Όταν ο υπουργός Ενέργειας Πάνος Σκουρλέτης είπε στο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ ότι το «μνημόνιο μπορεί και να μη βγαίνει» πήρε την έμμεση απάντηση από τον πρωθυπουργό και άλλα στελέχη ότι καλό είναι να αποφεύγονται τέτοιες τοποθετήσεις. Ο κ. Σκουρλέτης, βεβαίως, μπορεί να έκανε αυτή την αγωνιώδη τοποθέτηση με το βλέμμα στον συνδυασμό ενδομματικού και κυβερνητικού ανασχηματισμού. Αν ισχύει αυτό, θα το διαπιστώσουμε την Κυριακή, στη συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ που εκλέγει Γραμματέα και Πολιτική Γραμματέα.
Ωστόσο, αυτό είναι ήσσονος σημασίας. Το ενδιαφέρον είναι ότι τον προβληματισμό για το «μνημόνιο που δεν βγαίνει» (που τον συμμερίζεται και το ΔΝΤ και πολλοί άλλοι εντός του κουαρτέτου των δανειστών) τον ενστερνίστηκε επισημότατα και ο ίδιος ο πρωθυπουργός. Επισημότερο βήμα από τις δηλώσεις μετά τη Σύνοδο Κορυφής της Ε.Ε. δεν μπορούσε να υπάρξει. Από το σύνολο των δηλώσεων του Α. Τσίπρα, που κινήθηκαν μεταξύ αισιοδοξίας και ανησυχίας, ξεχώρισαν δύο σημεία (με τις υπογραμμίσεις δικές μας):
Το πρώτο: «Η αντιπαράθεση ανάμεσα στο ΔΝΤ και στους ευρωπαϊκούς θεσμούς πρέπει να σταματήσει, γιατί στέλνει λάθος μήνυμα στη διεθνή επενδυτική κοινότητα. Αν δεν ληφθούν εγκαίρως τα μέτρα για το χρέος θα υπάρχει κίνδυνος για την επιτυχία του προγράμματος».
Και το δεύτερο: «Τα προγράμματα προσαρμογής έγιναν για να προετοιμάσουν τη δυνατότητα της Ελλάδας να έχει πρόσβαση στις αγορές. Αν δεν έχει πρόσβαση, τότε θα είναι διαρκώς αναγκασμένοι οι Ευρωπαίοι να βάζουν την Ελλάδα σε προγράμματα».
Η αβίωτη αριθμητική των τοκοχρεολυσίων
Ο πρωθυπουργός, λοιπόν, λέει κι αυτός ότι το Μνημόνιο καθεαυτό ως πρόγραμμα δεν βγαίνει. Η ενδεχόμενη «επιτυχία» του είναι απολύτως συναρτημένη με την ελάφρυνση του χρέους. Γιατί; Γιατί έχει κι αυτό, όπως τα δυο προηγούμενα, βαρύτατη υφεσιακή επίδραση στην οικονομία και για να επιτρέψει έστω και λίγες μονάδες ανάπτυξης τη διετία 2017-2018 θα πρέπει το 5,25% πλεόνασμα (αθροιστικά) που απαιτείται, και αντιστοιχεί σε σχεδόν 10 δισ. ευρώ, να αντισταθμιστεί με μια δραστική μείωση στα τοκοχρεολύσια 25 δισ. που πρέπει να πληρώσει η Ελλάδα την ίδια περίοδο. Κι αυτό μόνο για το διάστημα ισχύος του Μνημονίου. Διότι αν επεκταθεί κανείς πέραν αυτού, στην εξαετία 2019-2024 τα νούμερα γίνονται ιλιγγιώδη: τα τοκοχρεολύσια που πρέπει να πληρωθούν φτάνουν τα 135 δισ. , σχεδόν το 80% ενός ετήσιου ΑΕΠ σε σημερινές τιμές. Για να εξυπηρετηθεί αυτό το χρέος. Λογιστικά, θα απαιτούνταν πράγματι να παράγει η Ελλάδα πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% τον χρόνο και πλέον, αλλά αν το επιχειρήσει θα πάψει να υπάρχει ως χώρα στα μισά της διαδρομής.
