Οικονομία

ΙΝΕ ΓΣΕΕ: Αύξηση κατώτατου μισθού κατά 16,5% - Να αυξηθεί κατά 16,5%

ΙΝΕ ΓΣΕΕ: Αύξηση κατώτατου μισθού κατά 16,5% - Να αυξηθεί κατά 16,5% Φωτογραφία: eurokinissi
Να ανέλθει ο κατώτατος μισθός στα 908 ευρώ από 780 ευρώ που είναι σήμερα ζητά η ΓΣΕΕ σύμφωνα με την πρόταση του ΙΝΕ ΓΣΕΕ.

Λαμβάνοντας υπόψη την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας το 2023 και τον εκτιμώμενο πληθωρισμό για το 2024, ο κατώτατος μισθός θα πρέπει να ανέλθει στα 908 ευρώ, ώστε να υπάρξει ουσιαστική προστασία των μισθωτών που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό από την ακρίβεια, να απεγκλωβιστούν από την παγίδα της σχετικής φτώχειας και να μη μεταβληθεί η θέση τους στη διανομή του εισοδήματος.

Το 2023 ο μεικτός διάμεσος μισθός πλήρους απασχόλησης εκτιμάται στα 1.443 ευρώ μηνιαίως, με το 60% του διάμεσου μισθού, που είναι το κατώφλι της σχετικής φτώχειας, να ανέρχεται στα 866 ευρώ.
Η πάγια θέση του ΙΝΕ ΓΣΕΕ είναι ότι η πρωταρχική λειτουργία του κατώτατου μισθού είναι να εξασφαλίζει τουλάχιστον ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης για τα άτομα που τον λαμβάνουν. Σύμφωνα με την Οδηγία της ΕΕ σχετικά με τον προσδιορισμό του κατώτατου μισθού και για τις συλλογικές διαπραγματεύσεις, η επάρκεια του κατώτατου μισθού όσον αφορά την εξασφάλιση ενός αξιοπρεπούς επιπέδου διαβίωσης «αποτελεί προαπαιτούμενο για την επίτευξη δίκαιης, βιώσιμης και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξης» (EΕ, 2022: 2).

Για την εκτίμηση του αξιοπρεπούς επιπέδου διαβίωσης, που αποτελεί το ελάχιστο σημείο αναφοράς για τον προσδιορισμό του κατώτατου μισθού, έχουν αναπτυχθεί δύο διαφορετικές προσεγγίσεις. Η πρώτη προσέγγιση αντιμετωπίζει την αξιοπρεπή διαβίωση από την πλευρά του πραγματικού κόστους ζωής. Ο αξιοπρεπής κατώτατος μισθός θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να χρηματοδοτήσει ένα καλάθι προϊόντων και υπηρεσιών, το οποίο κρίνεται κοινωνικά αποδεκτό για την εξασφάλιση της αξιοπρεπούς διαβίωσης του ατόμου που λαμβάνει τον κατώτατο μισθό και των εξαρτώμενων μελών της οικογένειάς του.

Η δεύτερη προσέγγιση αξιολογεί τον κατώτατο μισθό αξιοπρεπούς διαβίωσης βάσει δεικτών που αποτυπώνουν ένα ορισμένο ποσοστό, συγκεκριμένα το 60% του διάμεσου και το 50% του μέσου ακαθάριστου μισθού πλήρους απασχόλησης της οικονομίας. Οι δύο αυτοί δείκτες αποτελούν εναλλακτικές ποσοτικές εκτιμήσεις για το κατώφλι της σχετικής φτώχειας. Όπως έχουμε υπογραμμίσει με έμφαση σε προηγούμενη έκθεσή μας (ΙΝΕ ΓΣΕΕ, 2023), ο προσδιορισμός του κατώτατου μισθού βάσει ενός ποσοστού του διάμεσου και του μέσου μισθού αποτυπώνει ενδεικτικά κατώτατα όρια εισοδήματος που προστατεύουν το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων από το να περάσει κάτω από το κατώφλι της φτώχειας. Σε καμία περίπτωση δεν αποτελούν ανώτατα όρια στον προσδιορισμό του ύψους του ονομαστικού κατώτατου μισθού. Πρέπει επίσης να τονίσουμε ότι η επιλογή του καθενός από αυτούς τους δύο δείκτες έχει θετικά και αρνητικά στοιχεία, τα οποία χρειάζεται κάθε φορά που συνεκτιμώνται για τον προσδιορισμό του ύψους του κατώτατου μισθού να αξιολογούνται βάσει της θεσμικής οργάνωσης της εθνικής αγοράς εργασίας, των μισθολογικών ανισοτήτων, του βαθμού συγκεντροποίησης των συλλογικών διαπραγματεύσεων, του ποσοστού κάλυψης των εργαζομένων από συλλογικές συμβάσεις εργασίας, της θεσμοθέτησης μηχανισμών τιμαριθμικής προσαρμογής κ.ά.

