεύονται από γνωστικά/κοινωνικά κριτήρια και συνηθέστερα αυτό που ερευνάται είναι αυτό για το οποίο κάποιος διαθέτει χρηματοδότηση.

Για παράδειγμα, η Ελλάδα είναι μια εξαιρετικά σεισμογενής περιοχή, όμως η αντισεισμική προστασία κτιρίων και υποδομών είναι ένας τομέας συγκριτικά λιγότερο επικερδής σε σύγκριση με την ανάπτυξη άλλων τεχνικών και τεχνολογιών που έχουν μεγαλύτερη εμπορική προοπτική. Επομένως, παρά το γεγονός ότι η έρευνα στο πεδίο της αντισεισμικής θωράκισης της χώρας είναι προφανώς κοινωνικά κρίσιμη και, κυριολεκτικά, θα μπορούσε να σώσει ζωές, δεν θα πραγματοποιηθεί ενδεχομένως ποτέ αν δεν αναληφθεί/χρηματοδοτηθεί από δημόσιο φορέα, καθώς η ιδιωτική χρηματοδότηση στρέφεται συνήθως προς άμεσα εμπορεύσιμες τεχνολογίες.

Τέλος, οι συνθήκες και οι όροι παραγωγής της έρευνας καθορίζουν και τη διάθεση και την πρόσβαση σε αυτή και στα αποτελέσματά της. Σε ένα θεσμικό και οικονομικό περιβάλλον που κυριαρχεί η πνευματική/βιομηχανική ιδιοκτησία και οι πατέντες, εκείνος που πληρώνει την επιστημονική έρευνα καθορίζει και τη διάχυση των αποτελεσμάτων της. Πρόκειται για ένα φαινόμενο ιδιαίτερα εμφανές σε κλάδους όπως η φαρμακευτική έρευνα, όπου οι τιμές των φαρμάκων καθορίζονται σε μεγάλο βαθμό από τον αριθμό των καινοτομιών (άρα και των πατεντών) που ενσωματώνει καθένα από αυτά, με αρκετά σύγχρονα και δυνάμει θαυματουργά φάρμακα να είναι οικονομικά απρόσιτα. Και βέβαια, τις ακραίες συνέπειες του φαινομένου αυτού τις έζησε η παγκόσμια κοινότητα την περίοδο της πανδημίας, όπου οι πατέντες καθυστερούσαν την παραγωγή κρίσιμων ποσοτήτων εμβολίων.

Ήδη λοιπόν ξέρουμε ότι η προϊούσα ιδιωτικοποίηση της έρευνας, προϊόν εκτός των άλλων και της δημόσιας υποχρηματοδότησης, έχει τεράστιες επιπτώσεις, που δεν αφορούν μόνο το ακαδημαϊκό περιβάλλον -το αν, πόσο, πώς και προς ποια κατεύθυνση θα προχωρήσει η επιστημονική γνώση- αλλά εξίσου το σύνολο της κοινωνίας: την οικονομία, την παραγωγή, την κατανάλωση, την απόλαυση βασικών κοινωνικών αγαθών και υπηρεσιών, όπως η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, οι μεταφορές και συγκοινωνίες, η ενέργεια, η ασφάλεια των υποδομών κ.λπ.

Όταν σε αυτό το περιβάλλον προστεθούν στην εξίσωση τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, τα ερωτήματα και τα προβλήματα πολλαπλασιάζονται.

Τα ιδιωτικά πανεπιστήμια θα έχουν πρόσβαση στην -κρίσιμη για τα δημόσια πανεπιστήμια- κρατική χρηματοδότηση για έρευνα; Αν ναι, αφού η -έτσι κι αλλιώς μικρή- «πίτα» της δημόσιας χρηματοδότησης για έρευνα θα μοιραστεί σε περισσότερους φορείς, τα δημόσια πανεπιστήμια θα οδηγηθούν σε μαρασμό. Αν πάλι όχι, τότε ποιος θα χρηματοδοτήσει την έρευνα σε αυτά τα ιδρύματα; Η πραγματοποίηση έρευνας με ίδιους πόρους φαντάζει μάλλον απίθανη, καθώς οι οικονομικές προϋποθέσεις ίδρυσης των ιδιωτικών πανεπιστημίων με βάση το κυβερνητικό σχέδιο είναι ελάχιστες και κανείς δεν αναμένει ότι θα γίνουν μεγάλης κλίμακας επενδύσεις σε αυτό το χώρο σε μια τόσο μικρή «αγορά», όπως η Ελλάδα. Οπότε, το πιθανότερο είναι η όποια έρευνα, εντός ή εκτός εισαγωγικών, των ιδιωτικών πανεπιστημίων να αποτελέσει ακόμα ένα πεδίο διασύνδεσής τους με συγκεκριμένες εταιρίες.

Κι αν έτσι έχουν τα πράγματα, είναι προφανές ότι σε αυτό το διπλά ιδιωτικοποιημένο πλαίσιο (ιδιωτική χρηματοδότηση και ιδιωτικός φορέας υλοποίησης), η έρευνα που θα πραγματοποιείται σε αυτά τα πανεπιστήμια θα προσιδιάζει περισσότερο σε αυτή των επιχειρήσεων και λιγότερο σε αυτή των (δημόσιων) πανεπιστημίων. Οι προτεραιότητες και οι κατευθύνσεις της θα καθορίζονται με απολύτως ιδιωτικο-οικονομικά κριτήρια, ενώ το ερώτημα της θεσμικής εποπτείας, της ερευνητικής ανεξαρτησίας και της διασφάλισης της ποιότητάς της μένει να απαντηθεί όταν θα ξέρουμε περισσότερα για το νομοσχέδιο. Πιθανότατα η έρευνα αυτή θα έχει λίγη σχέση με την προαγωγή της επιστήμης (βασική έρευνα), μάλλον δεν θα προτάξει τις κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες και σίγουρα θα έχει ελάχιστη σχέση με τις κοινωνικές ανάγκες και προτεραιότητες.

Το ότι ένα τέτοιο πλαίσιο μόνο κατ’ όνομα αποτελεί πανεπιστήμιο είναι μάλλον προφανές. Μόνο που οι συνέπειες αυτού του, μάλλον τελειωτικού, βήματος ιδιωτικοποίησης της έρευνας δεν αφορούν μόνο την ακαδημαϊκή κοινότητα, αλλά κάθε πτυχή της ζωής μας.

(Η Δανάη Κολτσίδα είναι Νομικός και πολιτική επιστήμονας_