Έτσι, θα καταφέρουν με την πάροδο ενός τριμήνου, να πετύχουν, εάν δεν υπάρξει νέα συμφωνία, να αποκτήσουν ισχύ οι ατομικές συμβάσεις όλων των εργαζομένων ενός κλάδου, αφού η συλλογική σύμβαση θα έχει λήξει.
Σε αυτό το ενδεχόμενο όμως, οι εργαζόμενοι θα πρέπει να γνωρίζουν ότι, όλοι οι κανονιστικοί όροι που διέπουν τη συλλογική σύμβαση (αποδοχές, ώρες εργασίας, επιδόματα), μετενεργούν, δηλαδή συνεχίζουν να ισχύουν και στην ατομική τους σύμβαση. Συνεπώς, δεν μπορεί αυτόματα μια επιχείρηση, με τη λήξη ισχύος μιας συλλογικής σύμβασης να προχωρήσει σε μονομερείς μειώσεις αποδοχών στα όρια της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας (ΕΓΣΣΕ). Είναι απαραίτητη η συμφωνία των εργαζομένων για κάτι τέτοιο.
Επίσης, οι εκπρόσωποι των θεσμών, πιέζουν έτσι ώστε κάθε νέα συλλογική σύμβαση εργασίας, να έχει στο εξής τη δυνατότητα επέκτασης στο σύνολο των επιχειρήσεων ενός κλάδου, μόνο εάν το 51% από αυτές είναι ενταγμένες στο αντίστοιχο συλλογικό εργοδοτικό συνδικαλιστικό όργανο. Εάν όχι, τότε η σύμβαση που θα υπογράφουν τα δύο μέρη, δεν θα είναι δεσμευτική για το σύνολο των επιχειρήσεων ενός κλάδου. Έτσι όμως, οι συλλογικές συμβάσεις χάνουν μεγάλο μέρος της ισχύς τους και καθίστανται «κενό γράμμα», αφού θα αρκεί σε μια επιχείρηση να βγει εκτός σωματείου για να μην την εφαρμόσει και να πιέσει ώστε να οδηγήσει τους μισθούς των εργαζομένων στα όρια της ΕΓΣΣΕ.
Από τις υπόλοιπες απαιτήσεις των δανειστών, ξεχωρίζουν οι ομαδικές απολύσεις και ο συνδικαλιστικός νόμος. Στο σκέλος των ομαδικών απολύσεων οι πιέσεις που ασκούνται κινούνται στην κατεύθυνση της κατάργησης κάθε παρέμβασης από το υπουργείο Εργασίας, για τη λειτουργία αυτής της διαδικασίας. Ουσιαστικά, το «κουαρτέτο» απαιτεί να μπορούν να προκύψουν ομαδικές απολύσεις, ύστερα από συζητήσεις εργοδοτών και εργαζομένων, χωρίς να χρειάζεται η έγκριση του Ανώτατου Συμβουλίου Εργασίας (ΑΣΕ), όπως ισχύει έως τώρα. Σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, θα αρθεί και το τελευταίο εμπόδιο που υπάρχει σήμερα για την πλήρη απελευθέρωση των ομαδικών απολύσεων, με ό,τι αυτό συνεπάγεται καθώς υπάρχει πάντα ο κίνδυνος νέας αύξησης της ανεργίας, εν μέσω και των capital controls.
Στο σκέλος του συνδικαλιστικού νόμου, οι απαιτήσεις των δανειστών εστιάζονται στην επιβολή του ορίου του 51% για την προκήρυξη απεργίας. Το συγκεκριμένο όριο όμως θα αφορά το σύνολο των εργαζομένων ενός κλάδου που θα καλούνται να αποφασίσουν ή όχι για απεργία και όχι τους συμμετέχοντες σε μια γενική συνέλευση, όπως γινόταν έως τώρα. Με τον τρόπο αυτό γίνεται πιο δύσκολη η λήψη απόφασης για απεργίας, αλλά και πιο δίκαια, αφού θα εκφράζει την απευθείας βούληση των μελών ενός κλάδου και όχι τις θέσεις ενός συνδικαλιστικού προεδρείου. Ταυτόχρονα όμως οι θεσμοί πιέζουν για εφαρμογή και του μέτρου της «ανταπεργίας – lock out», που θα δίνει έτσι το δικαίωμα στους εργοδότες να λειτουργήσουν τις επιχειρήσεις τους, με προσωπικό που εκείνοι θα επιλέγουν, ακόμα και κατά τη διάρκεια απεργίας, από όσους θα αρνούνται να απεργήσουν. Κάτι τέτοιο βέβαια περιορίζει αισθητά την πίεση που μπορεί να ασκήσει το μέτρο της απεργίας προς τους εργοδότες και ουσιαστικά το απενεργοποιεί σε βάρος των εργαζομένων, που χάνουν ένα βασικό «όπλο» διεκδίκησης.
Σε κάθε περίπτωση πάντως, κοινός τόπος των διαπραγματεύσεων ανάμεσα στις δύο πλευρές είναι να υπάρξει περίοδος συζητήσεων γι’ αυτά τα φλέγοντα ζητήματα, που θα ξεκινήσει τον Σεπτέμβριο και θα διαρκέσει έως το τέλος του τρέχοντος έτους. Στις συζητήσεις αυτές, ξεχωριστό ρόλο θα διαδραματίσουν τόσο η Διεθνής Οργάνωση Εργασίας (ILO), όσο και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Κοινωνικών Δικαιωμάτων, σε μια προσπάθεια να αξιοποιηθούν οι «βέλτιστες πρακτικές» που ισχύουν στην υπόλοιπη Ευρώπη, για τα παραπάνω ζητήματα.