Επιπροσθέτως, όπως έχει υπογραμμίσει το ΙΝΕ ΓΣΕΕ (2023), η ποσοτική εκτίμηση των δύο δεικτών είναι ευαίσθητη σε παράγοντες όπως η αδήλωτη εργασία και η ψευδώς δηλωμένη εργασία, που αλλοιώνουν την αντικειμενικότητα της κατανομής των αμοιβών στην οικονομία. Η ελληνική οικονομία είναι μια περίπτωση όπου τα φαινόμενα αυτά αποτελούν διαχρονικά διαρθρωτικά χαρακτηριστικά της αγοράς εργασίας και της επιχειρηματικής της οργάνωσης, εξαιτίας του μεγάλου πληθυσμού πολύ μικρών επιχειρήσεων. Επιπρόσθετα, η απορρύθμιση της ελληνικής αγοράς εργασίας στη διάρκεια της κρίσης χρέους και της εφαρμογής των μνημονίων και η αποδυνάμωση του θεσμικού ρόλου των συλλογικών συμβάσεων εργασίας έχουν διαταράξει περαιτέρω τη στατιστική κατανομή των μισθών. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι η θεσμική προστασία των εργαζομένων και των αμοιβών τους από συλλογικές διαπραγματεύσεις και συλλογικές συμβάσεις εργασίας είναι αξιοσημείωτα χαμηλή στη χώρα μας. Σύμφωνα με την τελευταία εκτίμησή μας, το 2023 το ποσοστό κάλυψης των εργαζομένων από συλλογικές συμβάσεις εργασίας δυνητικά φτάνει στο 31%. Η ουσιαστική ενίσχυση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας και του ποσοστού κάλυψης των εργαζομένων από αυτές θα μπορούσε να οδηγήσει σε αύξηση των κλαδικών μισθών ομαλοποιώντας τη στατιστική κατανομή των μισθών σε συνθήκες υψηλού πληθωρισμού και προστατεύοντας ευρύτερες ομάδες εργαζομένων από την ακρίβεια.

Συνεπώς, η επιλογή αξιόπιστων στατιστικών δεδομένων πρέπει να είναι βασικό κριτήριο για τον ποσοτικό προσδιορισμό των δεικτών που προαναφέρθηκαν, ώστε να αποτελούν φερέγγυους δείκτες αξιολόγησης του ύψους του κατώτατου μισθού. Επίσης, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι ο προσδιορισμός του κατώτατου μισθού στις δημοκρατίες οφείλει να γίνεται βάσει ενός εθνικού –προσδιορισμένου αναπτυξιακά και κοινωνικά– ορίου ευημερίας και όχι βάσει της οριακής ανταγωνιστικότητας διαφορετικών μεγεθών επιχειρήσεων της εθνικής οικονομίας, που έχουν πολύ χαμηλή ροπή στην ανάπτυξη και στη χρήση νέων τεχνολογιών.

Στο πλαίσιο αυτό η ανάλυσή μας για τον προσδιορισμό του κατώτατου μισθού για το 2024 θα εστιάσει στον δείκτη Kaitz και συγκεκριμένα στη μέτρηση του λόγου του κατώτατου μισθού προς τον διάμεσο μισθό πλήρους απασχόλησης για την ελληνική οικονομία. Η ποσοτικοποίηση του δείκτη μάς δίνει εμπειρικά ευρήματα για τη σχετική θέση αυτών που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό στη συνολική κατανομή των μισθών και στη διανομή του εισοδήματος, καθώς και για την αποτελεσματικότητα του κατώτατου μισθού στην αντιμετώπιση των φαινομένων της εργασιακής φτώχειας και της οικονομικής ανισότητας. Τα στοιχεία που χρησιμοποιούμε στην ανάλυσή μας αντλούνται από την επίσημη βάση δεδομένων του ΟΟΣΑ, την οποία, δεδομένων των προαναφερθέντων διαρθρωτικών χαρακτηριστικών της ελληνικής οικονομίας, θεωρούμε πιο ενδεδειγμένη για τη μέτρηση του δείκτη Kaitz.

Ένας περιορισμός της συγκεκριμένης βάσης δεδομένων είναι ότι στην τρέχουσα χρονική περίοδο η διαθεσιμότητα των στοιχείων για τον διάμεσο μισθό φτάνει μέχρι και το 2022. Στην παρούσα χρονική στιγμή μια ρεαλιστική εκτίμηση του δείκτη Kaitz για το 2023 θα μπορούσε να συμπεριλάβει στη μεταβολή του δείκτη την εκτίμηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την ετήσια αύξηση του ονομαστικού μέσου μισθού πλήρους απασχόλησης το 2023 (4,8%). Οπότε στην ανάλυση που ακολουθεί εφαρμόζουμε την υπόθεση ότι ο διάμεσος μισθός το 2023 αυξήθηκε όσο και ο ονομαστικός μέσος μισθός πλήρους απασχόλησης. Με βάση αυτή την υπόθεση και την αύξηση του κατώτατου μισθού το 2023 υπολογίζεται ο δείκτης για το ίδιο έτος.

 Ιδανικά η διόρθωση αυτή θα έπρεπε να γίνει βάσει της εκτίμησης του πληθωρισμού που προσδιορίζει την αγοραστική δύναμη του 1ου πεμπτημορίου στην κατανομή του εισοδήματος.