Ωστόσο, έχει ενδιαφέρον και το δεύτερο σημείο των δηλώσεων του πρωθυπουργού. Ότι χωρίς πρόσβαση στις αγορές οι δανειστές θα αναγκαστούν να βάζουν διαρκώς τη χώρα σε προγράμματα. Δηλαδή, σε τέταρτο Μνημόνιο. Το υπαινίχθηκε και ο Π. Σκουρλέτης και εκτός συνεδρίου ΣΥΡΙΖΑ, το προέβλεψε και ο γραμματέας του ΚΚΕ Δ. Κουτσούμπας, αλλά τώρα το παραδέχεται εμμέσως και ο πρωθυπουργός. Φυσικά, πρόκειται για αυτοεκπληρούμενες προφητείες. Εάν το μνημόνιο δεν βγει τον Ιούνιο του 2018, θα ακολουθήσει νέο μνημόνιο. Για κάτι αντίστοιχο πολιορκείται συστηματικά η Πορτογαλία, που μεταξύ άλλων απειλείται με «εξοστρακισμό» από την ποσοτική χαλάρωση της ΕΚΤ λόγω υποβάθμισης των ομολόγων της. Στην περίπτωση της Ελλάδας, βέβαια, υπάρχει και το κατά Σόιμπλε Grexit. Αλλά ποιος ξέρει πού θα είναι ο Σόιμπλε το 2018, μετά τις γερμανικές εκλογές.
Ζητείται επειγόντως εισιτήριο για τις αγορές
Οι προειδοποιητικοί τόνοι που χρησιμοποίησε ο πρωθυπουργός καταδεικνύουν ότι, παρόλο ότι η κυβέρνηση νομοθετεί μέχρι τελευταίας λεπτομερείας τις επαχθείς προβλέψεις του Μνημονίου, η βιωσιμότητά του ως κυβερνητικού και υλοποιούμενου προγράμματος εξαρτάται απολύτως από την άμεση μείωση του δημοσιονομικού κόστους εξυπηρέτησης του χρέους. Η ένταξη των ελληνικών ομολόγων στην ποσοτική χαλάρωση καθεαυτή δεν έχει τόσο πραγματικό, όσο συμβολικό αποτέλεσμα. Τα επιλέξιμα για αγορά ομόλογα μετά βίας φτάνουν τα 4 δισ. , άρα μιλάμε για μια de facto ελάφρυνση το πολύ 1 δις. ευρώ.
Το QE της ΕΚΤ είναι στην πραγματικότητα ένα «εισιτήριο» για έξοδο στις αγορές, το αργότερο εντός του πρώτου εξαμήνου του 2018. Αν μέχρι τότε δεν συμβεί αυτό- και οι όροι για να συμβεί είναι συγκεκριμένοι, δηλαδή συμφωνία για τα μέτρα ελάφρυνσης και άμεση υλοποίηση των βραχυπρόθεσμων-, τότε το τρίτο Μνημόνιο θα καταλήξει σε ένα φιάσκο, όπως τα δυο προηγούμενα. Κι είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς όχι αν θα έλθουν να προτείνουν οι δανειστές τέταρτο μνημόνιο – αυτό είναι το εύκολο, ο ESM βρίσκεται πάντα σε ετοιμότητα-, αλλά αν θα υπάρχει οποιαδήποτε πολιτική δύναμη στη χώρα να αναλάβει το βάρος του.
Βεβαίως, ο κυβερνητικός σχεδιασμός, που μεταθέτει τώρα το βάρος στον ενδεχόμενο διευκολυντικό ρόλο της EKT (βάσει της υπόσχεσης Ντράγκι για «ανεξάρτητη» έκθεση βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους) βασίζεται στην υπόθεση ότι, αν εξασφαλιστούν οι άλλοι όροι της δύσκολης συνάρτησης, οι αγορές θα υποδεχθούν με ανοικτές αγκάλες τα νέα ελληνικά ομόλογα. Ωστόσο, υπάρχει και το προηγούμενο της κυβέρνησης Σαμαρά που μετά την επιτυχή πρώτη πειραματική έξοδο, η δεύτερη κατέληξε σε αποτυχία. Η συνέχεια είναι γνωστή…