Οι ανατιμήσεις στους καταλόγους των μαγαζιών είχαν ξεκινήσει ήδη από την γενικότερη ακρίβεια που υπάρχει στις πρώτες ύλες αλλά και στην ενέργεια. Το τελευταίο διάστημα, όμως, προστέθηκε ακόμα ένας βραχνάς που ανεβάζει τα κόστη. Ένα από τα κυριότερα συστατικά, που δεν είναι άλλο από το λάδι, τα καταστήματα χρησιμοποιούν τεράστιες ποσότητες πράγμα που αυξάνει αισθητά τα έξοδα μιας επιχειρήσεις.
«Φωνάζουμε απο πέρσι. Πριν τρία χρόνια είχαμε τον κοβιντ. Πέρασε η καραντίνα και νομίζαμε ότι θα ανακάμψουμε. Πράγμα που δεν έγινε αφού μετά ήρθε η ακρίβεια. Ας μου πει ο οποιοδήποτε πως μπορώ να μην ανεβάσω τις τιμές. Ενοίκιο, ενέργεια, πρώτες ύλες και τώρα το κερασάκι στην τούρτα το λάδι. Να αγοράζουμε λιγότερο δεν είναι εφικτό αφού σχεδόν όλα τα πιάτα από το μενού το εμπεριέχουν, άρα ανεβάζουμε τις τιμές», δηλώνει αγανακτισμένος στα Dnews ιδιοκτήτης ταβέρνας στο κέντρο της Αθήνας.
Εκτός από το υψηλές τιμές του λαδιού, ακόμα ένα πρόβλημα για τις επιχειρήσεις είναι και η εύρεση του.
«Δεν είναι μόνο η τιμή, έχουμε πρόβλημα και με τη διαθεσιμότητα. Εμείς στο σουβλατζίδικο, χρειαζόμαστε τεράστιες ποσότητες και φυσικά καλής ποιότητας. Δεν μπορώ να ρισκάρω την υγεία των πελατών μας. Τα πράγματα είναι δύσκολα κάνω όσο μεγαλύτερες παραγγελίες για να προκειμένου να είμαστε εντάξει τους επόμενους μήνες», αναφέρει ιδιοκτήτης σουβλατζίδικου στα Dnews.
Τέλος, υπενθυμίζεται ότι η μειωμένη παραγωγή που προκλήθηκε κατά κύριο λόγο την τελευταία διετία εξαιτίας της μεγάλης ξηρασίας σε χώρες όπως η Ισπανία και η Ιταλία σε συνδυασμό με την έλλειψη βροχοπτώσεων το χειμώνα στη χώρα μας οδήγησαν τις τιμές στα ύψη.
Το χύμα/ ασυσκεύαστο λάδι το Νοέμβρη του 2022 στοίχιζε 5,50 ευρώ το κιλό, ενώ τον Ιούνιο του 2023 έχει φτάσει τα 6,50 ευρώ και τώρα τα 10 ευρώ το κιλό. Στα ράφια των σούπερ μάρκετ η τιμή του λίτρου ξεκινάει από τα 10 ευρώ και ανάλογα με την ποιότητα αυξάνεται. Το βιολογικό πωλείται ακόμα και 17 ευρώ το λίτρο.